Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006

Ο Κροκοδειλάνθρωπος και τα Καλικατζαράκια...



Όταν ο Κροκοδειλάναθρωπος τα κακάρωσε και κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο συνάντησε μεγάλες αναταραχές και απεργίες. Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα και οι Καλικάτζαροι είχαν ξεσηκωθεί εναντίον του Αρχη-διαβόλου. Συγκεκριμένα, η προκήρυξη που βρήκε δίπλα σ ένα καζάνι γεμάτο αχνιστή πίσσα, έγραφε τα εξής:

Σύντροφοι και συντρόφισσες, Καλικάτζαροι Κάθε χρονιά συμβαίνουν τα ίδια και τα ίδια! Από την αρχή του χρόνου, πίσω απ το τεράστιο πριόνι, όλοι μια γροθιά, πριονίζουμε το γέρικο δέντρο που στηρίζει τον πάνω κόσμο. Κι όταν τέτοιες μέρες ζητούμε την πληρωμή μας, αντί ο αρχη-διάβολος να μας δώσει όσα μας έχει υποσχεθεί, μας δείχνει διαφημιστικά μηνύματα από τις ετοιμασίες κουραμπιέδων και μελομακάρονων στον Πάνω Κόσμο. Τότε εμείς παρασυρμένοι απ τη λαιμαργία μας παρατάμε το πριόνισμα του δέντρου και ανέβουμε πάνω. Όταν όμως γυρίσουμε πίσω ο κορμός του δέντρου έχει «επουλωθεί» κι ο αρχη-διάβολος το παίζει «Κωστάκης Καραμανλής» σχετικά με τις πληρωμές των μισθών μας… Σύντροφοι είμαστε βέβαιοι, ότι έχει κλείσει συμφωνία κάτω απ το τραπέζι με το Χριστό για να ισχυροποιήσουν και οι δυο την εξουσία τους, που τώρα τελευταία απειλείται! Σύντροφοι για πόσο ακόμα θα μας εκμεταλλεύεται, για πόσο ακόμα οι εργάτες του Κάτω Κόσμου, θα δουλεύουν σαν σλάβοι;… Ή ο Αρχη-διάβολος ή Εμείς!!

Δεν χρειάστηκε πάνω απ μερικά δεύτερα για να συλλάβει την ιδέα, ήταν μεγάλη χαμούρα ο Κροκοδειλάνθρωπος. Στα χέρια του δεν κρατούσε μια απλή προκήρυξη αλλά την ευκαιρία του να ξαναγυρίσει στη ζωή και να εκδικηθεί το δημιουργό και βιογράφο του, που τον είχε σκοτώσει πάνω στο άνθος της ηλικίας του! Φυσικά πρώτα συνεννοήθηκε με τον Αρχη-διάβολο. Ποτέ δεν θα κάνε κάτι ο Κροκοδειλάνθρωπος χωρίς να πάρει το ΟΚ απ τον Μεγάλο. Έπειτα πήγε βρήκε τον Σκουπιδίκιους, τον εργατοπατέρα των Καλικατζάρων και του τα ‘πε χαρτί και καλαμάρι:
«Κοίτα να δεις Σκουπιδίκιους… Αδίκως φωνάζετε πως φταίει ο Αρχη-διάβολος που δεν σας πληρώνει… Πρέπει να μάθεις ότι εκείνος που ευθύνεται στην πραγματικότητα είναι ο αρχηγός της πιο τρισάθλιας τρομοκρατικής οργάνωσης, ο Vita Mi Barouak. Που λες ο τυπάς εκβιάζει τον Μεγάλο, ότι αν δεν κάνει το κόλπο με τα μελομακάρονα, θα ανοίξει το πώμα της λίμνης που βρίσκεται στα όρια τους δάσους του blogspot και όλο το νερό θα χυθεί στον Κάτω Kόσμο με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι οι κάτοικοί του. Τι άλλο μπορεί να κάνει ο Μεγάλος, υποκύπτει στον εκβιασμό των τρομοκρατών, για το καλό σας! Αυτά που σου λέω είναι γνωστά στον πάνω κόσμο. Ο Vita Mi Βarouak είναι μεγάλη κουφάλα, μεγαλύτερη κι απ αυτή του δέντρου που πριονίζετε…»
«Και ‘μεις τι μπορούμε να κάνουμε γι αυτό;!»
«Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πάρουμε τον στρατό των καλικάτζαρων και να επιτεθούμε στο σπίτι που θα κάνει Χριστούγεννα ο Vita Mi Barouak! Να τον συλλάβουμε και να τον κλείσουμε στο «Γκουαντάναμο» του Κάτω Κόσμου!»
«Μα ο κορμός του δέντρου θα έχει «επουλωθεί» μέχρι να επιστρέψουμε απ την εκστρατεία…»
«Του χρόνου όμως που δεν θα είναι εν ζωή ο Vita Mi Barouak για να τρομοκρατεί, o κορμός του δέντρου θα κοπεί επιτυχώς κι εσείς θα βάλετε στην τσεπούλα όλα όσα σας έχει υποσχεθεί ο Μεγάλος…»
Δεν ήθελαν και πολλοί οι καλικάτζαροι. Αφού το είπε ο εργατοπατέρας Σκουπιδίκιους, το έχαψαν με μιας, παράτησαν το δέντρο κι ακολούθησαν τον Κροκοδειλάνθρωπο στον Πάνω Κόσμο. Ο Κροκοδειλάνθρωπος είχε καταφέρει προγραμματίσει την εκδίκησή του στην εντέλεια, αποκτώντας ταυτόχρονα και την εύνοια του Μεγάλου. Πουρό για υιοθέτηση, ο δικός σου…

Το σπίτι που έμενε ο Vita Mi Barouak ήταν μια ψηλόλιγνη μονοκατοικία με καμινάδα. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και οι γυναίκες της οικογένειας ετοίμαζαν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι στην κουζίνα, ενώ οι άντρες χάζευαν κάποιο παριζιάνικο καμπαρέ στην TV, μέχρις ότου ετοιμαστεί το φαγητό. Το σπίτι ήταν από ώρα περικυκλωμένο! Πάνω από εκατό καλικάτζαροι ήταν έτοιμοι να εισβάλουν από πόρτες, καμινάδα και παράθυρα, με ακόντια και τόξα στα χέρια. Και να σου που σε λίγα λεπτά Κροκοδειλάνθρωπος έδωσε το σύνθημα κι έγινε χαμός!! Ξαφνικά το σπίτι γέμισε δοντάρες, ουρές, νύχια, γρυλίσματα, ακόντια και τρομαγμένα βλέμματα συγγενών του Vita Mi Barouak. Κι ενώ το μαχαίρι του Κροκοδειλάνθρωπου είχε ακουμπήσει στο λαιμό του Vita Mi, έτοιμο να πάρει εκδίκηση για τον άδικο χαμό που του επιφύλαξε ο δημιουργός-βιογράφος του, η μητέρα του Vita Mi έχασε τα λογικά της και άρχισε τις φωνές, ανάκατες με παρακάλια, βρισιές, απειλές και αυστηρές νουθεσίες!! Κι όσο πέρναγαν τα δεύτερα, ο τόνος της γινόταν πιο αυστηρός, η φωνή της στρίγκλιζε, έτριζε, όρμαγε με βία, φωνή σειρήνας!! Πρώτα έσπασαν τα γυαλικά, μετά με μιας όλες οι τηλεοράσεις του σπιτιού(πω-πω ζημιά, θα τρελαθεί ο πατέρας!), μετά τα τζάμια των παραθύρων ακόμα και τα πορσελάνινα πιάτα πάνω στο γιορτινό τραπέζι!

Οι πρώτοι που σήκωσαν τα χέρια τους κι έκλεισαν τα αυτιά τους ήταν οι Καλικάτζαροι. Αμέσως μετά ο Κροκοδειλάνθρωπος άφησε το μαχαίρι να πέσει στο πάτωμα και ακολούθησε το παράδειγμα τους, παίρνοντας μια έκφραση τρόμου. Κι ενώ η μητέρα του Vita Mi συνέχισε τις στριγκλιές νουθεσίας τα μέλη της οικογένειας που ‘ταν συνηθισμένα σε κάτι τέτοια, κινήθηκαν σβέλτα, άρπαξαν τα τόξα και τα σπαθιά που ‘ταν ριγμένα στο πάτωμα και ακινητοποίησαν το στρατό των καλικάτζαρων. Έπειτα ο πιο νεαρός της οικογένειας πετάχτηκε ως τη λίμνη του blogspot κι αφού έκλεψε ένα μεγάλο δίχτυ από κάποιον ψαρά, γύρισε πίσω με καμάρι. Τους έβαλαν λοιπόν όλους μες το δίχτυ και μετά οι άντρες τις οικογενείας, που χαν πολεμική καταγωγή, πήραν μια βάρκα και τους πήγαν στα ανοιχτά της λίμνης, εκεί που βρισκόταν το πώμα της, το πέρασμα για τον Κάτω Κόσμο. Άνοιξαν λοιπόν το πώμα με πολύ προσοχή και τους άδειασαν στον άλλο κόσμο. Όταν γύρισαν σπίτι, ο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν ήδη έτοιμο. Στην πόρτα τους υποδέχτηκε η μητέρα του Vita Mi, μ ένα χαμόγελο που δανείζει κάθε τόσο στο ουράνιο τόξο και τους κάλεσε να καθίσουν γύρω απ το φτωχικό τους τραπέζι…

HτΑν Μια ΙσΤοΡία ΓρΑμΜεΝη Για τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT της Candyblue...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

Όπου γη, πατρίς!!



"Χίλιες φορές θα στροβιλίσει ο ήλιος σε χορό της γης,
όπως η Ηρωδιάδα την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι όταν τα χρόνια μου τα χορέψει ως το τέλος,
μ' εκατομμύρια στάλες αίμα θα χουν στρωθεί τα χνάρια μου.
...Παραμερίστε. Δεν θα μου φράξετε το δρόμο!"
Β.Β.Μαγιακόφσκι


Σε αισθάνομαι να τρέχεις πάνω στο άσπρο άλογο, ελεύθερος, με το γιαταγάνι στο χέρι και να ρουφάς τον άνεμο, παππού!
Ήρωας της επανάστασης είπαν, σε μνημονεύουν και στην έξοδο του Μεσολογγίου!
Με χει στοιχειώσει αυτή η ελευθερία σου, παππού! Η τάση του αίματος μου να παίρνει τα βουνά, να πηδά βράχια, να ρισκάρει, να ορμά, να μην ακούει αφέντη, να αγναντεύει την πλάση από μακριά και να οραματίζεται την απόλυτη ελευθερία!

Γιαγιά, μέσα μου έχω την κραυγή που έβγαλες όταν πήδησες απ το μεγάλο βράχο αγκαλιά με το παιδί σου, για να μην πέσεις στα χέρια του εχθρού. Ποτέ στα χέρια του εχθρού, γιαγιά, ποτέ! Πόλεμος μέχρις εσχάτων!!

Κι εσύ ο άλλος που ανατινάχτηκες στον αέρα μέσα στον Οίκο του Θεού παρέα με όλο το γυναικομάνι;…. Μέσα στο αίμα μου είσαι και συ!!

Καταραμένος Ιλλυριός, Σουλιώτης…
…μετανάστης μιας άλλης εποχής, πολεμιστής, επαναστάτης,
ελεύθερος, ελεύθερος, ελεύθερος!!!

ΥΓ. Αφιερωμένο σε όλους τους μετανάστες!!! Κι εμείς όταν ήρθαμε σ αυτά τα μέρη άλλη γλώσσα μιλούσαμε…

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

Ο Κροκοδειλάνθρωπος

Ο Κροκοδειλάνθρωπος είναι ευγενές φυτό!
Ευδοκιμεί σε κάθε πολυθρόνα που έχει απέναντί της τηλεόραση.
Φορά γυαλιά, έχει καράφλα και ευρύχωρη κοιλιά, δάσος από τρίχες στην πλάτη και στο στέρνο.
Έχεις ως πρότυπο του τον Τριανταφυλόπουλο (παλιά είχε τον Ευαγγελάτο).
Στα παιδιά που λένε τα κάλαντα , δεν ανοίγει ποτέ την πόρτα.
Σεξ κάνει μόνο με πόρνες.
Σώβρακο αλλάζει μόνο κάθε Κυριακή αφού γυρίσει απ τον Άγιο Ονούφριο, όπου εκκλησιάζεται….
Για φίλο έχει μονάχα κάποια που ονομάζεται Στλαβλα και μιλούν καθημερινά στο 090…
Στη δουλειά μαχαιρώνει μόνο πισώπλατα.
Όταν οδηγεί δεν βρίζει ποτέ, μονάχα μουντζώνει!
Μένει στο υπόγειο της δίπλα πολυκατοικίας.
Οι περισσότεροι λένε πως είναι Αλβανός αλλά αυτός πιστεύει ότι μας χρειάζετε μονάχα ένας… Παπαδόπουλος!
Έχει ερωτευθεί μονάχα δυο φορές στη ζωή του.
Την πρώτη μια ψιλόλιγνη γλάστρα του «Πρωινού καφέ».
Τη δεύτερη μια επιταγή της ασφάλειας για να «δώσει» έναν Πακιστανό υποψήφιο τρομοκράτη.
Αρκετά συχνά παρευρίσκεται σε γλέντια χουντικών και πυροβολεί με το περίστροφό του στον αέρα.
Ο Κροκοδειλάνθρωπος έγινε αισίως 52 χρονών.
Χτες βράδυ βγήκε έξω παγανιά.
Όχι αυτός αλλά ο Dr Χάρος…
Τον βρήκε την ώρα που έτρωγε Μερέντα με ψωμί αραχτός στην πολυθρόνα του, παρακολουθώντας την Τατιάνα Στεφανίδου να επιδεικνύει την σουβλερή της γλώσσα, σε κάποιο βραδινό talk-show.
Ο Dr Χάρος τον κοίταξε κατάματα, ακόνισε το δρεπάνι του και του ζήτησε να τον ακολουθήσει.
Κι έτσι που λέτε ο αγαπημένος μου Κροκοδειλάνθρωπος ξενοίκιασε το υπόγειο κι αγόρασε έναν τάφο σε τιμή ευκαιρίας...
Σνιφ, σνιφ!
Και τώρα που θα βρω άλλο Κροκοδειλάνθρωπο, για να συνεχίσω αυτή την γλυκιά ιστορία;…

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006

Η TAMARA εκθεσιάζεται…


Χατζηνικολάου: Γνωρίζετε κύριε κυρίου Vita Mi, ότι στην εν λόγω έκθεση συμμετέχει και η πολυχρονεμένη Tamara de Lempicka!!!

Vita Mi: Τι πες τώρα μάγκα μου;! Έχω δει χαρακτικό της κι έχω πάθει αιδοίο-πλακα!!

Χατζηνικολάου: Προσέχετε λίγο τις εκφράσεις σας κύριε Vita Mi, είμαστε στον αέρα!

Vita Μi: Συγχώρα με Νικόλαε, νέε μου, αλλά δυσκολεύομαι να κρύψω τη χαρά μου!
Ώστε συμμετέχει και η Tamaritsa στην έκθεση!!

Χατζηνικολάου: Τα ίδια θα λέμε… Έχετε μήπως να προσθέσετε κάτι τελαυταίο πριν κάνουμε πάσα για διαφημίσεις…

Vita Mi: Θα φορέσω το μουστάκι του Νταλί, θα κλέψω τις μπότες του παπουτσωμένου γάτου και θα πάω τρέχοντας! Όχι, όχι τις μπότες του Αϊ Βασίλη θα κλέψω, για να μαι ασορτί με τα Χριστούγεννα…

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006

Σκοτώνοντας ένα Βασιλιά!



Εκείνο το βράδυ είχα φτύσει δηλητήριο σ εκείνους π αγαπούσα. Από ότι φαίνεται ο Barouak είναι σαν το ηφαίστειο. Από μακριά ένα θέαμα, από κοντά μεγάλος μπελάς! Τα είχα κάνει λοιπόν μια ηφαιστειογενής σαλάτα σε εκείνο το Bar, μετά την είχα κοπανήσει και είχα πάει κάπου αλλού, όπου ήπια το Βόσπορο και χόρεψα μέχρι πρωίας μ όλα τα εξώγαμα του Διόνυσου.
Το επόμενο πρωί ήρθε και με βρήκε μες τη μαυρίλα, προσπαθώντας να βρω για ποιο λόγο είχα συμπεριφερθεί με τέτοιο απαράδεκτο τρόπο σ έναν άνθρωπο που εκτιμούσα τόσο πολύ. Πλύθηκα, ντύθηκα, πήρα το Μετρό, κατέβηκα στο κέντρο και ακολούθησα την κλασική διαδρομή περισυλλογής που ακολουθώ πάντα τέτοιες στιγμές. Πέρασα απ τον πεζόδρομο κάτω απ τη Ακρόπολη, έκλεισα μια ματιά στη φυλακή που Σωκράτης ήπιε το κώνειο κι από κει ανέβηκα στο λόφο του Φιλοπάππου για να αγναντέψω από μακριά τη θάλασσα, να καθαρίσει ο νους μου.

Να σου λοιπόν που μετά από αρκετά αγκομαχητά και μερικές στάλες ιδρώτα, έφτασα στην δεντροπολιορκημένη κορυφή. Γύρισα το βλέμμα μου προς τη θάλασσα και είδα τον ήλιο να χει γονατίσει και σαν δράκος αυτοκράτορας να φυσά πάνω στο γαλάζιο έναν πύρινο δρόμο… Έναν πύρινο δρόμο που χόρευε πάνω στη θάλασσα και κατευθυνόταν πάνω μου!
Οι μαύρες σκέψεις έφυγαν με μιας. Είχα μπροστά μου τη θάλασσα, τον ήλιο και πίσω στην πλάτη μου τον Παρθενώνα για μαξιλάρι των σκέψεών μου. Κάτι μέσα μου ψιθύρισε πως όσο σκατά κι αν τα χα κάνει το προηγούμενο βράδυ, όλα μπορούσαν να διορθωθούν! Χαμογέλασα… Γονάτισα και σκάλισα μια φιγούρα στο χώμα μ ένα κομμάτι σπασμένο μάρμαρο. Και τότε μια σκιά μπήκε μπροστά μου και μου κρύψε τον ήλιο!

