Σάββατο, Μαΐου 13, 2017

Το "Μαύρο φυλαχτό" αυτοπαρουσιάζεται...

 Aν σας βγάλει ο δρόμος, περάστε μια βόλτα το Σάββατο στις 8 μμ από το Έναστρον βιβλιοκαφέ (Σόλωνος 101) να μιλήσουμε για το νέο μου βιβλίο. Ερωτήσεις, σχόλια και κουβεντούλα πάνω στη μαγική διεργασία της δημιουργίας είναι ευπρόσδεκτα.

Τετάρτη, Μαρτίου 01, 2017

"Μαύρο φυλαχτό", η παρουσίαση στην Αθήνα


Σας καλώ στην παρουσίαση του νέου μου βιβλίου στο PUBLIC (Καραγεώργη Σερβίας 1, Πλ. Συντάγματος, Αθήνα) στην αίθουσα εκδηλώσεων (5ος όροφος). Για το βιβλίο θα μιλήσoυν ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Διονύσης Μαρίνος και ο συγγραφέας Θανάσης Σκρουμπέλος. 

Πέμπτη 09/03/2017 19:00 μμ

Δείτε video από την παρουσίαση του βιβλίου, όπως τα κατέγραψε ο Ναπολέων Ροντογιάννης για το www.giannena-e.gr








Τρίτη, Φεβρουαρίου 14, 2017

Κριτικές για το "Μαύρο φυλαχτό"

Σούλι











Πατώντας στο όνομα του κάθε κριτικού μπορείτε να ταξιδέψετε και στην κριτική που έχει γράψει:

Καλλιόπη Κριτικού στην Ηuffingtonpost

Τέσυ Μπάιλα στο Culturenow.gr

Γιώτα Παπαδημακοπούλου στο culture21century.gr

Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη στο bookia.gr

Φίλιππος Φιλίππου στο fractal.gr

Γιάννης Παπαγιάννης στο fractal.gr

Κώστας Τραχανάς στο books.matia.gr

Δάνης Κουμασίδης στις Αναγνώσεις της Κυριακάτικης Αυγής

Τζούλια Γκανάσου στο Βακχικόν

Διώνη Δημητριάδου στο Booktour

Βιβή Γεωργαντοπούλου στη Λέσχη Ανάγνωσης του "Degas"




Και μερικές συνεντεύξεις:

Στον M. Hulot (Lifo) 

Στον Δημήτρη Μαστρογιαννίτη (Athens Voice)

Στον Κώστα Στοφόρο (Δρόμος)

Στον Πιερή Παναγή (Ο φιλελεύθερος Κύπρου)

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2017

Η αρχή από το "Μαύρο Φυλαχτό"