Σήκωσα το βλέμμα και είδα έναν όμορφο νέο, ξανθό. Ήταν γεροδεμένος με αρχοντικό ύφος και φόραγε μανδύα. Στην ασπίδα του είχε το σύμβολο της Βεργίνας και απ τη μέση του κρεμόταν ένα χρυσό σπαθί. Θύμωσα! Αυτός ο άνθρωπος μου έκρυβε τον ήλιο! Μήπως άραγε θαρρούσε πως ήταν αυτός ο ήλιος;!
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο γαλαζοαίματος νέος άνοιξε το στόμα του, μου ‘πε πως ήταν μέγας βασιλιάς και πώς μπορούσε να μου προσφέρει ότι του ζητήσω. Τότε όμως ξύπνησε μέσα μου μια φωνή και μου ‘πε:
«Για να δεις τον ήλιο τον ηλιάτορα, πρέπει να πεις του Μεγαλέξαντρου να παραμερίσει!»
Σήκωσα το βλέμμα και τον κοίταξα κατάματα. Έκανα να ανοίξω το στόμα να του μιλήσω αλλά το χέρι που κράταγε το μάρμαρο που σκάλιζε τη γη κινήθηκε σβέλτα, το μάρμαρο έγινε στιλέτο φωτός και έκοψε στα δυο το λαρύγγι του βασιλιά σαν να ταν Γόρδιος Δεσμός!
Ο βασιλιάς έπεσε στη γη αιμόφυρτος, ο ήλιος ελευθερώθηκε κι εγώ έγειρα προς το μέρος του σαν ηλιοτρόπιο.

Ο βασιλιάς είχε χαθεί! Μπροστά μου βρισκόταν μόνο ο ήλιος κι ο πύρινος δρόμος του πάνω στη θάλασσα. Γύρισα, κοίταξα τον Παρθενώνα και τον είδα να λιώνει σαν κερί και η λάβα του να ποτίζει την Αθήνα, να φτάνει ως τη θάλασσα. Όλα εκείνα τα χαμηλά σπιτάκια έμοιαζαν με βότσαλα, κομμάτια απ τη μαρμάρινη λάβα του Παρθενώνα που είχαν υποκλιθεί μπροστά του. Είχαν υποκλιθεί σαν το άγονο χωράφι που εκλιπαρούσε για όργωμα.
Τότε γύρισα πάλι προς τον ήλιο και είδα ένα πύρινο άροτρο να γλιστρά πάνω στο δρόμο του φωτός, να καταφθάνει… Ο Μεγαλέξανδρος ήταν νεκρός αλλά τι σημασία είχε; Έτσι κι αλλιώς το πύρινο άροτρο θέλει πολλούς για να οργώσουν την Αττική Γη!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 08, 2006

Ο ΜΠΑΡΟΥΑΚ



Το σκοτάδι έχει πέσει η λάμψη της εξέγερσης έχει ανάψει, ο Μπάρουακ σηκώνεται με τα κόκκινα μαλλιά του να ανεμίζουν από το θυμό των ανθρώπων, ξεσκονίζοντας από επάνω του τις στάχτες της «καλοσυνάτης» εμπορικής διαφήμισης.

Μπάρουακ :«Δεν μ’ αρέσει ο κόσμος, οι άνθρωποι γεννήθηκαν ελεύθεροι θέλω το χώρο μου, πνίγομαι!»
Αλκοολικές στάλες επίθεσης στην τηλεόραση απέναντι.
Ο θαμώνας του καφενείου : «Πνίγηκες;»
Μπάρουακ :«Ξεστομίζω το ξεπέρασμα της, κοίτα τις στάλες πως παραμορφώνουν το γυαλί»
Θαμώνας : «Είδα τον τοκετό της και ξαφνιάστηκα, πόσο άσχημη...»

Η ρευστή καθημερινή ζωή έγινε ρευστό στις τσέπες της φόρμας και του περιεχομένου. Ιερά εξέταση μπροστά στο άγιο ξύλο και σταυρό, την ώρα που οι καλλιτέχνες «δημιουργούν» προϊόντα προς κατανάλωση. Επιμελητές , γκαλερίστες , έκδοτες, διανομείς, κράχτες μια άλλης εποχής , οι γελωτοποιοί του βασιλιά.

Μπάρουακ: «Δούλευες;»
Θαμώνας : «Απεργώ...»

Η ζωή είναι τέχνη , δώστε στην τέχνη το φιλί της σύγχρονης ζωής. Τα μόνα που διασπούνται είναι τα άτομα. Η τέχνη είναι μια και αδιαίρετη. Ήρθε η ώρα να ξαναβρούμε την αρχαϊκή της μαγεία, τη λαϊκή της ζωντάνια.

Θαμώνας: «Τι γράφεις;»
Μπάρουακ: «Ένα γράμμα».

Την στιγμή που η γη γυρίζει γύρω από τον εαυτό της , μπροστά στον ήλιο που αρχίζει να φαίνεται, είναι η τέχνη στην νέα ημέρα της. Οι παραδοσιακοί ρυθμοί γίνονται ένα με τα ψηφία και τις ψηφίδες.

Θαμώνας: «Γιατί τσαλακώνεις το γράμμα;»
Μπάρουακ: « Το τσαλακώνω και το πετώ στο πεζοδρόμιο. Από εδώ και πέρα θέλω να το αναγνώσει ο τυχαίος περαστικός ο σκαφτιάς , ο μετανάστης, ο δημόσιος υπάλληλος, η πόρνη που κάνει πιάτσα στο παραδίπλα φανάρι."

Ο πειραματισμός δικαίωμα των πολλών, κάθε σπίτι και εργαστήρι , κάθε εργαστήρι και σπίτι της νέας ψηφιακής αντίληψης, του νέου καθαρού λόγου. Δράση και παρατήρηση , επίθεση σε όσους έχουν καβαλήσει το άλογο μέλλον μας , σκοτώνοντας μας τους έρωτες, τα χρώματα, τα σφυριά και τα δρεπάνια για να γεμίσουν τις κοιλίες τους με μαύρο γάλα από τη γη των Μουσουλμάνων.

Θαμώνας: «Το γράμμα σου μια λεπτομέρεια από το έργο της ζωής... »
Μπάρουακ: «Δεν είμαστε μια λεπτομέρεια ενός έργου , ούτε το έργο, είμαστε ηλιαχτίδες στο σπασμένο τζαμί της δημιουργίας!"

Al-Barouak + Vita Mi Barouak

ΥΓ. Ένα πειραμάτικο κείμενο...

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

Ο Επτάλογος του Τεμπέλη

Με αφορμή την τσαγγαροδευτέρα παρουσιάζω τον παρακάτω επτάλογο. Διευκρινίζω βέβαια ότι ο Vita Mi δεν είναι παρά ένας φτωχός και μόνος μεσάζοντας, που ευελπιστεί να κλέψει ένα σημαντικό ποσοστό απ τις «δάφνες», του άγνωστου δημιουργού(ο επτάλογος κυκλοφορεί στο ineternet).

Λε…πόν, οι BAROYAK Πroductions παρουσιάζουν τον "ΕΠΤΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ":
(Χειροκροτήστε βρε, το παιδί βγαίνει στη σκηνή να απαγγείλει το ποίημα!)

1.Αν δεις κάποιον να ξεκουράζεται, βοήθησε τον…
2.Ξεκουράσου όλη τη μέρα για να κοιμηθείς καλύτερα τη νύχτα.
3.Η αρχή Νο3 αυτή τη στιγμή το "παίζει" απενεργοποιημένη. Παρακαλώ, δοκιμάστε πάλι αργότερα...
4.Η δουλειά είναι ιερή, γι αυτό μην την αγγίζεις.
5.Μην κάνεις τίποτα αύριο, αν μπορείς να το κάνεις μεθαύριο.
6.Δούλεψε όσο λιγότερο μπορείς, τα υπόλοιπά άστα στους άλλους.
7. Όταν έρθει η επιθυμία να δουλέψεις, ξάπλωσε μέχρι να σου περάσει.

ΥΓ1. Για να πω την αλήθεια, στην αρχική του μορφή ήταν δεκάλογος, αλλά τρεις αρχές κόπηκαν από τη λογοκρισία της BAROYAK Πroductions!

ΥΓ2. Ακολουθεί ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ…

Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

Δούλος της ελευθερίας!

Σκηνη 13:
H μαριονέτα υπηρέτης του Φάουστ έχει πάρει το βιβλίο με τα ξόρκια του αφεντικού του και κάνει καψόνια στη μαριονέτα-διαβολάκο, που υπηρετεί το Μενιστοφέλη.
«Φύγε τώρα!», κράζει ο υπηρέτης του Φάουστ.
Η μαριονέτα-διαβολάκος βγαίνει απ τη σκηνή του κουκλοθέατρου, μπαίνει σε ένα διάδρομο, φορά ανθρώπινη κάπα, καπέλο, μεταμφιέζεται κανονικά και βγαίνει έξω στον δρόμο παρέα με τους αληθινούς ανθρώπους!
«Έλα πίσω!», κράζει τότε η μαριονέτα-υπηρέτης.
Ο διαβολάκος ξαναμπαίνει στο διάδρομο, πετά τα ρούχα και εισέρχεται στη σκηνή του κοκλουθεάτρου, όταν προς μεγάλη του έκπληξη ακούει τον επίδοξο μάγο να λέει:
«Φύγε τώρα!»
Ξανά στο διάδρομο, ντύσιμο, ξανά στο δρόμο, «Έλα πίσω!», ξανά στο διάδρομο, ξανά στη σκηνή «Φύγε τώρα!» κτλ…
Η σκηνή επαναλαμβάνεται μέχρις ότου η μαριονέτα-διαβολάκος γονατίσει εξαντλημένη μπρος τον υπηρέτη και λέει:
«Παραδίνομαι!»

Ήταν μια σκηνή από την ταινία «Φάουστ», του τρισμέγιστου Τσέχου σουρεαλιστή Σβανκμάγερ, του οποίου το αφιέρωμα που έγινε στο Φεστιβάλ Κιν. Θεσσαλονίκης πρόκειται να προβληθεί και στην Αθήνα. ( Mikrokosmos filmcenter, Λ. Συγγρού 106, Φιξ τηλ: 210-9215305, 7-12 Δεκεμβρίου)

Δυο πράγματα έχω μονάχα να προσθέσω ακόμα για το μεγάλο δημιουργό.

Α-Η έκθεση εικαστικών έργων εκείνου και της γυναίκας του στη Θεσσαλονίκη, γίνεται σε ένα παλιό τζαμί! Εκτός των άλλων συμβόλων που στόλιζαν τον πρώην ναό, ξεχώρισα και το άστρο του Δαβίδ οπότε έμεινα μαλάκας! Προχώρησα λοιπόν στα τέσσερα κι αφού ρώτησα το φύλακα, τον άκουσα να μου λέει:
«Πρόκειται για τζαμί που έχτισαν εκμουσουλμανισμένοι Εβραίοι!»
Άκουσα καλά; Ναι, ναι καλά άκουσες Barouk εκμουσουλμανισμένοι Εβραίοι! Απόλυτα συμβατό το μέρος, με τον σουεράλ Σβανκμάγερ...

Β-Ο Σβανκμαγερ έγραψε κάποτε ένα δεκάλογο. Δεν τον παραθέτω γιατί βαριέμαι την αντιγραφή. Θα αναφέρω μόνο εκείνο που έγραψε κάτω απ το δεκάλογο.

«Το ότι έγραψα αυτόν το Δεκάλογο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει συνειδητά να τον ακολουθήσω… Στην πραγματικότητα κάθε κανόνας υπάρχει για να παραβιάζεται(χωρίς να παρακάμπτεται). Υπάρχει όμως ένας κανόνας, ο οποίος αν παραβιαστεί, θα είναι ολέθριο για τον καλλιτέχνη:
Μην επιτρέψετε ποτέ στην καλλιτεχνική σας δουλειά, να υπηρετήσει οτιδήποτε άλλο εκτός από την ελευθερία!»

ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΙ!!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006

American… Bar και κάτω!!

Άνοιξα την πόρτα του Bar και μπήκα σκυφτός, με την άκρη της μαύρης καμπαρτίνας να γλύφει τα γόνατά μου. Στον τεράστιο τοίχο απέναντι προβάλλονταν ταινίες με άλογα, σκονισμένα καπέλα, γελάδια, πυροβολισμούς και ινδιάνους, οπότε αναπόφευκτα ξύπνησε μέσα μου ο φτωχός και μόνος καουμπόης. Ήταν που με είχε πιστολιάσει το ραντεβού μου και που οι θαμώνες γύρω μου με κοιτούσαν με μάτι μισό αλλά κυρίως γιατί είχα αφήσει μόνη τη Ντόλυ, παρκαρισμένη σε κάποιο κακόφημο στενό, χωρίς συναγερμό.
Προχώρησα ρίχνοντας φευγάτες ματιές δεξιά-αριστερά, με το χέρι κοντά στο μάγκνουμ που έκρυβα στην εσωτερική τσέπη. Έφτασα κοντά στην συστοιχία των μπουκαλιών κι ακούμπησα τον αγκώνα μου στη υγρή μπάρα. Κοίταξα τον μπάρμαν με ματιά Σορίν Ματέι και παρήγγειλα ένα ουίσκι με πάγο.

Με την άκρη του ματιού μου διέκρινα μια καστανή αιθέρια ύπαρξη που καθόταν δίπλα μου στο μπαρ, να με κόβει με το βλέμμα της(και να με ράβει και να με ράβει!). Με κοίταγε προφίλ και αυτό μπορούσε να της δημιουργούσε σύγχυση σχετικά με το αμαρτωλό ποιόν μου αλλά αισθανόμουν βαρύς κι ασήκωτος, σχεδόν ετεροθαλής αδερφός των Ντάλτον, οπότε δεν γούσταρα να της χαρίσω ούτε ένα βλέφαρο.
«Συγνώμη κύριε», είπε η ματμαζέλ αλλά αρχικά το έπαιξα στην κουφού την πόρτα.«Συγνώμη κύριε…», επέμεινε, «…μου θυμίζετε το προφίλ κάποιου…»
Γύρισα, την κάρφωσα και έμεινα τάβλα! Η δεσποινίς ήταν και γαμώ τα «μανουλομάνουλα», που έλεγε κάποτε και ο Στάθης Ψάλτης.
«Μήπως μπορείτε να μου πείτε πως σας λένε;», συνέχισε το μανουλομάνουλο.
Σίγουρα ονειρευόμουν! Ήμουν χίλια τα εκατό βέβαιος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά εκεί μέσα. Μου έχει συμβεί εκατοντάδες φορές να γίνομαι σκνίπα σε κάποιο μπαρ και μετά να ρωτώ την κάθε ομορφούλα το ονοματάκι της αλλά ποτέ, μάλιστα ποτέ, δεν μου χει συμβεί να μην έχω γίνει σκνίπα σε κάποιο bar και σαν να μην έφτανε αυτό, αντί να ρωτάω εγώ, να με ρωτά κάποια σεξοβόμβα το δικό μου όνομα.

Γύρισα με ύφος μιξ-γκριλ από Μάρλον Μπράντο και Τζεημς Ντιν και παρότι ήμουν έτοιμος να πω το αληθινό μου όνομα, η γλώσσα μου την ψώνισε στιγμιαία και είπα:
«Vita Mi!»
Με το που άκουσε το όνομα μου η δεσποινίς έλαμψε ολόκληρη!
«Δεν το πιστεύω», είπε. «Είσαι ο Vita Mi Barouak;! Εγώ ξέρεις ποια είμαι;!»
«Ποια είσαι μωρή άρρωστη;!»
«Η Μανταλένα!»
«Μην μου πεις ότι είσαι η Μανταλένα Παριανός;!»
«Ω ναι…»
Έμεινα μαλάκας! Το μωρό ήταν, να το πιείς... με το μπουκάλι! Τότε, μια σκέψη καρφώθηκε στο νου μου και δεν έλεγε να ξεκολλήσει όλο το υπόλοιπο βράδυ. Όταν έφευγα απ το μπαρ, έπρεπε οπωσδήποτε να φύγει μαζί μου και η Μανταλένα!
Από εκεί και πέρα τα πράγματα εξελίχτηκαν με ταχύτητα σχολικού διαλείμματος. Επτά ουίσκι, 5 μπύρες, τρία σφηνάκια, αμερικάνικες μουσικές, εκατοντάδες κεραυνοβόλες ματιές με το Μανταλενάκι, άπλωμα του χεριού μου, χτύπημα από εκείνη, άπλωμα του ποδιού μου, κλωτσιά από εκείνη, ξανά άπλωμα, ξανά χτύπημα, κι άλλο σφηνάκι και ξανά απ την αρχή!

Για να μην τα πολυλογώ… σας λέω το συμπέρασμα της βραδιάς κατευθείαν. Η Μανταλένα με πίτωσε 7 φορές εκείνο το βράδυ! Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τίποτα το Μανταλενάκι, με έχρισε βασιλιά της χυλόπιτας! Και στο τέλος, όταν πια είχε βαρεθεί να παίζει μαζί μου, είπε ένα ξερό γεια και σηκώθηκε κι έφυγε!
Αμέσως μετά άνοιξαν οι μέσα μου ουρανοί και πάτησα ένα κλάμα που θα το ζήλευε ακόμα και η Μάρθα Κλάψα στα καλύτερά της.
Πάλι καλά που ‘ταν εκεί γύρω ο Motorcycle boy, η Ladychill και η Tomboy και με παρηγόρησαν. Γύρισα, κοίταξα με δακρυσμένο βλέμμα τον τοίχο όπου προβάλονταν πιο πριν τα Γουέστερν. Τώρα πια έδειχνε τον Ντίλαν να τραγουδά πάνω στη σκηνή, ενώ λίγο αργότερα είδα τον Πολίτη Κέην να βγάζει λόγο.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η μουσική χαμήλωσε και άκουσα τη φωνή της Μυρτώ Αλικάκη να διαβάζει ένα απόσπασμα από την «Αμερικάνικη Φούγκα» το νέο μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη! Απίστευτο! «Το όνομα της Αναστασίας»… με έκανε να συνέρθω! Είχα ξεχάσει ότι βρισκόμουν στο Bios στην πιο φευγάτη παρουσίαση βιβλίου, που χω μέχρι τώρα παρακολουθήσει…
Τόσο φευγάτη, που ξέφυγα!
Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι τον Αλέξη να υπογράφει με κόκκινη μελάνι στο βιβλίο που χα πριν λίγο καβατζώσει:
«Στον φίλο συν-bloger Vita Mi Barouak…»

ΥΓ. CK:«Στείλε μου εσύ τις φωτογραφίες και θα γράψω εγώ το άρθρο για την Κούβα!»

Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006

Ο παραμυθένιος βυθός No 3


(Ο παραμυθένιος βυθός Νο1)
(Ο παραμυθένιος βυθός Νο2)

Μπορεί να την είχαν δει σωτήρες και να είχαν αποφασίσει να πάνε στην Ποσειδωνία… ποιος όμως θα τους έδειχνε το δρόμο για κει; Ο γερο-κάβουρας έψαξε για εθελοντές αλλά δεν βρήκε κανένα… θύμα. Το μόνο που απέμενε λοιπόν ήταν να τους πάει στο μεταλλαγμένο φύκι, τη θαλάσσια γλιστρίδα.
Εκείνη που δεν μπορούσε να βάλει γλώσσα μέσα της, θα τους έδινε θαλασσινό χρησμό για το που βρισκόταν η Ποσειδωνία και το πως θα έβρισκαν το δρόμο του γυρισμού. Να όμως που η γλιστρίδα μιλούσε τόσο γρήγορα που ακόμα κι αν κατάφεραν να συγκρατήσουν τον δρόμο του "πήγαινε", ήταν αδύνατο να συγκρατήσουν το δρόμο του "έλα"…
«Καταλάβατε;», είπε η γλιστρίδα αφού τους τα ‘πε επί τροχάδην.
«Μήπως μπορείτε να μας τα πείτε άλλη μία φορά;», ρώτησε με σεβασμό η Σουπιά την μεγάλη ιέρεια και αγκάλιασε σφιχτά τον αγαπημένος της προσπαθώντας να ενώσει τις δυνάμεις του μαζί του.
Συγκεντρώθηκαν όσο περισσότερο μπορούσαν, ένωσαν το χτύπο των καρδιών τους και μόλις ακούστηκε η πρώτη φράση της γλιστρίδας, τους επισκέφτηκε ταυτόχρονα σαν υποθαλάσσιος κεραυνός μια πρωτόγνωρη ιδέα.
Η Σουπιά τυλίχτηκε γύρω απ το Βήτα κι έχυσε λίγο μελάνη, ενώ εκείνος που ‘ταν μανούλα στον προσανατολισμό, σήκωσε ένα βότσαλο από χάμω και με τα πλοκάμια της άρχισε να σχεδιάζει ένα χάρτη! Κι όταν τα λόγια της γλιστρίδας στέρεψαν, ο χάρτης είχε τελειώσει κι αυτό ήταν κάτι που χε συμβεί για πρώτη φορά στον κόσμο του βυθού. Συνδυάζοντας τη μελάνι και τα πλοκάμια της Σουπιάς, με την ικανότητα του Ιππόκαμπου στο προσανατολισμό είχαν γεννήσει κάτι νέο… Τον πρώτο χάρτη του βυθού, το πρώτο τους παιδί!

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έκαναν να φτάσουν στην Ποσειδώνια κι όταν πέρασαν το Δυτικό Κοράλι και κοίταξαν, αντίκρισαν εκατοντάδες αγκίστρια με λαβωμένα σκουλήκια, δίχτυα και βατραχανθρώπους να κυκλοφορούν τριγύρω. Τα ψάρια κρύβονταν κυνηγημένα από δω κι από κει. Μονάχα ο στρατός των σμέρνων κυκλοφορούσε ανενόχλητος σ αυτό το χάος.
Η γλιστρίδα τους είχε πει για ένα πέρασμα, σίρριζα στα βράχια και στην άμμο του βυθού, που αν το ακολουθούσαν θα τους έβγαζε στη βασιλική αίθουσα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν καλύτερο σχέδιο απ το να αιφνιδιάσουν τον Ποσειδώνα junior και να τον πιάσουν όμηρο. Για αντάλλαγμα θα ζητούσαν να πάρουν μαζί τους στην Ουτοπία, όποιους κατοίκους της Ποσειδώνας το επιθυμούσαν.
Ιππόκαμπος+Σουπιά vs Λευκό Καρχαρία;
Υπήρχε άραγε κάποιος σ ολόκληρο τον κόσμο του βυθού που να τόλμαγε να ποντάρει πάνω τους;!
Ο Ιππόκαμπος συμβουλεύτηκε τον χάρτη, έκανε νόημα στη Σουπιά και θαρρείς ταυτόχρονα μπήκαν στο πέρασμα του βράχου κι αφού σύρθηκαν για αρκετή ώρα έφτασαν μια σπιθαμή απ τη βασιλική αίθουσα. Κοίταξαν μέσα και είδαν το λευκό καρχαρία να χει αποκοιμηθεί στο θρόνο, με το ναργιλέ στο χέρι. Στα πόδια του κοιμόταν επίσης δυο ημίγυμνες καρχαριοπούλες και κανείς φρουρός δεν υπήρχε τριγύρω!

«Πάμε!», είπε αποφασίστηκα ο ιππόκαμπος κι όρμησαν καταπάνω του αλλά τότε ακούστηκε ένα δυνατό τράνταγμα στην πόρτα και μπήκε ο Θεός Ποσειδώνας με τη συνοδεία του!
«Με ζήτησες γι…»,πήγε να πει ο μουσάτος Θεός αλλά αντικρίζοντας τους εισβολείς σήκωσε τη χρυσή τρίαινα του κι ετοιμάστηκε να την εκσφενδονίσει προς το μέρος τους.
Ο Ποσειδώνας junior ξύπνησε απ τη βροντερή φωνή του πατέρα του και δίνοντας ένα τίναγμα πετάχτηκε πάνω! Μες τη βασιλική αίθουσα υπήρχαν πλέον τρεις λευκοί καρχαρίας, κι ένας Θεός με τη συνοδεία του, εναντίον του Ιππόκαμπου και της Σουπιάς που χαν αγκαλιστεί τόσο σφιχτά που νόμιζες πως είχες να κάνεις με ένα θαλάσσιο άλογο με πλοκάμια…
Υπήρχε μόνο μια ελπίδα! (Υπήρχε;) Ίσως αν έχυνε όλο το μελάνι που έκρυβε στο στομάχι της, να θόλωναν τα πάντα και να κατάφερναν να ξεφύγουν έξω απ το παλάτι. Βέβαια εκεί θα τους περίμεναν αγκίστρια, δίχτυα, τρίαινες βατραχανθρώπων… Όλοι περίμεναν από κάποιον άλλο να κάνει την πρώτη κίνηση και τότε ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος σαν έκρηξη ηφαιστείου. Δεκάδες μάτια αντάλλαξαν ματιές, το παλάτι ράγισε, η οροφή άνοιξε σαν κοραλλένιο καρπούζι και οι άκρες δέκα τεράστιων πλοκαμιών εισέβαλαν στην αίθουσα!!

Μα όχι, όχι αυτά που χαν αρπάξει την οροφή δεν ήταν πλοκάμια, ήταν δάχτυλα!

Δάχτυλα;! Μα ένας λευκός καρχαρίας δεν ξεπερνούσε σε μέγεθος ούτε το μικρότερο νύχι τους. Ο Ιππόκαμπος-Σουπιά γύρισε και κοίταξε με μιας τις δυο τεράστιες παλάμες και θυμήθηκε εκείνο που του είχε πει ο γεροκάβουρας:
«…έχεις και συ το βύσμα σου στον Πάνω κόσμο…»
Ο βασιλέας, η συνοδεία του ακόμα και ο Θεός Ποσειδώνας είχαν σαστίσει με τον απρόσκλητο επισκέπτη, είχαν σοκαριστεί κοιτάζοντας έντρομοι εκείνα τα δάχτυλα που βλέπω κι εγώ αυτή τη στιγμή να χτυπούν με τη μανία του Σοπέν τα πλήκτρα του keyboard!

H μια παλάμη χαμήλωσε και πλησίασε τον Ιππόκαμπο-Σουπιά κι εκείνος ακούμπησε μέσα της το χάρτη. Η παλάμη σήκώσε το χάρτη ψηλά, πολύ ψηλά, θαρρείς μπροστά στα μάτια που αυτή τη στιγμή κοιτάνε τα γράμματα που γεννιούνται χορεύοντας πάνω στην οθόνη. Η άλλη παλάμη με μια απότομη κίνηση μάζεψε όλα τα «καλά ψάρια» της Ποσειδώνας στη χούφτα της. Έπειτα χτύπησε με τη γροθιά της το βυθό δυνατά, τα κοραλλιά τραντάχτηκαν, έσπασαν και διασκορπίστηκαν παντού. Κι όταν ακούμπησαν χάμω στο βυθό, σχημάτισαν ένα κοραλλένιο δρόμο, δρόμο ψηφιδωτό. Ο Ιππόκαμπος-Σουπιά χαμογέλασε και ξεκίνησε πρώτος, ενώ από πίσω του ακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι. Ήξεραν ότι το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να ακολουθήσαν τον κοραλλένιο δρόμο για την Ουτοπία, χωρίς να έχουν να φοβηθούν τίποτα. Είχαν για ομπροσθοφυλακή τους τα δέκα δάχτυλα…

ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΣΕ ΕΚΣΤΑΣΗ!

Σάββατο βράδυ στο ρετιρέ μιας ψιλόλιγνης πολυκατοικίας της Ξεσαλονίκης.
Ένας Στέλιος, δύο Κατερίνες καμιά 50αρια τρελόπαιδα και lets… Party!
Το είχα μυριστεί απ τις 23:00 ότι θα γινόταν του… Δαφνιού το κάγκελο! Το κατάλαβα όταν είδα στο τραπέζι να στριμώχνονται επικίνδυνα τα μπουκάλια με το αλκοόλ, όταν αναγνώρισα πολλούς που έσταζε μέσα στο αίμα τους το αίμα του Θεού Διόνυσου!
Μα πάνω απ όλα γιατί το ταβάνι είχε διαβρωθεί και φαινόταν τα σίδερα του μπετόν πάνω απ τα κεφάλια μας. Ήμασταν στο «13 όροφο πάνω απ τη γη» κι όμως αισθανόμασταν underground!

Κι όταν στην πόρτα μας κατέφθασαν για τρίτη φορά οι μπάτσοι, τεσσεράμισι το πρωί, τότε επέλεξε ο DJ να βάλει την «Φρουτοπία» και γίναμε όλοι μια αγκαλιά, ένα ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΣΕ ΕΚΣΤΑΣΗ!

«Είναι μία, μόνο μία… Ονειρεμένη Φρουτοπία!! Είναι μία, μόνο μία… Ονειρεμένη Φρουτοπία!!»

ΥΓ. Ήταν λίγο «Ποπ κορν» πριν το «Βυθό Νο 3». Στα της Θεσσαλονίκης θα επανέλθω σύντομα…

Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006

Ο Παραμυθένιος Βυθός Νο2


(Ο Παραμυθένιος Βυθός Νο1)

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες ταξίδευαν ο ιππόκαμπος και η σουπιά που ήταν ανεβασμένη στη ράχη του. Καθ όλη τη διάρκεια της διαδρομής αντάλλαξαν χιλιάδες σπινθηροβόλες ματιές αλλά δεν είπαν ούτε μια λέξη. Κι αυτό γιατί βάση όσων είχαν προφητέψει οι σοφές γαρίδες, όταν κάποιος έσπαγε έναν από τους τρεις κανόνες, οι άνθρωποι θα ξαναγυρνούσαν στην μυθική Ποσειδωνία και θα έσπερναν τον τρόμο και το θάνατο. Η σιωπή ήταν η αυτοτιμωρία τους…
Οι ώρες σιωπής δεν κράτησαν όμως για πολύ. Γιατί εκεί που κολύμπαγαν σύριζα σ ένα ύφαλο, είδαν σε απόσταση λίγων μέτρων να πλησιάζουν απειλητικά τα δίχτυα μια ψαρότρατας. Ο Άλφα έστριψε απότομα κι έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση αλλά λίγο πιο πέρα αντίκρισαν τον στρατό των σμερνών σε πλήρη εξάρτηση να πλησιάζει. Τα έχασαν! Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, ήταν να διαλέξουν τον τρόπο που θα πέθαινε η αγάπη τους…
«Και τώρα τι κάνουμε;», αναρωτήθηκε σπάζοντας τη σιωπή τους, η Σουπιά.
Ο Ιππόκαμπος έψαξε με μιας όλο το οπτικό του πεδίο και κοντά στο βυθό εντόπισε μια βύνη.
«Η βύνη της Κασσάνδρας!», είπε. «Ας προσπαθήσουμε, να μπούμε μέσα…»
«Μα η βύνη της Κασσάνδρας, οδηγεί στην Κασσάνδρα!», ψιθύρισε έντρομη η Σουπιά.
Οι σοφές γαρίδες έλεγαν ότι η Κασσάνδρα ήταν ο… άλλος κόσμος των ψαριών, κάτι σαν την Κόλαση και τον Παράδεισο, δύο σε ένα.
«Αν μείνουμε εδώ θα πάμε στην Κασσάνδρα έτσι κι αλλιώς…», συμπλήρωσε ο Ιππόκαμπος και κάνοντας μια απότομη βουτιά, εισέβαλαν στην καρδιά της βύνης!
Στροβιλίστηκαν, ξαναστροβιλίστηκαν, ματαξαναστροβιλίστηκαν ώσπου ένοιωσαν ένα μεγάλο τράνταγμα, πόνεσαν και κατάλαβαν ότι είχαν πιάσει πάτο!

«Χε, χε… Πγώτη φογά βλέπω κάποιους να χτυπάν ταυτόχγονα στο βυθό!», άκουσαν μια ψευδή φωνή να λέει.
Γύρισαν και κοίταξαν… Ήταν ένας κατακόκκινος γερο-κάβουρας.
«Μα… που βρισκόμαστε, είμαστε ζωντανοί;», ρώτησαν.
«Καλώς ήγθατε στην Ουτοπία φίλοι μου! Μαξ, κέγνα τα παιδιά!»
Ο Μαξ, ένα χταπόδι με πρόσωπο αχινού, έφερε δύο κοχύλια γεμάτα μ ένα πράσινο υγρό και τους έδωσε να πιουν.
«Μα… δεν είναι εδώ η Κασσάνδρα;! Οι σοφές γαρίδες λεν πως η Ουτοπία είναι ένας μύθος…»
«Οι σοφές γαγίδες;… Ας γελάσω! Μ αυτές τγώνε και πίνουν στο παλάτι του βασιλιά, τι άλλο θα έλεγαν;… Και σε είχα για έξυπνο θαλασσινό, Ιππόκαμπε…»
Ο κάβουρας τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν και τους ξενάγησε στην Ουτοπία, την πιο όμορφη πολιτεία ψαριών, που είχαν δει ποτέ. Εκεί είδαν πλάσματα που δεν τα χωρούσε η φαντασία τους. Καβουροσαλάχια, καρχαριοχελόνες, τσουχτρομαλάκια, μοναχουσγοβιούς....
«Ο τόπος μας έχει δημιουργηθεί από φυγάδες της Ποσειδωνίας...», τους έιπε. «Εδώ ζουν θαλασσινά που είναι γεννημένα για να σπάνε κανόνες… όντα που έχουν αφιερωθεί στην εξέλιξη!»
Ο ιππόκαμπος και η σουπιά κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. Ήταν ο τέλειος τόπος για να σπείρουν την αγάπη τους...

Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στην Ουτοπία, στην Ποσειδωνία ο βασιλέας είχε συγκάλεση γενικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν οι σοφές γαρίδες και όλοι οι κοπρίτοκεφαλοι φίλοι του. Μετά από διαβουλεύσεις ωρών, διαφωνίες και σφαλιαρίσματα, ο Ποσειδώνας junior χτύπησε κάτω το σκήπτρο του και βροντοφώναξε τα εξής:
«Θα έρθω σε άμεση συνεννόηση με τους ανθρώπους, για να επιτεθούν με τα καΐκια τους! Ο χρησμός το λέει ξεκάθαρα, πως όταν κάποιος σπάει τους κανόνες είναι αναπόφευκτο να συμβεί κάτι τέτοιο…» Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν έντρομοι. «Τι με κοιτάτε έτσι ζωντόβολα;! Είναι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσουμε την τάξη!» Έπειτα γύρισε στο σαλάχι, τον προσωπικό του μπάτλερ και του είπε: «Κάρολε… φέρε από μέσα το χρυσό τηλέφωνο, σε παρακαλώ. Θέλω να τηλεφωνήσω στον μπαμπά!»
Κι έτσι λοιπόν, λίγες μέρες αργότερα έφτασαν τα νέα στην Ουτοπία, πως οι άνθρωποι είχαν εισβάλει στην Ποσειδωνία και η ψυχή του Άλφα μαύρισε σαν το μελάνι της αγαπημένης του.
«Πρέπει να κάνουμε κάτι, για να τους σώσουμε…», είπε στο γέρο κάβουρα.
«Το μόνο που μπογούμε να κάνουμε είναι… να πάει κάποιος, να τους πάγει από εκεί και να τους φέγει εδώ…»
«Γιατί με κοιτάς γερο-κάβουρα μ αυτό το ύφος; Ψάχνεις εθελοντή ή θύμα;»
«Εθελοντή φυσικά… Είσαι μέσα;»
«Θέλει ρώτημα;…»
«Ωραία λοιπόν, πήγαινε πες το και στην σουπιά και φεύγετε αμέσως…»
«Αυτό αποκλείεται, η Άλφα θα μείνει εδώ!»
«Δυστυχώς μόνο οι δυο μαζί μπογείτε να τα καταφέγετε. Άκουσε με, κάτι ξέρει ο γεγο-κάβουγας…»
«Και καλά να τα βάλουμε με το βασιλέα και τους δικούς του… Με τους ανθρώπους και τον Ποσειδώνα ποιος θα τα βάλει;!»
«Αυτό δεν είναι κάτι που πγέπει να σε απασχολεί… Ας πούμε ότι έχεις και συ το βύσμα σου στον Πάνω κόσμο…»
Αυτά είπαν ο γεροκάβουρας με τον ιππόκαμπο κι αμέσως μετά ο Βήτα πήγε, βρήκε τη Σουπιά και της τα είπε χαρτί και (ψητό) καλαμάρι. Το συζήτησαν, σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν και τελικά αποφάσισαν να το κάνουν! Εξάλλου για ότι συνέβαινε στην Ποσειδωνία, έφταιγε ο έρωτάς τους…
Συνεχίζεται…
(Μην ανησυχείτε, το επόμενο θα είναι το καταληκτικό χτύπημα!)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2006

O παραμυθένιος βυθός


Μια φορά κι ένα καιρό, εκατοντάδες μέτρα βαθιά στα καταγάλανα νερά του Ιονίου υπήρχε μια μυστηριώδης πολιτεία, γνωστή και ως Ποσειδωνία. Εκεί ξαπόσταιναν οι κυνηγημένες απ τους ψαράδες τσιπούρες, εκεί ερωτοτροπούσαν τα δελφίνια, εκεί άλλαζαν κουστούμι οι αχινοί και τόσοι άλλοι. Με άλλα λόγια ήταν ο επί της… θαλάσσης παράδεισος των ψαριών!
Κουμάντο στον παραμυθένιο βυθό έκανε το μοναδικό εξώγαμο του Θεού Ποσειδώνα, ο Ποσειδώνας junior, ο λευκός καρχαρίας. Οι άνθρωποι δεν πλησίαζαν σε εκείνα τα μέρη, αφού ο junior βασιλέας της Ποσειδωνίας, τους δωροδοκούσε με προσφορές κοραλλιών και σμαραγδιών.
Ο βασιλέας και η παλιοπαρέα του (οι μεγαλοκαρχαρίες, οι σμέρνες, τα σκυλόψαρα και τα πιράνχας) ζούσαν σ ένα μεγάλο παλάτι χτισμένο απ’ τα πιο όμορφα κοράλλια του βασιλείου και απολάμβαναν μυθικά γεύματα. Στα βράχια γύρω απ το παλάτι ζούσαν όλοι οι υπόλοιποι φτωχοί συγγενείς και απολάμβαναν ψωμί κι ελιά με Ποσειδώνα βασιλιά.
Όλα κύλαγαν ήρεμα σε εκείνη την πολιτεία, όπου ίσχυαν τρεις κανόνες που δεν έπρεπε να παραβεί κανείς. Διαφορετικά θα γινόταν φιλέτο σε κονσέρβα που θα εξάγονταν στους ανθρώπους!
Κανόνας Νο 1: Κανένας δεν πρέπει να αμφισβητεί τις αποφάσεις, όσων ζούνε μες το παλάτι.
Κανόνας Νο 2: Κάθε μήνα τα ψάρια εκτός του παλατιού, όφειλαν να προσφέρουν φόρο το μισό της λείας τους, σε εκείνους μες το παλάτι.
Κανόνας Νο3: Για κανένα λόγο δεν έπρεπε να συναναστρέφονται και να συνεργάζονται δύο ή περισσότερα θαλασσινά που ανήκαν σε διαφορετικό είδος.

Δυστυχώς όμως οι καρδιές των ψαριών έχουν διαφορετική γνώμη απ τους κανόνες που φτιάχνου τα μυαλά τους. Κι έτσι κάπως ένα απόγευμα που ο ήλιος κρύφτηκε στα σπλάχνα της θάλασσας και την έβαψε κόκκινη, μια νεαρή σουπιά, γνωστή στα πέριξ της Ποσειδωνίας και ως Άλφα η αλανιάρα, κρυφοκοίταγε πίσω απ ένα βράχο τον ψαρο-σφαιρικό αγώνα μεταξύ των αρσενικών και θηλυκών ιππόκαμπων. Βλέπετε η μικρή μας σουπιά, ήταν ξετρελαμένη με τον επιθετικό των αρσενικών, τον Βήτα, τον κατάλευκο Ιππόκαμπο…
Δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι του έβρισκε, εξάλλου ανφάς έμοιαζε με οδοντογλυφίδα. Όλη η χάρη του ήταν όμως στο προφίλ του, καθώς θύμιζε το μακρινό ξαδερφάκι του το άλογο. Έπρεπε πάση θυσία να τον προσεγγίσει! Τι κι αν ο Κανόνας Νο 3 το απαγόρευε ρητώς;…


Ήταν της πάσης γνωστό, ότι στο τέλος του μήνα θα γινόταν ο μεγάλος τελικός μεταξύ της ομάδας των αρσενικών ιππόκαμπων του Δυτικού Βράχου με την ομάδα των θηλυκών του Πέρα Κοραλλιού. Ήταν μεγάλο γεγονός αυτό για την Ποσειδώνια. Ο ίδιος ο Ποσειδώνας junior, μαζί με όλα τα τσιράκια του θα παρακολουθούσαν το ματς, μαζί και 111 παρθένες κουτσουμούρες που θα φρόντιζαν να ικανοποιήσουν τις γευστικές τους ορέξεις. Στον junior όμως δεν έφτανε το ματς, ούτε οι παρθένες λιχουδιές, ήθελε και τσιρληντερς για το ημιχρόνιο…

Μόλις η Άλφα, η σουπιά είδε την αγγελία, έτρεξε να δηλώσει συμμετοχή. Ήταν άλλωστε το μεγαλύτερο ταλέντο της Ποσειδωνίας στο χορό και στο θέατρο και όπως ήταν φυσικό, δεν δυσκολεύτηκε να μπει στις τσιρλήντερς.
Έφτασε λοιπόν το τέλος του μήνα, το ματς ξεκίνησε κανονικά και στο ημίχρονο του αγώνος βγήκε και χόρεψε μαζί με τις υπόλοιπες. Ήταν τόσο υπέροχη, τόσο σαγηνευτική, μια θαλάσσια Σαλώμη που έκανε τον Ποσειδώνα junior να μαγευτεί με την ομορφιά της! Να ‘ταν όμως μονάχα αυτός που μαγεύτηκε;… Ο κατάλευκος ιππόκαμπος, ο πεισματάρης Βήτα, έχασε το μυαλό του με τη πανέμορφη σουπιά. Ο Βήτα πρόσεξε ότι η Άλφα τον κοίταγε αλλά δεν τόλμησε να την πλησιάσει μετά τον αγώνα. Γνώριζε καλά ότι αν έσπαγε τον τρίτο κανόνα, θα γινόταν αυτομάτως μεζές κάποιου ανθρώπου ή στην καλύτερη, του Ποσειδώνα junior, οπότε γύρισε σπίτι του με σκυμμένο κεφάλι.
O κανόνας όμως δεν ίσχυε για όλους! Κι αυτό γιατί το επόμενο βράδυ έφτασε στο σπίτι της όμορφης σουπιάς επιστολή με τη σφραγίδα του βασιλέως που της ζητούσε να πάει να τον συναντήσει στο παλάτι. Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα, έφτασαν λοιπόν και στ’ αυτιά του ιππόκαμπου Βήτα και τον έκαναν να βγει απ τη σέλα του, τρελάθηκε!
«Και γιατί αυτός και όχι εγώ!», μονολόγησε ο ερωτευμένος ιππόκαμπος και πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Αφού τολμάει ο junior να σπάει τους κανόνες, θα τους σπάσω κι εγώ!»,

Το ίδιο βράδυ οι σμέρνες χτύπησαν την πόρτα του πατρικού της Άλφα για να την παραλάβουν. Τότε, ο ερωτευμένος ιππόκαμπος που παραμόνευε κρυμμένος πίσω απ ένα βράχο, όρμησε μέσα στο σπίτι απ το παράθυρο, πλησίασε την Άλφα κι αφού της ζήτησε να καβαλήσει την πλάτη του, έφυγε σβέλτα από κει που χε μπει. Οι σμέρνες τους κυνήγησαν αλλά δεν κατάφεραν να τους προφτάσουν, αφού εκτός από την εκπληκτική ταχύτητα του Βήτα, η λατρεμένη του σουπιά άφησε πίσω τους μια σεβαστή ποσότητα μελανιού…
Όταν ανακοινώθηκαν τα νέα στο βασιλιά, η λαίμαργη καρδιά του πήγε να εκραγεί.
«Συγκεντρώστε όλες τους μεγαλοκαρχαρίες, τις σμέρνες και τα πιράνχας της Πoσειδωνίας!», βροντοφώναξε. «Ο ιππόκαμπος Βήτα και η σουπιά Άλφα έσπασαν τον τρίτο κανόνα! Θέλω να μου τους σερβίρετε ξεροψημένους στη μεγάλη πιατέλα, μέχρι αύριο το απόγευμα!»

συνεχίζεται…

Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2006

Ατομικός Προϋπολογισμός Νοεμβρίου

Μου έχουν απομείνει 380 € για να περάσω το υπόλοιπο του μήνα και σήμερα είναι Σάββατο 18/11, σωστά; Σωστά τα λες Barouak, προχώρα.
Επίσης έχω απλήρωτους τους παρακάτω λογαριασμούς:
ΔΕΥΑΠ= 10€
ΟΤΕ=105€
ΔΕΗ=51€
Δόση αυτοκινήτου=125€
Σήμα αυτοκινήτου=168€
Σύνολο=459€

Εντωμεταξύ ένας καλός μου φίλος, σιδεράς στο επάγγελμα αλλά εξαιρετικός σινεφίλ και μέγας υποστηρικτής της κινηματογραφικής τέχνης, κάλεσε εμένα και μερικούς φίλους να ανταμώσουμε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.

Χμμμ… Στην αρχή είχα δίλημμα αλλά τράβηξα το χασαπομαχαίρο και χαράκωσα θανάσιμα τον ποσοτικό ορθολογισμό που ανάβλυζε απ τη σκέψη μου. Κι έτσι κάπως, δεδομένου ότι ο νεκρός μας άφησε χρόνους, αποφάσισα να λειτουργήσω σουρεαλιστικά. Την πέμπτη το πρωί θα φορέσω το μουστάκι του Νταλί και θα ανέβω στο τρένο…

ΥΓ. Αν υπάρχεις Εσύ εκεί ψηλά, σου γνωστοποιώ ότι βαδίζοντας στα πεζοδρόμια της Θεσσαλονίκης θα σέρνω το βλέμμα μου χάμω. Τί ναι για σένα να βάλεις στο διάβα μου ένα πεντακοσαρικάκι;…

Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

Η Ελεύθερη Έκφραση στο Γύψο!



Ο Λαλιώτης, η Δαμανάκη, ο Τζουμάκας, ο Ανδρουλάκης ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο εκείνες τις μέρες. Άραγε ονειρεύονταν τότε να χτίσουν τον κόσμo μας, όπως τον έχτισαν; Έτσι θα καταντήσουμε κι εμείς; Εμείς που δεν είχαμε Πολυτεχνεία, εμείς που είχαμε μόνο την προοδευτική σκέψη;

Αλήθεια πώς θα γίνουμε όταν περάσουν τα χρόνια; Θα μπούμε κι εμείς μέσα στην κονσέρβα, θα πασπαλιστούμε με συντηρητικά και θα στριμωχτούμε ο ένας δίπλα στον άλλο, έτοιμοι να αντικατασταθούμε, να καταναλωθούμε, να φαγωθούμε;…

Μιλάνε για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία, μιλάνε για το άσυλο… Πολύ πιθανό να έχουν δίκιο αλλά εμένα αυτό που με απασχολεί είναι να πάψουν να με ραντίζουν με «συντηρητικά». Με έχετε πακετάρει επαγγελματικά, ενδυματολογικά, επικοινωνιακά, εκφραστικά τουλάχιστον αφήστε με να σκέφτομαι ελεύθερα…

Επιτρέψτε στη σκέψη μου να είναι ένα μικρό Πολυτεχνείο…

ΥΓ.Πάλι καλά που υπάρχουν και όλοι αυτοί που ήταν στο Πολυτεχνείο αλλά δεν κονσερβοποιήθηκαν! Είναι το πρότυπό μου…

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

Τρέξε, τρέξε οδηγέ…

Μιξάραμε ανατολή και δύση μουσικά και αλκοολικά και στήσαμε μεγάλο γλέντι. Δεν πέρασε όμως πάνω από μισή ώρα και χτύπησε πάλι το κουδούνι. Ήταν φυσικά ο κουτσοδόντης γείτονας, ο αρχη-ξενερουά της πολυκατοικίας…
«Αν δεν σταματήσετε, θα τηλεφωνήσω στην αστυνομία!», είπε προβάλλοντας για εκφοβισμό την αποδεκατισμένη οδοντοστοιχία του. «Η ώρα είναι περασμένη, θέλω να κοιμηθώ!»
Δεν πα να φέρεις και την αντιτρομοκρατική σκέφτηκα αλλά αντί αυτού είπα με ύφος ώριμου πρόσκοπου: «Μας συγχωρείτε κύριε Κώστα, θα σταματήσουμε αμέσως!»
Κι έπειτα γυρνώντας στους υπόλοιπους τρεις της παρέας:
«Και τώρα;…»
«Άκουσα ότι έχει πάρτυ στο PLAZA…», πετάχτηκε ο Σπύρος, ο άνθρωπος χαμόγελο, ο άνθρωπος γοριλάκι, εκείνος που συνήθιζε να έχει το περισσότερο ποσοστό αλκοόλ στο αίμα, απ όλους στην παρέα.
«Φύγαμε!», είπαμε όλοι οι υπόλοιποι σαν χορός αρχαίας τραγωδίας και βρεθήκαμε με μιας να τραγουδούμε αγκαλιασμένοι στο δρόμο.
Ο Σπύρος, προσπαθούσε να καβαλήσει παρκαρισμένα αυτοκίνητα και ν’ ανέβει στην οροφή τους αλλά εγώ που ήμουν κάπως καλύτερα, τον συγκρατούσα. «Άσε με ρε μαλάκα!», μου λέγε αυτός ψιθυριστά κι έπειτα βάζοντας όλη την ένταση της φωνής του: «Να πεθάνει ο χάρος!!! Ακούτε ρε μαλάκες;… Να πεθάνει ο παλιόπουστας!»
Κάποιος ξέρναγε, κάποιος τραγουδούσε, κάποιος άλλος πείραζε τους περαστικούς ή μάλλον καλύτερα, μονάχα τις περαστικές. Με τα χίλια ζόρια κατάφερα να τους μαζέψω σ ένα κύκλο:
«Θα μπείτε στ αμάξι να φύγουμε, επί τέλους;!»
Εντάξει μου απάντησαν και κάθισαν οι δύο μπρος, κι εγώ με το Σπύρο στο πίσω κάθισμα. O Νίκος, ο σουρωμένος σοφέρ μας, πάτησε γκάζι, μύρισε καμένη βενζίνη και λάστιχο, ταξιδέψαμε πάνω στην άσφαλτο, βγήκαμε έξω απ’ την πόλη…
«Μήπως πρέπει να πάμε το Σπύρο σπίτι;», αναρωτήθηκε ο Νίκος πίσω απ το τιμόνι.
«Δεν είσαι καλά…» πετάχτηκε ο Σπύρος. «Ο κόσμος να χαλάσεί, εγώ θα πάω στο PLAZA! Αν δε γαμήσω σήμερα, δε θα γαμήσω ποτέ!», πρόσθεσε παθιασμένα κι άρπαξε το μπουκάλι με το ρακί απ’ τα χέρια μου, το ήπιε με μια ρουφηξιά και το πέταξε έξω, το έκανε θρύψαλα…
110,120,130 η μουσική τρύπαγε τα τύμπανα, τα φρένα έτριζαν στις κλειστές στροφές, δέντρα και κολονάκια χάνονταν αστραπή απ’ τα μάτια μας, άρχισα να φοβάμαι…
«Τρέξε, τρέξε οδηγέ, για να τους περάσουμε!…», τραγουδούσε στο ρυθμό της μουσικής ο Σπύρος, που χε ταξιδέψει πίσω σε κάποια σχολική εκδρομή.
140,150,160, απότομο φρένο, αριστερά, δεξιά, πάλι φρένο, γκάζι και πάλι γκάζι.
Σε μια αριστερή κλειστή στροφή οι ρόδες έτριξαν. Εγώ κι ο Σπύρος κοιταχτήκαμε ανήσυχα αλλά ο πιωμένος οδηγός έσπευσε να μας καθησυχάσει «Ξέρω τ’ αμάξι, καλύτερα κι απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό…», μας είπε.
Στην αμέσως όμως επόμενη στροφή η πίσω ρόδα δεν άντεξε τόσο μεγάλη πίεση και γλίστρησε!
Το αυτοκίνητο ξέφυγε απ’ τον έλεγχο του οδηγού και ξεκίνησε τρελές περιστροφές γύρω απ’ τον άξονα του. Δέντρα, κολωνάκια, πεζοδρόμια, σίφουνας να στροβιλίζεται. Έκανα να αρπάξω το μπράτσο του Σπύρου αλλά τράνταξε ολόκληρο το σύμπαν και μπλέχτηκα μες στις ξεχαρβαλωμένες λαμαρίνες και στα θρυμματισμένα τζάμια!
Σκούπισα τα μάτια μου που χαν γεμίσει αίματα. Γύρισα και αντίκρισα δίπλα μου το κεφάλι του Σπύρου, σφηνωμένο ανάμεσα στις λαμαρίνες και στον κορμό του δένδρου που είχε σταματήσει την τρελή μας πορεία. Τα ορθάνοιχτα μάτια του είχαν μόλις γλιστρήσει στο βούρκο της ανυπαρξίας…

YG. Πίνακας του Jensen

Σάββατο, Νοεμβρίου 11, 2006

Το Ένστικτο του Σκύλου...