Βαγγέλης Μπέκας

Ταξιδεύοντας για την πολιτεία των Κορφών*

 καλοκαίρι, 1797


Εδώ, στο βράχο που στέκομαι, στην άκρη του γκρεμού, την πάτησε κάτω ο άντρας της με το γόνατο στο λαιμό, σαν να ’ταν προβατίνα για σφάξιμο και γύρω όλο το χωριό να κοιτάει.
Κι αυτή, γυναίκα όμορφη, ψηλή και κορδωμένη   −πρωτοξαδέρφη την είχα απ’ την μεριά του πατέρα− σερνόταν τρομαγμένη πια στην κόψη του γκρεμού. Μάταια προσπαθούσε να του ξεφύγει. Ανήμπορη και βουβή κάτω στο χώμα, τον κοίταγε και εκλιπαρούσε με κλαμένα μάτια. Το βλέμμα της χαμένο στη σκόνη που σήκωναν τα τσαρούχια του άντρα της. Τσαρούχια δίχως φούντα. Οι φούντες είναι για τις γιορτές και τις εκκλησιές του κάμπου, δεν χωρούν σε σφαγές στα κατσάβραχα του Σουλίου.
 «Δεν κρένεις τώρα, ωρή, κατάπιες τη γλώσσα σου;» αντήχησε στα βράχια η βραχνή φωνή του και την άρπαξε απ’ τα μαύρα της μαλλιά, που άστραφταν στον ήλιο. «Όταν έχωσες τον διάολο κάτω απ’ την ποδιά σου, έμεινες μουγκή; Κρίνε τώρα ό,τι έχεις μέσα σου, μίλα πριν σε πάρει το ποτάμι…»
Ακόμα η αγριοφωνάρα του τρυπώνει στον ύπνο μου και με ξυπνά. Γιατί τότε κιότεψα, δεν μίλησα. Έτρεμα σαν αμούστακο προσπαθώντας να βαστάξω τη θεια να μη σωριαστεί. Λύγισε η έρμη, μαυροφορέθηκε κι έκλαιγε για τη μικρή της κόρη.
Στέκαμε όλοι άπραγοι σε σχήμα μισοφέγγαρου και κοιτούσαμε το χαλασμό. Φουστανελάδες με βλέμμα υγρό και τις σπάθες κρεμασμένες στο πλάι, γυναίκες με λευκά τσεμπέρια στα μαλλιά και μωρά παιδιά που έσκουζαν τρομαγμένα στην ποδιά της μάνας. Κι οι μαυροφορεμένες γριές με τους ρόζους στα χέρια, σταυροκοπιούνταν μπρος στα κυπαρίσσια.
Όλοι άπραγοι. Αδερφό δεν είχε. Κι εγώ, ο πρωτοξάδερφος, δεν έβγαλα μιλιά.
Μου ’ρθε, θυμάμαι, η μυρωδιά ρόδου που ’βαζε στα μαλλιά της, κι ύστερα η μύτη της άνοιξε κι έτρεχε, το αίμα της λέκιασε το χώμα. Το μύρισα, ο νους μου θόλωσε. Πήρα βαθιά ανάσα να ’ρθω στα συγκαλά μου και πισωπάτησα αντί να κάνω μπρος να του φωνάξω: «Όπα, ως εδώ!»
Ο άντρας της σκούπισε με τα χοντρά του δάχτυλα τον ιδρώτα απ’ το κούτελό του, σήκωσε το βλέμμα και μας κοίταξε. Η ματιά του ήταν κόκκινη. Μεσημέρι μες στο κατακαλόκαιρο κι ήταν μούσκεμα απ’ το λιοπύρι, μα μου φάνηκε δακρυσμένος.
Έλυσε γύρω απ’ τη μέση του το σακί. Την πάτησε στο στήθος. Την έκανε ένα με τη γη και με δυο τρεις σβέλτες κινήσεις την έχωσε μέσα. Εκείνη ακόμα δεν έβγαζε μιλιά, μονάχα έσκουζε. Σαν να ’τανε μουγκή του μιλούσε με τα μάτια, για να την λυπηθεί.
Το χέρι του όμως ήταν σταθερό, λες κι έχωνε τον Αλή πασά στο σακί. Την έραψε μέσα. Βελονιά τη βελονιά. Κι εκείνη η καψερή μονάχα τότε ξέσπασε:
«Συγχώρα με, Λάμπρο μ’… συγχώρα με, τη δόλια».
Ο Λαμπρο-Βέλιος όμως τη σήκωσε ψηλά να τη δει όλο το χωριό μες στο σακί κλεισμένη, να κλωτσάει, να χτυπιέται, να μουρμουράει μια προσευχή. Η θεια λύγισε και γονάτισε δίπλα μου, έσκυψα κοντά της. Σκούπισα το δακρυσμένο μούτρο μου στην πουκαμίσα να μην με δουν οι χωριανοί να κλαίω σαν γυναικούλα και τον ξανακοίταξα.
Στα αλήθεια ήταν κι εκείνος δακρυσμένος. Την αγαπούσε, ο έρμος, αλλά έδωσε μια μ’ όλη του τη δύναμη και την πέταξε κάτω στο φαράγγι. Να πάρει τη μοιχαλίδα ο αφρισμένος ποταμός, να την πνίξει στη θάλασσα.
Ξαδέρφη μου ήταν. Αίμα μου. Θυμάμαι τούτα κι ακόμα με πονάει, όμως τι να ’κανα; Αυτοί ήταν οι νόμοι στα βουνά μας. Αν πήγαινα κόντρα θα μ’ έτρωγε το Σούλι κι ήμουν νέος πολύ για να φαγωθώ. Της είχα πει να βιαστεί να ακολουθήσει βράδυ εκείνον που στα κρυφά αγάπησε. Εκείνος πρόφτασε και το ’σκασε στον κάμπο. Θα ’χε σωθεί, δεν μ’ άκουσε.
«Άιντε, Μάρκο, τι έπαθες και μαρμάρωσες; Είδες άγγελο με ουρά φιδιού;» μου φώναξε ο Γιώργης που κατέβαινε σαν κατσίκι το φαράγγι στα σκοτάδια. «Βιάσου, θα μας βρει ο ήλιος!»
Άφησα πίσω τον βράχο που χάθηκε η ξαδέρφη μου, ξόρκισα τη θύμησή της, άνοιξα το βήμα και τον ακολούθησα στους γκρεμούς. Όσο κι αν το ’θελα να φύγω μακριά απ’ τους χαλασμούς, σύντομα θα ’ρχόμουνα για δεύτερη φορά σ’ ανάλογη κατάσταση. Κι ακόμα χειρότερη. Μύριες φορές πιο πάνω.