Στο υπόγειο της πολυκατοικίας που μένω, εκτός από κατσαρίδες, ποντικάκια κι ένα ζευγάρι Ρουμάνων μεταναστών μένει κι ένα κατάλευκο λυκόσκυλο. Πριν από λίγο το άκουσα μες απ το φωταγωγό να κλαίει σπαραχτικά και θυμήθηκα εκείνο που μου χε πει τις προάλλες, η Ρουμάνα συγκάτοικός του:
«Κλαίει όταν ακού σειρήνα νοσοκομειακό… κάτε φορά, κάτε φορά!»
Συγκεντρώθηκα και πραγματικά άκουσα αχνά, σχεδόν ανεπαίσθητα την σειρήνα του νοσοκομειακού να ωρύεται λίγα τετράγωνα πιο πέρα . Θυμήθηκα επίσης, ότι μου είχε ακόμα πει ότι όταν ακούει σειρήνα περιπολικού, λουφάζει…

ΥΓ. Δεν είχα φωτογραφία του ίδιου κι έβαλα τη φώτο ενός τρίτου του ξαδέρφου απ την Τσεχία…

Σάββατο, Νοεμβρίου 04, 2006

"Στη Νέα Υόρκη... δεν έχουμε Τέχνη!"


«Στη Νέα Υόρκη έχουμε καλλιτέχνες, αλλά δεν έχουμε τέχνη! Ένα πρόσωπο μόνο του δεν μπορεί να κάνει τέχνη… Εξαρτάται πάρα πολύ από το να υπάρχει η δυνατότητα ανταλλαγής ιδεών με τους άλλους!»


Αυτά έγραψε κάποτε ο Μαξ Έρνστ αναφορικά με τη ζωή του στην Αμερικανική μεγαλούπολη. Ήταν λίγα χρόνια αφότου οι ναζί εισέβαλαν στο Παρίσί και τα μέλη του Σουρεαλιστικού Κινήματος που δραστηριοποιούνταν εκεί, αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν...

Τετάρτη, Νοεμβρίου 01, 2006

Απ τον Μπονουέλ στον Δρακουμέλ Νο2

(Απ τον Μπονουέλ στον Δρακουμέλ Νο1)

Ο Μητσοτάκος σήκωσε το γερασμένο βλέμμα του και με κοίταξε κατάματα:
«Είσαι ακόμα άνεργος;», ρώτησε.
«Γι αυτό με φώναξες;»
«Σήμερα το πρωί δέχθηκα το βιογραφικό σου…»
Πράγματι πάνω στο τραπέζι, δίπλα στα μακριά του δάχτυλα βρισκόταν το βιογραφικό μου. Ο Μητσοτάκος σηκώθηκε και με έπιασε στοργικά απ τους ώμους λες και ήμουν ο εγγονός του, ο Δρακουμέλ ο junior.
«Κοίταξε Vita Mi, υπάρχει μια καλή δουλειά…»
«Τι δουλειά;»
«Θα χει πολύ καλά λεφτά, θα έχεις κοινωνική θέση και δύναμη…»
«Θα μου πεις άνθρωπέ μου τι δουλειά ή θα τα κάνω εδώ μέσα λαμπόγυαλο;!»
Ο Μητσοτάκος σήκωσε εκνευρισμένος τα φρύδια αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Πλησίασε στον αντικρινό τοίχο, άρπαξε τη μια γωνιά με τη χερούκλα του και δίνοντας του μια με όλη του τη δύναμη, ο τοίχος γλίστρησε σαν συρόμενη πόρτα και από πίσω του αποκαλύφθηκε το αμπάρι ενός πλοίου του μεσαίωνα!

Σκοτάδι, υγρασία, ένα ταμπούρλο χτυπούσε ρυθμικά. Σε απόσταση λίγων μέτρων ξεκινούσαν σειρές με κουπιά και ανθρώπους που τα τράβαγαν στο ρυθμό που έδινε το ταμπούρλο. Τα κουπιά και οι άνθρωποι συνεχίζονταν προς τα πίσω, μέχρι το βάθος του σκοτεινού ορίζοντα που στολιζόταν κατά μήκος από πυρσούς.
Νοικοκυρές με τσεμπέρι στο μαλλί, βρομύλοι οδοκαθαριστές, τρέντυ γκομενάκια, σφίχτερμαν, δάσκαλοι, γκαρσόνια και ιδιωτικοί υπάλληλοι με φτωχικά, λαμπερά, κομψά και άκομψα ρούχα με ξανθά, καστανά και καραφλέ μαλλιά…
Ο Μητσοτάκος ακούμπησε πάνω στο γραφείο δύο κούκλες κι ένα αριθμητικό άβακα.
«Η δουλειά σου είναι να μετράς τους χτύπους του ταμπούρλου που παίζει ο κύριος τραπεζίτης.»
Γύρισα, κοίταξα τον τραπεζίτη και αντίκρισα ένα γορίλα να μου χαμογελά φορώντας ένα σμόκιν κι ένα ημίψηλο καπέλο στο κεφάλι, ένα καπέλο που θα μπορούσε να φορά μονάχα ο Διονύσιος Σολωμός.

«Κι όταν μετρήσεις 1000 κουπιές, πρέπει να σταματήσεις και να τους παίζεις κουκλοθέατρο για 3 λεπτά ακριβώς. Χρειάζονται και διασκέδαση. Πρόσεξε όμως μην ξεχαστείς, 1000 ακριβώς χτύπους, γιατί στους 1001 θα χάσουν την υψηλή τους παραγωγικότητά και απ τους 1005 και πάνω, μπορεί να κηρύξουν μέχρι κι επανάσταση… Πρόσεξε επίσης να τους παίξεις 3 μονάχα λεπτά κουκλοθέατρο γιατί αν το παρακάνεις, ο κύριος τραπεζίτης θα χρησιμοποιήσει το κεφάλι σου για ταμπούρλο την επόμενη φορά. Λοιπόν;…»
«Κι αν αρνηθώ!»
«Τότε σε περιμένει μια θέση στο κουπί…»
«Μα εγώ θέλω μονάχα την μπάλα μου…»
«Την μπάλα σου ε; Γαλάζια παιδιά! Γαλάζια παιδιά!», φώναξε με αυστηρό τόνο ο Μητσοτάκος και τότε η μπρούτζινη πόρτα άνοιξε και μπήκαν τρέχοντας οι δυο τύποι με το ξυρισμένο κεφάλι.
Ο ένας απ αυτούς κρατούσε την μπάλα μου. Θύμωσα! Με μια στριφογυριστή κλωτσιά θα τους έκανα ντόμινο. Μπα; Την είχα κάνει από κούπες…
«Την μπάλα ξέχνα τη, πεινάω…», είπε τότε ο Μητσοτάκος κι αφού άνοιξε το στόμα του που έγινε μεγάλο σαν άνοιγμα σπηλιάς, έκανε μια απότομη κίνηση και κατάπιε την μπάλα αμάσητη. Έπειτα γύρισε και μου είπε:
«Λοιπόν, πρέπει να διαλέξεις… Τον άβακα ή το κουπί;»

Αισθανόμουν αναποφάσιστος. Κοίταξα μια τον αριθμητικό άβακα, μια τις ιδρωμένες φάτσες, ξανά τον άβακα, ξανά τις εξαντλημένε φάτσες…
«Λοιπόοον;!», είπε ο Μητσοτάκος και οι δυο γαλάζιοι κινήθηκαν ελαφρώς προς το μέρος μου, κοιτώντας με απειλητικά. «Λοιπόοοοοοοοο…»
Αυτή τη φορά όμως ο Μητσοτάκος άνοιξε τόσο πολύ το στόμα του για να πει αυτό το λοιπόοοοον, που χωρίς δεύτερη σκέψη έδωσα μια και πήδηξα μέσα στο στόμα του!
Από εκεί δεν δυσκολεύτηκα να γλιστρήσω στον οισοφάγο τους και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω βρέθηκα στο στομάχι του, όπου και βρήκα την πολυαγαπημένη μου μπαλίτσα! Έμεινα για λίγο σκεφτικός ακούγοντας τον απ έξω πανζουρλισμό και συνειδητοποίησα ότι είχα τέσσερις επιλογές για βγω από κεί μέσα.
Πρώτη να ακολουθήσω τον ποταμό των ούρων, δεύτερη να ακολουθήσω την καφέ λάβα που έρεε, τρίτη να προσπαθήσω να βγω από το στόμα του και τελευταία και καταϊδρωμένη, να μείνω εκεί μέσα παίζοντας μπάσκετ, μέχρις ότου τα κακαρώσει ο Μητσοτάκος κι έπειτα βγω με την ησυχία μου.

Όχι βρε ο Vita Mi δεν είναι χέστης κι έτσι έδωσα μια και σκαρφάλωσα στα πνευμονία του. Εκεί τον γαργάλησα για λίγο κι έπειτα αισθάνθηκα ένα μεγάλο φτέρνισμα να πλησιάζει. Έτσι κι έγινε. Ο Μητσοτάκος φταρνίστηκε με όλη του τη δύναμη κι εγώ εκσφενδονίστηκα έξω απ το στόμα του μαζί με την μπάλα μου.
Κι απ την ώθηση που χα, πέταξα έξω απ το παράθυρο του παλατιού, πέταξα πάνω, ψηλά στα σύννεφα κι άρχισα να περιστρέφομαι γύρω απ τη γη σαν κομήτης και να παρατηρώ μια-μια τις χώρες. Το Ιράκ, το Αφγανιστάν, την Ελλάδα, τη Σομαλία, τις ΗΠΑ, το Κογκό, τη Σριλάνακα, κι άλλε ς πολλές… Κι ακόμα πετώ ανάμεσα στα σύννεφα κι ονειρεύομαι, ονειρεύομαι χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους πιασμένους χέρι-χέρι και η γη να γυρίζει, κι εγώ να περιστρέφομαι γύρω της σαν το ηλεκτρόνιο στον πυρήνα και δεν σκοπεύω να σταματήσω να ονειρεύομαι ποτέ…

ΥΓ. Πιθανές ομοιότητες με καταστάσεις και πρόσωπα της πραγματικότητας είναι φυσικά τυχαίες. Εννοείται… ;)

Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006

Απ τον Μπονουέλ στον Δρακουμέλ...



Βρισκόμουν σε μια αλάνα και κρατούσα μια μπάλα του μπάσκετ. Σήκωσα τα μάτια απ το κοκκινόχωμα, ζύγιασα τη μπασκέτα από μακριά και σούταρα. Η μπάλα ακολούθησε μια καμπυλοειδής τροχιά που μου θύμισε τις καμπύλες της Μόνικα Μπελούτσι και πλησίασε αργά-αργά, σχεδόν σε slow-motion προς το καλάθι, όταν αισθάνθηκα ένα φιλικό σκούντημα στην πλάτη και μια γλοιώδης φωνή να λέει:
«Συγνώμη κύριε, μπορώ να έχω την προσοχή σας για ένα λεπτό;»
Δεν ήθελα να χάσω την κατάληξη του σε slow-motion σουτ μου αλλά η φωνή επέμενε.
«Συγνώμη, κύριε συγνώμη…»
Τι αξία όμως μπορούσε να χε μια γλοιώδης φωνή, μπροστά στην κατάληξη του σουτ μου; Αδιαφόρησα λοιπόν και συνέχισα να παρακολουθώ την σέξι πορεία της μπάλας. Τότε όμως είδα με την άκρη του ματιού μου, ένα χέρι που φορούσε ένα ρόλεξ μαϊμού και κρατούσε ένα τηλεκτρόλ, να πατά το στοπ και η μπάλα να «παγώνει» λίγα εκατοστά πριν τον καταληκτικό προορισμό της.

Αισθάνθηκα το θυμό να ξεχειλίζει στο αίμα μου, έσφιξα την γροθιά μου και γύρισα αποφασισμένος να κάνω τον τύπο μαύρο στο ξύλο. Γυρίζοντας όμως είδα ένα μπάτλερ που ήταν ήδη μαύρος, να χαμογελά αποκαλύπτοντας την κατάλευκη οδοντοστοιχία του και να κρατά ένα ασημένιο δίσκο, όπου πάνω του βρισκόταν το τρισκατάρατο τηλεκοντρόλ.
«Ξέρετε κύριε…», συνέχισε ο μαύρος μπάτλερ. «Σας ζήτησε ο κύριος Κωνσταντίνος Μητσοτάκος!»
Γύρισα και κοίταξα την μπάλα… Παρέμενε ακίνητη στον αέρα, λίγα εκατοστά πάνω απ το σίδερο.
«Μην ανησυχείτε κύριε, δεν πρόκειται να πάει πουθενά…»

Σήκωσα το βλέμμα πάνω απ τον μπάτλερ και αντίκρισα ένα μέγαρο, κανονικό παλάτι. Ο μπάτλερ τράβηξε μπροστά κι εγώ ακολούθησα. Περνώντας την μεγαλοπρεπή είσοδο, θαμπώθηκα! Βρέθηκα μπροστά σε μια τεράστια αίθουσα, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένος αρκετός κόσμος. Κύριοι με σμόκιν, κυρίες με αστραφτερά φορέματα, κόκκινα χαλιά, κίονες, πολυέλαιοι, ενώ στο βάθος υπήρχε μια τεράστια μαρμάρινη σκάλα. Άλλοι χόρευαν, άλλοι έπιναν Γαλλική σαμπάνια, όλοι τους όμως φορούσαν υποκριτικά χαμόγελα.
Έκανα να βαδίσω ανάμεσα σε τόσες και τόσες διασημότητες αλλά ο μπάτλερ με χτύπησε στον ώμο και μου έκανε νόημα να σταματήσω. Έπρεπε να ακολουθήσω το εθιμοτυπικό! Μου έδειξε λοιπόν δίπλα ακριβώς στην είσοδο μια αγροτική άμαξα που την έσερνε ένα βόδι. Πάνω στην ξύλινη άμαξα βρισκόταν δυο μεθύστακες με χωριάτικα ρούχα και γκρίζες μουστάκες κι έπιναν εναλλάξ από μια νταμιτζάνα.
«Κύριε Μπονουέλ!», φώναξε ο μπάτλερ απευθυνόμενος σ εκείνον με την πιο κόκκινη μύτη.
Ο μεθύστακας πλησίασε και χαμογέλασε με το ροδοκόκκινο προσωπάκι του.
«Μπορώ να κάνω κάτι για εσάς;», ρώτησε.
«Μπορείς να πας τον Vita Mi, μέχρι τις σκάλες. Ξέρεις τον ζήτησε ο κύριος Μητσοτάκος…»
«Με μεγάλη μου χαρά νέε μου, με μεγάλη μου χαρά…», μου είπε ο Μπονουέλ κι αφού μου άπλωσε το χέρι να ανέβω στην χωριάτικη άμαξα, κάθισα δίπλα του και μου έδωσε να πιω απ το κρασί του.Έπειτα χτύπησε το βόδι με το καμιτσίκι του, εκείνο ξεκίνησε βαριεστημένα κάνοντας σαλιγκαρίσιους ελιγμούς ανάμεσα στους αστραφτερούς καλεσμένους που δεν έδειχναν να ταράζονται και λειτουργούσαν απόλυτα φυσιολογικά. Παίρνοντας ανάμεσα τους αναγνώρισα ένα διάσημο μοντέλο, δύο τηλεοπτικούς ηθοποιούς, τρεις ποδοσφαιριστές της Εθνικής Ομάδας, τέσσερις τηλεπαρουσιαστές και τον προσωπικό μου περιπτερά που την προηγούμενη εβδομάδα είχε κερδίσει το Τζόκερ.

Κι ενώ ήμουν ενθουσιασμένος με την κρουαζιέρα ανάμεσα στις διασημότητες, τους πολυέλαιους, τη μαγευτική μουσική και το γλυκό κρασί του Μπονουέλ, άκουσα τη φωνή του να λέει:
«Ποιος ξέρει τώρα τι να σε θέλει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκος;… Ο κόσμος λέει ότι αν μπλεχτεί στα πόδια σου ο Μητσοτάκος, θα σε βρει μεγάλη καντεμιά αλλά εγώ δεν πιστεύω στον Καζαμία αλλά στις Γέφυρες του Μορφέα… Κάτι σημαίνει αυτό για σένα Vita Mi, βάλε καλά το μυαλό σου να καταλάβεις… Αλήθεια με την μπάλα τι έγινε, μπήκε;»
Τα μάτια του γυάλιζαν. Κοίταξα βαθιά μέσα τους και είδα ένα ξυράφι να πλησιάζει απειλητικά την μπάλα του μπάσκετ, η μπάλα να μεταμορφώνεται στην κόρη του ματιού του Μπονουέλ και το ξυράφι να ετοιμάζεται να την αγγίξει. Τότε όμως το βόδι σταμάτησε, η άμαξα τραντάχτηκε και το κρασί που εκείνη την ώρα προσπαθούσα να γευτώ με έλουσε πατόκορφα!

Ο Μπονουέλ γέλασε τρανταχτά και μου έκανε νεύμα να κατεβώ. Εγώ ακολούθησα την προτροπή του και βρέθηκα δίπλα στον μπάτλερ που κράταγε μια γκρι καμπαρτίνα κι ένα μεξικάνικο σομπρέρο. Μου τα έδωσε, τα φόρεσα πάνω απ’ την αθλητική μου αμφίεση κι ανέβηκα τις παλατιανές σκάλες παρατηρώντας τους κρεμασμένους πίνακες άλλων εποχών.Σε λίγο βρέθηκα μπροστά σε μια μπρούτζινη πόρτα που τη φύλαγαν δυο πελώριοι τύποι με ξυρισμένο κεφάλι, οι οποίοι φορούσαν γαλάζια κουστούμια και λευκό περιβραχιόνιο.
«Από δω τα γαλάζια παιδιά!», μου ‘πε ο μαύρος μπάτλερ κι αυτοί παραμέρισαν, η πόρτα άνοιξε και μπήκα μόνος στην αίθουσα.

Ήταν μια τεράστια, μακρόστενη αίθουσα χωρίς έπιπλα. Κοίταξα στην άλλη άκρη, περίπου 30 μέτρα απόσταση απ το σομπρέρο μου και είδα έναν τύπο με μαύρο κουστούμι να κάθεται πίσω από ένα γραφείο. Έπειτα από 30 βήματα ακριβώς στάθηκα αντίκρυ με τον τύπο που είχε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, Δρακουμέλ ο γκαντέμης. Εκείνος μου χαμογέλασε πρόσχαρα και μου ζήτησε να κάτσω στην μοναδική καρέκλα που βρισκόταν μπροστά στο γραφείο του. Εγώ έκατσα σκεφτόμενος: «Βρε τι γλυκός άνθρωπος που ναι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκος από κοντά;» κι επιστέφοντας πίσω το χαμόγελό που μου πρόσφερε, του είπα:
«Λοιπόν κύριε Μητσοτάκο, μπορώ να μάθω τώρα, τι ακριβώς με θέλετε;»

Συνεχίζεται…

ΥΓ. O τίτλος είναι μια ευγενική χορηγία της Bitch girl.


Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006

Η ζωή μας είναι σουρεάλ…



Μάλλον έχω το κοκαλάκι της νυχτερίδας που το έσκασε απ το Δαφνί και η μοίρα μου επιφυλάσσει αρκετά συχνά σουρεαλιστικές απολαύσεις. Σας παρουσιάζω το τοπ 3 του περασμένου Σαββατοκύριακου:

Σουρεαλιστική σκηνή Νο1
Εγώ και τρεις φίλοι καθόμασταν σ ένα παραδοσιακό ουζερί. Γύρω μας πλακόστρωτα σοκάκια, τραπέζια, γελαστά πρόσωπα, ρεμπέτικα, τσικνίλα, σούσουρο. Πάνω στο τραπέζι μας: θαλασσινοί μεζέδες, ποτήρια με ούζο, πακέτα τσιγάρα και μερικές πεντάδες δάχτυλα.
Εγώ, ο Αλ-Μπάρουακ κι ένας γυαλάκιας ναυτικός συζητούσαμε με ένταση αλκοολικών ψηφοφόρων σχετικά με τα αποτελέσματα. Στην άλλη άκρη του τραπεζιού καθόταν, όπως συνήθως στον κόσμο του, ο ποιητής της παρέας. Η άκρη του ματιού μου έπιασε ότι είχε μόλις σηκώσει το κινητό του. Πράγματι άκουσα τη βραχνή φωνή του να λέει:
«Ναι… Θα ήθελα να κάνω μια παραγγελία!»
Έξι ζευγάρια μάτια κι ένα ζευγάρι γυαλιά ταξίδεψαν πάνω από χταπόδια, καλαμαράκια και σουπιές κι ανταμώθηκαν πάνω στο πρόσωπό του. Κι εκεί που περιμέναμε τον Μπονιουέλ να φωνάξει: «Cut! Πάμε πάλι απ την αρχή τη σκηνή!», η βραχνή φωνή του ποιητή συνέχισε απτόητη:
«Θα ήθελα να παραγγείλω ένα σάντουιτς… Τυρί, ζαμπόν, πιπεριά…» Μερικά δεύτερα παύσης για να προλάβει ο τύπος απ την άλλη πλευρά της γραμμής να σημειώσει την παραγγελιά. «…μπιφτέκι, πατάτες και τυροσαλάτα!»
Στη συνέχεια ακολούθησε η διεύθυνση του σπιτιού του «ποιητή» κι εμείς γίναμε απολιθωμένοι ουρακοτάγκοι.
«Τι κοιτάτε έτσι βρε μαλάκες;!», μας είπε. «Με έκοψε η πείνα! Θα το χτυπήσω όταν γυρίσω σπίτι…»
Η πλάκα είναι ότι το βράδυ που ξαναβρεθήκαμε, μας παραπονέθηκε ότι η αδελφή του τον άφησε νηστικό, γιατί όταν γύρισε σπίτι το μισό σάντουιτς είχε ήδη αποθηκευτεί στο στομάχι της.

Σουρεαλιστική σκηνή Νο2
Την επόμενη μέρα βρέθηκα στο ίδιο ουζερί, με άλλη παρέα αλλά τα ούζα, οι μεζέδες, τα σοκάκια και οι χαμογελαστές φάτσες βρισκόταν ακριβώς στο ίδιο σκορ. Κάποιος απ την παρέα με καστανά μαλλιά και στρουμπουλά μάγουλα περίμενε τον πελαργό να του φέρει κορούλα μες τα επόμενα εικοσιτετράωρα και η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από την πατρότητα. Ο ίδιος μας είπε:
«Εγώ θα ακολουθήσω το Αμερικάνικο πρότυπο. Όταν φτάσει δεκαέξι θα της πω: Θες να βγεις δεσποινίς μου; Να φέρεις το συνοδό να σε πάρει απ το σπίτι… Να τσεκάρω μαύρες σακούλες κάτω απ τα μάτια και λοιπά, κι αν δεν μου γεμίσει το μάτι, λύνω τα σκυλιά και γίνεται της μπουκιάς το κάγκελο…»
Εμείς συμφωνήσαμε μαζί του γελώντας αλλά ο μορφονιός του συγκροτήματος, γνωστός και ως Ρίο(απ το Ντι Κάμπριο) πετάχτηκε και είπε με ύφος Mr. Ήπειρος:
«Αυτά είναι ξεπερασμένα πράγματα… Γιατί να αφήσεις το κορίτσι στα 16-17 να πειραματιστεί με το κάθε τσογλάνι; Νομίζω θα ΄ταν πολύ καλύτερα να πάει με κάποιον έμπειρο την πρώτη της φορά.»Ενός δευτερολέπτου σιγή «Κάποιον που θα ξέρει τα κόλπα και θα το προσέξει το κορίτσι…», συμπλήρωσε κλείνοντας και κορδώθηκε σαν άλλος Μαρκήσιος Ντε Σαντ.

Σουρεαλιστική σκηνή Νο3
Ο κολλητός μου καθόταν δίπλα μου σ ένα μακρόστενο μπαρ και κάρφωνε μια καστανή λίγο παραπέρα. Δεν ήταν όμορφη αλλά τα μάτια της φιλοξενούσαν σπίθες, ενώ ο κολλητός ήταν ήδη αλοιφή απ την κίτρινη τεκίλα. Πλησίασε και της μίλησε. Εκείνη έδειξε να ξαφνιάζεται. Ο δικός μου όμως συνέχισε απτόητος και η καστανή που αρχικά έμοιαζε προβληματισμένη, χαμογέλασε, γελάσε, ξεκαρδίστηκε στο γέλιο και η πάρλα συνεχίστηκε πλέον εναλλάξ.
Ο κολλητός γύρισε κοντά μου μετά από ένα μισάωρο(μετρημένο!).
«Την ήξερες», ρώτησα.
«Όχι!», μου απάντησε.
«Και καλά τί λέγατε τόση ώρα;»
«Για μια εκδρομή που ‘χαμε πάει οι δυο μας στην Κωνσταντινούπολη…»
«Πας καλά;! Μα εσύ μόλις είπες πως δεν την ήξερες!»
«Κοίτα να δεις σύμπτωση, το ίδιο ακριβώς είπε κι εκείνη στην αρχή αλλά μετά από λίγο της άρεσε, μπήκε στο τριπάκι και παραδέχτηκε πως θυμόταν κι αυτή. Της περιέγραψα το ξενοδοχείο, το θυμήθηκε! Μάλιστα θυμήθηκε ότι μέναμε στον τρίτο όροφο και πως το κρεβάτι μας ήταν σχετικά στενό για διπλό.»
«Δεν πας καλά;!»
«Εγώ δεν πάω καλά;… Έπρεπε να την δεις πως έκανε όταν της είπα: Θυμάσαι τότε που περνάγαμε πάνω απ τη γέφυρα του Βοσπόρου με ταξί και ακριβώς μπροστά μας ήταν ένα κάρο με μήλα. Θυμάσαι που έσπασε η αριστερή ρόδα του κάρου και γέμισε η άσφαλτος μήλα κι ο κόσμος τα κυνηγούσε πριν πέσουν στη θάλασσα και τα φαν τα ψάρια;…»
«Κι αυτή τι σου ‘πε, θυμόταν;!»
«Φυσικά! Εκείνο όμως που της είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν το πατζούρι στο ξενοδοχείο, που τραβώντας το κορδονάκι μαζευόταν πάνω με μιας…»

Οι Ojos de Brujo στην Ελλάδα



ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΟΛΛΕΚΤΙΒΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΟΝΙΑ
ΔΙΝΕΙ ΡΥΘΜΟ ΣΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ, ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ 21.30

ΑΘΗΝΑ: ΣΑΒΒΑΤΟ 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ»
ΠΕΙΡΑΙΩΣ 254 – ΚΤΙΡΙΟ 6
ΕΝΑΡΞΗΣ 21.30

ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ: Metropolis, Ticket House, i-ticket.gr
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ: Θεσσαλονίκη 35 €, Αθήνα 45 €

Δευτέρα, Οκτωβρίου 16, 2006

Η τελευταία επιστολή

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ.

Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.

Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι.

Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.»


ΥΓ του Βήτα Μι Μπάρουακ:
Εγώ δεν είμαι ποιητής
είμαι ληστής που κλέβει στίχους
Εκεί που εσύ έχυσες το αίμα σου
εγώ μάτωσα τα γόνατά μου…
…αδερφέ, ινδιάνε!



Για περισσότερο Καρυωτάκη:
http://users.otenet.gr/~lost/karyotakis/index.htm

Παρασκευή, Οκτωβρίου 13, 2006

Πριν τις εκλογές το γλέντι…

… και μετά το πισωγλέντι!

Ήταν πριν 4 χρόνια σ ένα στούντιο της ΕΤ3. Στο πάνελ ένας μπουλούκος δημοσιογράφος με γυαλιά, αριστερά του ο Ψωμιάδης και δεξιά του κάποιος πολιτικός του αντίπαλος. Εγώ μαζί με κάτι φιλαράκια ήμασταν μεταξύ του κοινού.

Ήθελε ακόμα 10 λεπτά για να ξεκινήσει η εκπομπή και ο Ψωμιάδης έσταζε θυμαρίσιο μέλι για όλους τους παρευρισκόμενους. Με το συμπάθιο αλλά τους είχε σπατουλάρει κανονικά με τη γλωσσίτσα του. Το αγαπημένο του όμως γλυφιτζουράκι ήταν ο πολιτικός τους αντίπαλος.
«Πως πάνε οι δουλειές αγαπητέ κύριε τάδε μου; Τα παιδιά καλά; Συγχαρητήρια για εκείνο λατρεμένε τάδε μου» κι όλο κάτι τέτοιες πουτανιές.
Ο τρόπος του Ψωμιάδη ήταν τόσο φιλικός προς τον πολιτικό του αντίπαλο, που μεταξύ μας ψιθυρίζαμε: «Να δεις που στο ημιχρόνιο θα πάρει το μικρόφωνο, θα σηκωθεί και θα του τραγουδήσει: Σ αγαπώ μ αγαπάς, τι θα γίνει μ εμάς…»

Όταν όμως ο δημοσιογράφος σφύριξε την έναρξη της εκπομπής το γλυκανάλατο αγοράκι με τα γκρίζα μαλλιά μεταμορφώθηκε σε μανιασμένο ουρακοτάγκο. Ακολούθησε καταιγισμός χτυπημάτων του Ψωμιάδη κάτω απ τη μέση του τάδε, με αποτέλεσμα εκείνος να τα χάσει εντελώς και μέχρι το τέλος της εκπομπής να τα τα μασάει γενικώς και αορίστως. Απ την πλευρά του ο γυαλάκιας δημοσιογράφος παρακολουθούσε τη σφαγή σαν να ‘ταν κυανόκρανος του ΟΗΕ. Εμείς πάθαμε την πλάκα μας με την πονηριά του Ψωμιάδη. Τρόπος… για επίδειξη σε σεμινάρια fairplay, ως παράδειγμα προς αποφυγή.

Γι αυτό θα κατέβω να ψηφίσω στις εκλογές! Για να βάψω τη μούρη κάτι καλόπαιδων σαν του Ψωμιάδη κατάμαυρη. Όχι κύριε Φραντζόλα μας, εμάς δεν μας δουλεύετε ψιλό γαζί. Ξέρουμε ότι οι Φραντζολάδες(απ' το φουστανελάδες) φυτρώνουν στην Ελλαδίτσα μας σαν τα μανιτάρια και φέρουν την κύρια ευθύνη για το κατάντημά μας αλλά πολύ περισσότερο γνωρίζουμε, ότι φταίμε εμείς, που πατάμε την πεπονόφλουδα και τους ψηφίζουμε!

ΥΓ1. Αν αγαπητοί Θεσσαλονικείς ξαναβγάλετε τον Ψωμιάδη, συγχωράτε με, αλλά δεν θέλω να ακούσω τίποτα ξανά, περί «αδικημένης συμπρωτεύουσας και ΠΑΟΚ». Θα είστε άξιοι της μοίρας σας!!

ΥΓ2. Ο τίτλος κλεμμένος από ατάκα του Ν.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

Ο ληστής Ουάκ κι ο γεωργός Μπαρ - Νο2

(Το 1ο μέρος: http://barouak.blogspot.com/2006/10/blog-post_09.html)



Ο άγνωστος με τη μαύρη κάπα και τα χαμένα στο άπειρο γκρίζα μάτια, σήκωσε την νταμιτζάνα με το κρασί και ήπιε όλο το περιεχόμενό της με μια παρατεταμένη γουλιά. Έπειτα ρεύτηκε σαν μωρό νεκροθάφτη μετά τη σκατζοχοιρόσουπα κι αφού στράφηκε στο ληστή Ουάκ, είπε με φωνή καταρράχτη που έσταζε βουβά, μεθυσμένα χικ, χικ:
«Σου φέρνω άσχημα νέα Ουάκ! Η κόρη σου γεννάει αυτή την ώρα… αλλά η γέννα είναι δύσκολη και μπορεί να χαθούν παιδί και μάνα με μιας.»

Ο ληστής Ουάκ αισθάνθηκε ένα πυρωμένο καρφί να εισβάλει στο στήθος του. Σηκώθηκε κι έκανε να φύγει τρέχοντας, αλλά κάπου σκόνταψε κι έγινε ένα με την κόκκινη προβιά που σκέπαζε το πάτωμα. Κάτι τον κράταγε δεμένο εκεί. Κοίταξε το πόδι του και διαπίστωσε ότι μια χοντρή αλυσίδα είχε τυλιχτεί γύρω απ τον αστράγαλο σαν το φίδι που προσπαθεί να κάνει έρωτα στο ταίρι του.

Μια πολυγαμική αλυσίδα γιατί εκτός απ αυτόν, ήταν επίσης τυλιγμένη γύρω απ τα πόδια του τραπεζιού και φυσικά γύρω απ τον αστράγαλο του γεωργού Μπαρ. Έκανε κι εκείνος να φύγει, μάταια όμως. Η αλυσίδα είχε ερωτευθεί παράφορα τους δυο εχθρούς και τους είχε εγκλωβίσει στην μεταλλική αγκαλιά της. Τράβηξε ο ένας από δω, ο άλλος από κει, παραλίγο να ξεκολλήσουν τις πατούσες τους, όμως η αλυσίδα θαρρείς είχε γίνει ένα σώμα, μια ψυχή με τη σάρκα τους.

Ποιος ήταν άραγε ο ξένος με τα μαύρα; Μήπως ήταν μάγος ή μήπως ο χάρος, η μοίρα, κάποιος σοφός; Γύρισαν και οι δυο ταυτοχρόνως και τον κοίταξαν κατάματα. Κρατούσε ένα μαύρο μεταλλικό κουτί και μια κλεψύδρα. Με μια απότομη κίνηση, άδειασε το περιεχόμενο του κουτιού πάνω στην τάβλα και τότε χιλιάδες πολύχρωμα κομματάκια γυαλιού ξεπήδησαν έξω, κάνοντας το ξύλο κολάζ ουράνιου τόξου.
«Η μοναδική ελπίδα να σωθούν μάνα και παιδί είναι να καταφέρετε να φτιάξετε σωστά το ψηφιδωτό, μέχρι να αδειάσει η κλεψύδρα.», είπε ο μάγος ή σοφός ή χάρος και τοποθέτησε την κλεψύδρα στο τραπέζι με μια απότομη κίνηση. «Λοιπόν τι κοιτάτε σαν αποβλακωμένοι γορίλες, ξεκινάτε!»