---


Απ’ τα βουνά του Σουλίου ξεκινήσαμε σαν σκοτείνιασε και θέλαμε κοντά επτά ώρες περπάτημα για να φτάσουμε στην Πάργα κι από κει ποιος ξέρει ακόμα πόσες για τους Κορφούς. Μάθαμε πως οι Φραντσέζοι του Βοναπάρτη χάλασαν τους Βενετούς, πήραν το νησί και το ’χαμε έγνοια μην μείνουμε από συμμάχους. [...]

*Η Κέρκυρα όπως τη λέγανε τότε.

ΥΓ. Μπορείτε να κατεβάσετε δωρεάν τις πρώτες 80 σελίδες του βιβλίου στο site των εκδόσεων Ψυχογιός.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2017

Πώς μου προέκυψε το "Μαύρο Φυλαχτό"



Μαθαίνοντας ότι κατάγομαι από ένα ορφανό που έχασε τους γονείς του στη σφαγή των Σουλιωτών στο Ζάλογγο, ήταν αναπόφευκτο κάποια στιγμή να γράψω ένα μυθιστόρημα για το Σούλι. Είναι που ο Καζαντζάκης έγραψε τον Καπετάν Μιχάλη του και είπε λόγια με βάθος στην Αναφορά στον Γκρέκο. Είναι που, αν δε σκάψεις μέσα σου, αν δε βρεις τις ρίζες, ποτέ δε θα μάθεις ποιος στ’ αλήθεια είσαι. Ως άνθρωπος. Και ως γένος. Κι αν δεν ξέρεις ποιος στ’ αλήθεια είσαι, χάνεσαι στη δίνη της εποχής. Όπως και η χώρα.
Όμως το Μαύρο φυλαχτό δεν είναι ιστορικό εγχειρίδιο, ούτε αυτοβιογραφικό κείμενο. Είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Και μόλις διάβασα στο διδακτορικό της Β. Ψιμούλη για τους Σουλιώτες πως όταν κάποιος σκότωνε γυναίκα στο Σούλι, όφειλες για εκδίκηση να σκοτώσεις τέσσερις άντρες από τη φάρα του φονιά, συγκλονίστηκα.
Η συνειδητοποίηση ότι η γυναίκα ήταν κάτι ιερό για τους Σουλιώτες με συντάραξε. Δεν ήταν μόνο το Ζάλογγο και τα πελώρια αγάλματα στην κορυφή του βουνού που από μικρός θαύμαζα. Όταν μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, στα Γιάννενα, τα χαρέμια ήταν γεμάτα σκλαβωμένες χανούμισσες, οι γυναίκες στο Σούλι θεωρούνταν πολύ σημαντικές. Συχνά εκπροσωπούσαν τις φάρες όταν είχαν διαφορές και η ξακουστή Τζαβέλαινα με τις υπόλοιπες γυναίκες του Σουλίου πρωτοστάτησαν στη νίκη των Σουλιωτών τη δεύτερη φορά που τους επιτέθηκε ο Αλή πασάς. Θα έγραφα, λοιπόν, για τις γυναίκες που έγραψαν Ιστορία.
Κι επειδή το κουσούρι της αστυνομικής πλοκής το είχα από τα πρώτα μου μυθιστορήματα –επηρεασμένος όμως πολύ περισσότερο από τον Σοφοκλή και τον Σαίξπηρ απ’ ό,τι από τον αστυνόμο Μπέκα– αμέσως κατάλαβα ότι η ιδιαιτερότητα της σουλιώτικης βεντέτας θα μου έδινε πλούσια πλοκή. Θα έγραφα λοιπόν ένα ιστορικό μυθιστόρημα με αφηγηματικό κορμό θρίλερ μυστηρίου. Ακολουθώντας τον δρόμο του Ουμπέρτο Έκο και του Πάτρικ Ζίσκιντ.
Στην έρευνα που ακολούθησε, έμαθα επίσης ότι εκείνος που έγραψε το βιβλίο από το οποίο αντλούμε τις περισσότερες πληροφορίες για τους Σουλιώτες ήταν ο Χριστόφορος Περραιβός. Ο τελευταίος Έλληνας που είδε ζωντανό τον Ρήγα Φεραίο. Και κάπως έτσι το παζλ έδεσε ολότελα. Οι ιδέες του Ρήγα και οι Σουλιώτες ήταν κοντά· από εκείνους σκόπευε να ξεκινήσει την επανάσταση του γένους.
Βενετοκρατούμενα Επτάνησα και Πάργα και Πρέβεζα, οι Γάλλοι επαναστάτες φτάνουν με νέες ιδέες και ιδανικά, ενώ λίγο πιο κει τα Γιάννενα των Οθωμανών και το ελεύθερο Σούλι. Όχι, δεν ήταν απλώς ο πόλεμος ενός πασά με κάποιους ληστές. Ήταν μια κοσμογονία.
Ο Βοναπάρτης βάζει φωτιά στα φουστάνια των γαλαζοαίματων της Ευρώπης, οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης εφαρμόζονται στην Κέρκυρα, κι εγώ θα έγραφα την ιστορία του Μάρκου. Θα έγραφα για εκείνον, τον αθώο άνθρωπο σε φοβερές εποχές, που η ευστροφία και η μουσική τον γλιτώνουν από τα δεινά, αλλά ως πότε. Που του παίρνει τα μυαλά ο έρωτας για μια όμορφη Κερκυραία και το χρέος της δολοφονημένης αδερφής τον κατατρέχει. Και τότε ξεσπά ο τελευταίος πόλεμος με τον Αλή πασά.
Δέκα χρόνια από τη ζωή του Μάρκου, ντελικάτου εραστή και μουσικάντη. Κάλπικος Σουλιώτης σε ηρωικές εποχές. Τότε που ιδρύθηκε και το πρώτο ελληνικό κρατίδιο έπειτα από αιώνες, η περίφημη Επτάνησος Πολιτεία. Όπου ο Καποδίστριας πρωτοστατεί. Και οργανώνει το πρώτο μεγάλο αντάμωμα των οπλαρχηγών από όλη την Ελλάδα για να προστατέψουν τη Λευκάδα από τον Αλή πασά. Κι ήταν όλο αυτό για μένα ένα όμορφο ταξίδι. Εκεί όπου ξεκίνησαν όλα. Πίσω στον χρόνο. Μέσα μας.