Έβρισαν, έφτυσαν, έκαναν αυτό, έκαναν το άλλο, πιάστηκαν στα χέρια, σφαλιαρίστηκαν, διαφώνησαν, ούρλιαξαν, μάτωσαν, οι τελευταίοι κόκκοι της κλεψύδρας περιστρέφονταν λίγο πριν την οπή αλλά το ψηφιδωτό δεν είχε καν ξεκινήσει. Το μόνο που τους έμενε ήταν να παρακαλέσουν τον άγνωστο να τους σώσει κι επειδή το γλείψιμο είναι μες στην ανθρώπινη φύση, έτσι έκαναν δίχως δεύτερη σκέψη. Έπεσαν γονατιστοί και τον παρακάλεσαν κλαίγοντας να τους βοηθήσει.

«Θα το πω μόνο μια φορά κι όποιος καταλάβει. Πιάστε ο ένας το σπαθί, ο άλλος το τσαπί και τσαπίστε, σπαθίστε, ρυθμικά, συντονισμένα, σαν να ‘στε μια ορχήστρα. Προσπαθήσετε να συντονίσετε, να συνθέστε τις κινήσεις σας μεταμορφώνοντας σπαθί και τσαπί σε μαγικό ραβδί που θα κάνει αυτά που δεν μπορούν να κάνουν τα χέρια σας…»

Έτσι κι έκαναν. Πήραν τα εργαλεία της δουλειά τους στα χέρια και σπάθισαν, σκάλισαν, προσπάθησαν, δάκρυσαν, έφτυσαν σάλιο, αίμα, δάκρυα(ιδρώτα όχι!), ώσπου κατάφεραν να συντονιστούν σαν χορωδία. Τότε σηκώθηκε στρόβιλος στο κέντρο του χαοτικού ψηφιδωτού και τα κομμάτια πήραν ως δια μαγείας τις θέσεις τους σε λίγες στιγμές.
Τα γυαλάκια έδεσαν μεταξύ τους σαν πληγές που επουλώθηκαν, το ψηφιδωτό κλείδωσε, και το πολύχρωμο πεδίο που σχηματίστηκε έγινε, υγρό κάτοπτρο, επιφάνεια λίμνης που αποκάλυψε την κόρη του Ουάκ να βογκά και να γέννα, τον γιο του Μπαρ γονατιστό να προσεύχεται και το νεογέννητο να κλαίει και να κρύβεται στην αγκαλιά της μάνας.

Ο ληστής Βήτα Ουάκ κι ο γεωργός Μι Μπαρ έδωσαν τα χέρια πάνω απ το υγρό ψηφιδωτό χαμογελώντας ικανοποιημένοι. Και τότε σηκώθηκε ξανά στρόβιλος που έκανε θρύψαλα την μητρομανή αλυσίδα που τους κρατούσε δέσμιους κι αφού σκόρπισε τα κομμάτια του ψηφιδωτού πάνω τους, τους έκανε μέρος του ψηφιδωτού.


Πρέπει να ‘ταν τότε που κάτω από την κόκκινη μύτη του λήσταρχου Ουάκ, το πράσινο, αστραφτερό στόμα του είπε:
«Προτείνω να ονομάσουμε το μωρό Βήτα Μι Μπάρουακ!»
Και ήταν το πορτοκαλί στόμα του γεωργού Μπαρ, κάτω από το κίτρινο χαμογελαστό μουστάκι που απάντησε:
«Ό,τι πεις αδερφέ μου!»

ΥΓ1. Εναλλακτικός τίτλος: «Η Αυτοβιογραφία του DNA»

ΥΓ2. Πίνακας του Νταλί




Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006

Ο ληστής Ουάκ κι ο γεωργός Μπαρ



Μια φορά κι ένα καιρό ήταν δυο φίλοι, οι οποίοι ήταν τόσο αγαπημένοι που έκαναν τις κακές γλώσσες να στάζουν αρκετές πισωγλέντικες ιστορίες αφιερωμένες σ αυτούς. Πριν όμως γίνουν αχώριστοι μέχρι παρεξηγήσεως, υπήρξαν μισητοί εχθροί.

Ο ένας, ο ληστής Βήτα Ουάκ είχε βλέμμα και ορμή ερεθισμένου τίγρη και ήταν ο πιο σκοτεινός εφιάλτης κάθε πλούσιου διαβάτη. Είκοσι και πλέον ώρες τη μέρα τις πέρναγε καβάλα στο μαύρο του άλογο. Δεν αισθανόταν φόβο για χειμώνα, για πείνα, για εχθρό, γιατί ότι ήθελε το έπαιρνε με το καλό ή το κακό, χάρη στο ξακουστό του γιαταγάνι.

Ο άλλος, ο γεωργός Μι Μπαρ, είχε ανάστημα ψηλόσωμου πυγμαίου και φαρδιές πλάτες από το τσαπί, το σκάλισμα, το πότισμα της γης. Κάθε φορά που συναντούσε κάποιον αφέντη, έσκυβε το κεφάλι και έσταζε δουλικότητα. Φοβόταν μην του κλέψει ο καιρός τη σοδειά του, ο αφέντης τα απομεινάρια της κι ο λύκος τα λιγοστά του πρόβατά. Κι αυτοί οι φόβοι, τον είχαν στοιχειώσει. Να ‘ταν όμως μονάχα αυτοί;…

Ο γεωργός Μι Μπαρ φοβόταν πάνω απ όλα, μήπως ο ξακουστός ληστής Βήτα Ουάκ του κλέψει το βίος, ενώ ο Ουάκ απ την πλευρά του κατηγορούσε το γεωργό ως συκοφάντη, γιατί ποτέ δεν είχε κλέψει φτωχό άνθρωπο. Και η εχθρότητά τους αυτή φούσκωνε όσο πέρναγε ο καιρός όλο και περισσότερο, λες και κάποιο αόρατο πνεύμα της είχε βάλει μια χούφτα baking powder….

Μια ηλιόλουστη μέρα συνέβη όμως ένα γεγονός που τάραξε συθέμελα τις δυο φαμίλιες. Η κόρη του ληστή Ουάκ, γνωστό πιπινό-τσουλο της περιοχής, συνάντησε το γιο του Μπαρ στα λιβάδια κι αφού τον έριξε στα στάχυα με μια Γιαπωνέζικη λαβή, τον έγδυσε, ανέβηκε καβάλα του και γλέντησε μαζί του για ώρες. Κι από τότε, εκείνο το γλέντι απόκτησε περιοδικό χαρακτήρα και 2-3 φορές τη βδομάδα έβγαζαν τα μάτια τους πίσω απ τους θάμνους, στους αχυρώνες, στα πλυσταριά…

Το νέο μαθεύτηκε. Τα καπηλεία, οι ταβέρνες και τα πανδοχεία του κάμπου έκρυβαν με το σκούφο τους το στόμα με τα σκουληκιασμένα δόντια και γέλαγαν πίσω απ την πλάτη των δύο εχθρών.

Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν, ληστής και γεωργός έπραξαν με τον παραδοσιακό τρόπο των αγροίκων. Πλάκωσαν τα παιδιά τους στις ανάποδες και τα κλείδωσαν σπίτι, για να κρατήσουν το ένα μακριά απ το άλλο. Κι από τότε οι δυο εχθροί ξετύλιξαν όλο τους το ταλέντο στην πουστιά, προσπαθώντας να σκάψει ο ένας το λάκκο του άλλου. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που τα κατάφεραν…

Ο γεωργός Μπαρ έχασε δεκάδες φορές σοδειά και ζώα από διαφόρων ειδών σκιές κι ο λήσταρχος Ουάκ έπεσε πολλές φορές σε ενέδρα μπατσόσκυλων. Όλα πήγαιναν απ το κακό στο χειρότερο, ώσπου μια μέρα ο λήσταρχος Ουάκ μπήκε στο δωμάτιο της κόρης του και διαπίστωσε ότι η κοιλιά της είχε φτάσει το μέγεθος του όρους των ελαίων. Εκείνο το πρόβλημα που έκρυβε στα σπλάχνα της η κόρη του, δεν ήταν όμως μόνο δικό του. Έπρεπε πάση θυσία να συναντήσει το μισητό εχθρό του.

Το ραντεβού δόθηκε στο πανδοχείο, «Η Καταραμένη Συκιά», εκεί που σύχναζαν, ληστές, δολοφόνοι, φτηνές πόρνες και ξεπεσμένοι αυλικοί.

Στις έντεκα κι ένα λεπτό μπήκε ο ληστής Ουάκ. Έκανε πίσω την κόκκινη μπέρτα του, ακούμπησε το κοφτερό του γιαταγάνι πάνω στην μεγάλη τάβλα και παρήγγειλε μια νταμιτζάνα απ το καλύτερο κόκκινο κρασί.
Στις έντεκα και δύο λεπτά μπήκε ο γεωργός Μπαρ. Τίναξε την κάπα του απ τ’ άχυρο και τις τσοπάνικες μυρωδιές, έκατσε αντίκρυ στο ληστή Ουάκ, ακούμπησε το τσαπί του στην ίδια τάβλα και ζήτησε να του φέρουν μια κούπα, για να μοιραστεί το κρασί του.
Στις έντεκα και τρία λεπτά μπήκε ένα ξένος που μύριζε ξεροψημένη δάφνη και φορούσε μια μαύρη κάπα που τον σκέπαζε ολόκληρο. Με τη βοήθεια ενός ραβδιού για τυφλούς και σκουντουφλώντας μια στο πρησμένο μπούστο κάποιας κοκκινομάλλας πόρνης και μια στο ξεφούσκωτο μπούστο της ταβερνιάρισσας, πλησίασε κι έκατσε μαζί με το ληστή Ουάκ και το γεωργό Μπαρ.

Συνεχίζεται…

ΥΓ. Πίνακας του Σαγκάλ.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 04, 2006

Γάμος με συνοικέσιο…



Χτες γύρισα σπίτι κουρασμένος απ τη δουλειά, έβαλα το κλειδί στην πόρτα, άνοιξα, μπήκα κι αντι να βρεθώ στην τραπεζαρία του σπιτιού μου, βρέθηκα στο σαλόνι του πατρικού μου. Στο δεξιά καναπέ αντίκρισα τις χαμογελαστές φατσούλες της μανούλας και του πατερούλη(όχι το Στάλην, του Θωμά!) και απ την άλλη τη σκατόφατσα του Αλογοσκούφη και της Μαριέττας που ‘ταν πιασμένοι χέρι-χεράκι και με κοιτούσαν σαν χλωρο-λούκουμο.

Σίγουρα ονειρευόμουν! Φυσικά και ονειρευόμουν γιατί στην αντικρινή πολυθρόνα καθόταν μια κοπελιά που έφερνε μεταξύ της Μόνικα Μπελούτσι, της Μέρλιν Μονρό και του Μάγου Μέρλιν γιατί με μάγεψε με την ομορφιά της και βούλιαξα σε μια άλλη πολυθρόνα, κοιτάζοντάς την σαν ερωτευμένος ηλίθιος…
«Από δω η Ζωή!», μου είπε η μητέρα μου. «Η κόρη της Μαριέττας και του Αλογοσκούφη!»
Τι χαρά! Ξανά! Τι χαρά!!
«Ζωήηηηηηηη!!», είπε αυστηρά εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Μαρίεττα και η Ζωή, η Ζωή μου, πετάχτηκε πάνω τρομαγμένη.
«Συγνώμη μητέρα. Ξεχάστηκα!»
Πήγε ως την κουζίνα, έφερε ένα γλυκό κουταλιού και το άφησε μπροστά μου στο τραπεζάκι. Αμέσως μετά ακολούθησε άκρα του τάφου μούγκα στη στρούγκα. Όλοι περίμεναν πλέον με αγωνία την επόμενη κίνηση του κελεπουριού, δηλαδή εμού. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή γίναμε μάρτυρες του συναγερμού πείνας που ξεπήδησε άθελα μου απ το στομάχι μου, κάνοντας: γουρρρρρρρρρρ.

Δεν έβαλα τίποτα το κακό στο νου μου, εξάλλου πείναγα του… γκέη και χλαπάκισα το γλυκό σαν πεντάχρονος Κογκολέζος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων. Τότε λοιπόν πετάχτηκαν όλοι πάνω κι άρχισαν τις αγκαλιές και τους πανηγυρισμούς. Ορκίζομαι ότι κάποιος φώναξε ακόμα και Γκοοοολ.
Με πλησίασε λοιπόν η Μαριέττα και προσφέροντάς μου το χέρι της κόρης της μου είπε:
«Το ήξερα εγώ ότι έχεις μυαλό και θα δεχόσουν να φας το γλυκό, θα δεχόσουν το χέρι της κόρη μου ακολουθώντας αυτό το παραδοσιακό έθιμο.»
Μααααα… το γλυκό το έφαγα γιατί πείναγα, δεν ήξερα ότι ακολουθούσαμε κάποιο εθιμοτυπικό, γαμώ τα έθιμά μου, γαμώ! Κρατούσα όμως ήδη το χέρι της Μέρλιν-Μόνικα που την έλεγαν Ζωή και δεν έβγαλα λέξη, σκεφτόμενος: «Άσε μην πω καμιά μαλακία και πάρουν πίσω το μωρό!»

Αισθανόμουν πολύ περίεργα, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Προς στιγμή επέστρεψα στην κατάσταση του πεντάχρονου Κογκολέζου και μου ‘ρθε να την πετάξω έξω και να τους καταβρέξω με το πουλάκι μου. Κρατήθηκα όμως γιατί βρισκόμουν σε όνειρο και θα έβρεχα τα σεντονάκια μου. Πραγματικά την επόμενη στιγμή βρέθηκα στο κρεβάτι μαζί με τη Ζωή και οι δυο γυμνοί κάτω απ τα σεντονάκια. Την αγκάλιασα και προσπάθησα να της κάνω έρωτα, ενώ ακριβώς πάνω απ τα κεφάλια μας, πάνω απ τα σεντονάκια μας συγκεκριμένα, βρισκόταν σε απαρτία όλο το σόι φωνάζοντας ρυθμικά:
«Μέσα! Μέσα! Μέσα!»
Κι όλα αυτά ενώ εγώ προσπαθούσα να μπω μέσα στη ΖΩΗ ΜΟΥ. Όσο όμως κι αν προσπάθησα τρύπα δεν βρήκα. Κι όταν ησύχασαν οι φωνές και τόλμησα να τραβήξω το σεντόνι, την έψαξα καλά, την έψαξα παντού αλλά τρύπα δεν βρήκα.
«Ζωή μου!», της είπα αλλά απόκριση δεν πήρα.
Σήκωσα το κεφάλι μου, την κοίταξα στο πρόσωπό αλλά η Ζωή, η Ζωή μου, είχε γίνει μα κούκλα. Μια κούκλα όπως εκείνες που ναι φυλακισμένες στις βιτρίνες των φτηνομάγαζων.

Δεν έχασα χρόνο. Την πέρασα στον ώμο και την κουβάλησα κάτω στο δρόμο. Τότε συνειδητοποίησα όμως ότι από πίσω μας ακολουθούσαν τα παιδιά μας. Πλαστικά πλευμομπήλ που έκαναν βήμα σαν στρατιωτάκια σε παρέλαση.
Απ το πουθενά έπεσα πάνω στο Αλογοσκούφη και τη Μαρίεττα. Του πετάω την κούκλα στην μάπα και του λέω:
«Κοίτα πως κατάντησες της Ζωή μου, Αλογοσκούφη! Χαλάλι σου!»
Εκείνος την πήρε αγκαλιά και τράβηξε Δυτικά, ενώ ταυτόχρονα η Μαρίεττα έδωσε σήμα στα στρατιωτάκια-παιδιά μου τα οποία την ακολούθησαν με ρυθμικό βήμα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κι εγώ έμεινα μετέωρος στο πεζοδρόμιο, κοιτάζοντας εναλλάξ τη «Ζωή μου!» και τα «Παιδιά μου!» να απομακρύνονται.
Έτσι λοιπόν έμεινα μετέωρος, είμαι μετέωρος, για πόσο ακόμα θα ‘μαι μετέωρος;

Χτες το βράδυ είδα ένα όνειρο καθώς περπατούσα στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστήμιου…

Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006

Η τελευταία σκηνή

Στα πλαίσια της σειράς αίμα, σπέρμα και μία άλφα



Ένα ηδονικό αγκομαχητό τον έκανε να ξυπνήσει. Άνοιξε τα μάτια και ξεχώρισε μες το ημίφως, δυο γυμνά κορμιά να γλιστρούν τελετουργικά το ένα μέσα στο άλλο. Στήθη, οπίσθια, πόδια, ώμοι, φιλιά, δαγκώματα, μυρωδιές πλεγμένα με παρατεταμένα βογκητά. Κι όλα αυτά πάνω σε κάτι κουρέλια που ‘ταν πεταμένα στη γωνία. Γύρισε το κεφάλι δεξιά-αριστερά, κάποιοι άλλοι κοιμόvταν σε στρώματα που ‘ταν αραδιασμένα στο πάτωμα.
Πήρε τη μηχανή του στα χέρια, έβγαλε το φιλμ κι ετοιμάστηκε να βάλει άλλο. Τόσα χρόνια φωτογράφος είχε μάθει να το αλλάζει κυριολεκτικά με κλειστά τα μάτια. Όπως ο φυλακισμένος που έχει μάθει να στρίβει το απαγορευμένο χαρμάνι, στη μαυρίλα της «βραδινής» φυλακής.
«Το πρωί τα μαζεύω και φεύγω», μουρμούρισε. «Τα χρόνια πέρασαν, δεν είμαι πια για…»

Πριν όμως τελειώσει τη φράση του, ακούστηκαν φωνές ανάκατες με βρισιές από την αυλή. Το γυμνά κορμιά που έκαναν έρωτα τρόμαξαν, τα καστανά μαλλιά της έντυσαν τις πλάτες του εραστή της κι αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Κάποια κοιμισμένα κεφάλια άνοιξαν τα μάτια τους ξαφνιασμένα. Τότε ακούστηκαν γυαλιά και ξύλα που έσπαγαν βίαια.
-«Οι μπάτσοι μας έκαναν ντου!», ούρλιαξε ένας τύπος που χε δεκάδες σκουλαρίκια αντί για πρόσωπο, μπαίνοντας πανικόβλητος στο δωμάτιο.
Οι περισσότεροι πετάχτηκαν πάνω και τον ακολούθησαν τρέχοντας στο διάδρομο. Ο Άρης πήρε τη μηχανή του και πλησίασε στο παράθυρο. Τρεις γεροδεμένοι με πλαστικές πανοπλίες είχαν στριμώξει στα κάγκελα του φράχτη μια μαυροφορεμένη κοπελιά και την χτυπούσαν αλύπητα με τα κλομπ τους. Άνοιξε το παράθυρο, σήκωσε τη μηχανή, εστίασε… κλικ!
Χέρι, κλομπ, σπασμένη μύτη, ανοιγμένο κεφάλι, αίμα!

Στο διάδρομο ακούστηκαν ποδοβολητά! «Κουμμούνια σας φάγαμε!», ούρλιαξε κάποιος. Ποιος όμως στεκόταν εκείνη την ώρα να εξηγήσει ότι το κοινόβιο ήταν καλλιτεχνικό και απολύτως απολιτικό.
Ξαφνικά μπήκαν στο δωμάτιο δυο αστυνομικοί με κράνη και ασπίδες σαν σταυροφόροι σε κυνήγι χανουμισσών. Ο ένας κλώτσησε τον γυμνό εραστή στα «αμελέτητα» κάνοντας τον να χοροπηδήσει σαν καγκουρό που μόλις ευνουχίστηκε. Κι έπειτα συνέχισε χτυπώντας τον με το κλομπ στο κεφάλι. Ο άλλος άρπαξε την κοπελιά από τα καστανά μαλλιά της κι αφού την στρίμωξε στη γωνιά, μαστίγωσε με το κλομπ του άγρια το γυμνό της κορμί.
Ο μόνος παρατηρητής που βρισκόταν μες το δωμάτιο ήταν ο Άρης. 1.75, κρητικός, γεροδεμένος, μελαχρινός. Έκανε να σηκώσει τη μηχανή του αλλά σχεδόν ταυτόχρονα άλλαξε γνώμη. Άρπαξε μια καρέκλα και την κατέβασε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του ματατζή κάνοντας τον να σωριαστεί κάτω σαν κούκλα βιτρίνας με φετίχ ρουχισμό. Μετά έπιασε την κοπελιά απ’ το χέρι και της έκανε νόημα να φύγουν.
Ο άλλος μπάτσος αντικρίζοντας τον συνάδερφό του αναίσθητο στο πάτωμα, τρελάθηκε κι όρμησε εναντίον τους. Ο Άρης όμως άρπαξε σβέλτα ένα καδρόνι από κάτω και τον χτύπησε με μια γρήγορη κίνηση στο γόνατο. Το κόκαλο έσπασε. Το δωμάτιο γέμισε πλαστικούρα, αίματα και ουρλιαχτά…

Τότε λοιπόν η κοπελιά με τα μελαγχολικά μάτια και το γυμνό, εφηβικό κορμί βρήκε την ευκαιρία και σύρθηκε ως τον εραστή της. Είχε φάει δυο τρεις καλές και το κεφάλι του έμοιαζε σαν χε λουστεί με τοματοπελτέ.
-«Φύγε Έλενα!», ψέλλισε εκείνος, «Εγώ δε μπορώ!»
Η Έλενα φόρεσε παντελόνι και παπούτσια, έσκυψε να τον ντύσει κι αυτόν αλλά τότε μπήκαν άλλοι δύο με πλαστική πανοπλία έτοιμοι να επιβάλουν την τάξη. Την κάρφωσαν απειλητικά με το γυάλινο βλέμμα τους κι εκείνη πετάχτηκε πάνω τρομαγμένη.
-«Φύγαμε!», είπε η Έλενα γυρίζοντας στον Άρη.
Με στήθος και πλάτη γυμνά του έδωσε το χέρι, πλησίασαν στο παράθυρο και πήδηξαν στο κενό…

Οι τίτλοι τέλους έτρεξαν στο μαύρο φόντο της οθόνης...
Το τελευταίο όνομα που πέρασε ήταν το δικό της.
Σκηνοθεσία: Δράκου Έλενα.
Τα φώτα άναψαν και οι θεατές ξέσπασαν σε χειροκροτήματα, ενώ κάποιοι τολμηροί άρχισαν τα σφυρίγματα επιδοκιμασίας. Γύρισε κοίταξε τον Άρη που καθόταν δίπλα της κι εκείνος πλησίασε και τη φίλησε στο στόμα. Πρώτη φορά παιζόταν κάποια ταινία της σε διεθνές φεστιβάλ και αισθανόταν υπέροχα!


ΥΓ. Η «φώτο» από video art του Αλ Μπάρουακ.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2006

Πρόσκληση σε γάμο, μια παγίδα…

…κι ένα αντί–κωμικό γεγονός



H ορχήστρα παίζει ρομαντικές μελωδίες κι εγώ τις αναπλάθω μες τη σκέψη μου και τις βαφτίζω Αργεντίνικες. Το παρκέ της πίστας είναι αστραφτερό αλλά άδειο, μόνο, σχεδόν μελαγχολικό. Τριγύρω μου δεκάδες τραπέζια με καθισμένα πρόσωπα, χέρια, γραβάτες, χρυσαφικά, μορφές όλων των ζωικών αποχρώσεων που παρατηρούν, χλαπακίζουν, πίνουν, γελούν.

Να σου όμως κάτω από ένα τραπέζι ξεπροβάλει ένα μικρό χαμογελαστό ζουζούνι που κατευθύνεται μπουσουλώντας στο κέντρο της πίστας. Εγώ κάθομαι πρώτο τραπέζι. Απέναντί μου ο γαμπρός. Το μικρό θηλυκό ζουζούνι μια κοιτά εμένα, μια το γαμπρό. Συναισθηματικό ηφαίστειο η ψυχή μου, γίνεται έκρηξη και σηκώνομαι όρθιος…

Όχι, δεν ήμουν εγώ αυτός που το πήρε στην αγκαλιά του. Δεν ήμουν εγώ αυτός που το σήκωσε ψηλά και χόρεψε μαζί του στην άδεια πίστα. Δεν ήμουν εγώ αυτός που οδηγούσε τα βήματα, ήμουν τυφλός χορευτής και είχα μάτια μόνο για εκείνη, την τοσοδούλα μάνα, αδερφή, ερωμένη, ανιψιά, κόρη…

Γύρισα και κοίταξα το γαμπρό. Με κοίταζε κι αυτός με το κοφτερό του βλέμμα. Εγώ, ο αδερφός του γαμπρού είχα σχεδόν βουρκώσει και συνέχιζα να χορεύω με τη λιλιπούτεια παρτενέρ που έλαμπε ανάμεσα σε κεριά, λουλούδια κι αρώματα.
Πόσες και πόσες φορές δεν είχα αναθεματίσει γάμους, έρωτες, οικογένειες, σκοτούρες; Πόσες και πόσες φορές δεν είχα θυσιάσει αμνούς στο βωμό του ελεύθερου καβαλάρη; Ο κουρσάρος μέσα μου όμως δάκρυσε και ζήλεψε τον αδερφό.
Εκείνον που μικρό φώναζαν στις αλάνες Μαραντόνα, τον πιο θαρραλέο άνθρωπο που έχω γνωρίσει ποτέ! Ας αποφλοιωθώ όμως απ το λευκό μανδύα. Ας γίνω ωμός, κυνικός κι ας επιστρέψω στο γρανιτένιο πιθάρι μου.

Πρόσκληση σε γάμο-αγγελία
Ο γάμος του Vita Mi Barouak και της… (εδώ συμπληρώνεται το όνομα σας) πρόκειται να πραγματοποιηθεί στον Ιερό ναό του Προφήτη Ηλία (σε όρος της επιλογής σας, αρκεί στο βάθος να βλέπει θάλασσα), την ημέρα που το δεύτερο φεγγάρι του Αυγούστου θα στέκει στον ουρανό.

Υπογραφή
Ο ζηλιάρης αδερφός του γαμπρού και η… (πάλι εδώ συμπληρώνεται το όνομα σας)

Απαραίτητα προσόντα:
Να είστε γυναίκα έτοιμη να αποκαλύψει τις αδυναμίες της.

Απαραίτητα συνοδευτικά έγγραφα:
Φορολογική ενημερότητα ή έστω μια υπεύθυνη δήλωση του νόμου 105 αναφορικά με τα περιουσιακά σας στοιχεία(τίποτα άλλο)

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2006

Εδώ, το πράγμα που σαλεύει…


Υποψήφιος Δημ. Σύμβουλος τύπου Βοναπάρτη:
Αναγνωρίζεται από το υπεροπτικό του ύφος και την τρανταχτή του φωνή. Βαδίζει σαν παγόνι σε καλλιστεία φτερών, με την παλάμη κρυμμένη κάτω απ τα πούπουλα του στέρνου.

Υποψήφιος Δημ. Σύμβουλος τύπου συνταξιούχος:
Συχνάζει σε καφενεία, ΚΑΠΗ και ιαματικά λουτρά. Του αρέσει η πρέφα, ενώ έχει ιδιαίτερη αδυναμία στις αποκλειστικές νοσοκόμες. Είναι ο πιο τίμιος απ όλους, αφού ενδιαφέρεται για την υστεροφημία του. Πολύ πιθανό όμως να χρειαστεί να γίνει αναγκαστική αλλαγή στα μέσα της τετραετίας.

Υποψήφιος Δημ. Σύμβουλος τύπου μαζορέτα:
Έχει ολοκληρώσει την προεκλογική προετοιμασία με προσθετική στήθους και καθημερινά μαθήματα αερόμπικ. Φορά πάντα μίνι και όταν κάθεται αλλάζει διαρκώς σταυροπόδι αλλά Σάρον στο Βασικό ένστικτο. Σου μιλά ψιθυριστά στο αυτί, σε σκουντά δήθεν τυχαία, χαμογελά σαν σέξυ Τζόκερ και το κυριότερο… Έχει ήδη συμφωνήσει πως αν δεν βγει Δημ. Σύμβουλος θα «διοριστεί» γκόμενα του Δημάρχου.

Υποψήφιος Δημ. Σύμβουλος τύπου λαμόγιο:
Αναγνωρίζεται από τον φτωχικό ρουχισμό του(αφού το παίζει φτωχομπινές) κι από την ελαφριά υπόκλιση που κάνει όταν σας χαιρετά(δείγμα δουλοπρέπειας). Βεβαιώστε τον ότι θα τον ψηφίσετε! Το κάνετε, δεν το κάνετε πάντα είναι χρήσιμο ένα λαμόγιο…

Υποψήφιος Δημ. Σύμβουλος ψάχνει για γκόμενα:
Τον προδίδει το γεγονός ότι συμπεριλάβει στο βιογραφικό του τον αριθμό των μετρητών που διαθέτει στην τράπεζα, το κότερο που έχει παρκαρισμένο στη μαρίνα, καθώς και ότι γυμνάζεται καθημερινώς.

Υποψήφιος Δημ. Σύμβουλος τύπου Παπαρήγα:

Αναγνωρίζεται λόγω της χαρακτηριστικής παλαιστινιακής μαντίλας που φορά σε κάθε του εμφάνιση. Τον συναντάς στις πορείες, στις απεργίες, στο συμβούλιο επικρατείας και σ’ άλλα επαναστατικά γυμνάσια…

Απλώστε στο χεράκι κι επιλέξτε…

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006

Ο Καζανόβας και οι έξυπνες βόμβες



1764 μΧ.
Μια φορά κι ένα καιρό ο Καζανόβας και οι λοιποί επίδοξοι εραστές έκρυβαν το σπαθάκι τους μέσα στη βράκα κι έβγαιναν στην ερωτική αρένα να πολεμήσουν το θηλυκό θεριό. Την ήξεραν καλά την τέχνη του χειροφιλήματος, του βλέμματος, του στριφογυριστού φιλιού και οι κυρίες έπεφταν τάβλα… στο κρεβάτι τους.

1764 μΧ έως 1980κάτι μΧ
Κάπως έτσι συνεχίστηκε η παράδοση για εκατοντάδες χρόνια. Μέσα σε αχυρώνες, παρκάκια, μπαράκια, γκαρσονιέρες και μοτέλ… Ώσπου οι εποχές άλλαξαν… και μια αποφράδα ημέρα ανακαλύφθηκε από τον Κολόμβο των PC, το ιντερνετ!

1980κάτι μΧ έως σήμερα και βάλε…
Οι ερωτικές μάχες δεν διεξάγονται πλέον μόνο στα προαναφερθέντα πεδία μαχών και οι σώμα με σώμα αναμετρήσεις έχουν εν μέρει αντικατασταθεί από τη χρήση των «έξυπνων δικτυακών βομβών». Μεταξύ αυτών είναι: τα chat-room, τα site συνοικεσίων, τα e-mail, το MSN και για να μην πέσει το σπίτι μας να μας πλακώσει, δε θα λησμονήσω να αναφερθώ στα blogs…

Post από την γυάλα της κακιάς μάγισσας
Εμπειρογνώμονες της ερωτικής τέχνης, μεταξύ αυτών και ο administrator Ασκητής, έχουν προβλέψει ότι μες την επόμενη δεκαετία θα ολοκληρωθεί η αντικατάσταση του απαρχαιωμένου πολεμικού υλικού. Συγκεκριμένα:

Το safe sex (παρότι μόλις ολοκλήρωσε το με ραβδώσεις master του) θα αντικατασταθεί πλήρως από το cyber sex.
Ο φτερωτός θεός του έρωτα θα παραδώσει τα σκήπτρα σε μια εικονική ρέπλικα που θα σχεδιάσει η Microsoft.
Tα σπερματοζωάρια θα δώσουν τη θέση τους σε καρπερά δικτυακά σκουλήκια της Google.
Τα προφυλακτικά θα αντικατασταθούν από εξειδικευμένα anti-virus.
Τα σεντόνια του κρεβατιού από ολοκάθαρα μοσχομυριστά wallpapers.

Και το σημαντικότερο απ όλα…
Το έτερον ήμισυ δεν θα ενδιαφέρεται πλέον για την ερωτική ρώμη του παρτενέρ του ή αν έπλυνε εξονυχιστικά τις μασχάλες του πριν το γούτσου-γούτσου. Εκείνο που θα τον κόπτει, είναι μονάχα αν διαθέτει γρήγορη σύνδεση στο δίκτυο, ώστε να μην κάνει διακοπές η βιντεο-επικοινωνία κατά τη διάρκεια του πισωκολλητού…

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

Οι έξι συμβουλές


Συμβουλή σε νεόνυμφους
Αν παντρεύεστε και ψάχνετε για κουμπάρο, κυκλοφορούν στην πιάτσα «Σικελοί» σε τιμή ευκαιρίας… Θετικό: Δεν κινδυνεύετε να κρυφο-πηδηχθούν με το έτερο ήμισυ λόγω «Omerta». Αρνητικό: Κινδυνεύετε να χάσετε το οικογενειακό σας κομπόδεμα ανά πάσα στιγμή…

Συμβουλή σε υποψήφιους κουμπάρους
Άμα ποτέ προσπαθήσετε να εκβιάσετε κάποιον επιχειρηματία εκμεταλλευόμενος την κρατική θέση που κατέχετε για να τα κονομήσετε, προς θεού μην ξεχάσετε κανένα τσιγαριλίκι στο γραφείο σας. Μεγάλη ξεφτίλα αν σας πιάσουν. Και λαμόγιο και χασικλής πάει πολύ! Είδατε πως την πάτησε εκείνο το ομορφόπαιδο…

Συμβουλή στον αρχη-παπά
Απ τη μια οι δικοί σου τα μαγειρεύουν στην κολυμπήθρα σου κι απ την άλλη εσύ βροντοφωνάζεις κάθε φορά που τρως κεμπάπ, ότι θα στείλεις τη διαφθορά στην κόλαση. Τώρα όμως που έσκασε το σκάνδαλο της ΜΕΒΓΑΛ, κάνεις την πάπια μες την κολυμπήθρα σου. Βρε που τα τσαμπουνάς αυτά;! Αν έλεγες τουλάχιστον: «Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω», όλοι οι πολιτικοί σου αντίπαλοι θα έκαναν τουμπεκί.

Συμβουλή στους πιστούς
Λάθος θρησκεία επέλεξες άπιστε λαέ. Ίσως θα ήταν καλύτερα να επιλέξεις εκείνη που πίσω απ την κουρτίνα-παραβάν έχει ως πρώτη εντολή: «Να μου ψοφήσει το χέρι, αν τους ξαναψηφίσω…» Βέβαια θα μου πεις, μήπως και οι άλλοι δεν έχουν κουμπάρους;… Τώρα που το ξανασκέφτομαι μάλλον δεν τον γλιτώνεις τον ΖΟΟΝΓΚ πίσω απ την κουρτίνα!

Συμβουλή στους αναγνώστες
Άμα θέλετε να σκοτώσετε τον διεφθαρμένο που κρύβεται μέσα σας, να τρώτε πρωί, μεσημέρι βράδυ, κεμπάπ απ του Μπαϊρακτάρη…

Συμβουλή στον Βήτα Μι Μπάρουακ
Γιατί δεν κρατάς ένα συγκεκριμένο στυλ στο blog σου, άνθρωπέ μου!

Γιατί…. δεν είμαι καθόλου καλά γιατρέ!