Πρώτη δημοσίευση εδώ.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2017

Αρχές Φεβρουαρίου κυκλοφορεί το νέο μου βιβλίο: Μαύρο Φυλαχτό

βαγγέλης μπέκας

Είναι ιστορικό μυθιστόρημα με αφηγηματική δομή θρίλερ-μυστηρίου. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω:

1797 Η αριστοκρατία των Βενετών καταρρέει στα Επτάνησα και η δημοκρατία των Γάλλων καταφθάνει μαζί με νέες ιδέες και ιδανικά. Η Γαλλική Επανάσταση εξαπλώνεται.
Το Κριτήριο των οπλαρχηγών στέλνει τον Μάρκο κατάσκοπο του Σουλίου στην Κέρκυρα, για να μάθει αν οι Γάλλοι έρχονται σαν φίλοι ή εχθροί. Ο Αλή πασάς παραμονεύει. Όπλα του Μάρκου, οι γνώσεις που αποκόμισε στις ξακουστές σχολές των Ιωαννίνων, η ευστροφία και η μουσική. Αχίλλειος πτέρνα του, η έλλειψη θάρρους, αν και Σουλιώτης. Φιλοξενείται στο αρχοντικό του μεγαλέμπορα σιορ Μάντακα, όπου μαγεύεται απ 'την αρχόντισσα και την κόρη της, γυναίκες που αποπνέουν φραντσέζικο αέρα. Παριζιάνικα αρώματα και Σούλι: δυο κόσμοι συγκρούονται μέσα του · δυο κόσμοι όπου οι γυναίκες γράφουν Ιστορία.
Στην Κέρκυρα ο Μάρκος εμποτίζεται με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης που εφαρμόζονται στο νησί και γίνεται φίλος με τον Περραιβό, τον τελευταίο Έλληνα που είδε ζωντανό τον Ρήγα Φεραίο. Όμως ένας φόνος τον γυρίζει πίσω. Κι όταν κάποιος χάλαγε γυναίκα στο Σούλι, όφειλες να σκοτώσεις τέσσερις άντρες από τη φάρα του φονιά για να έρθει το αίμα στα ίσα. Ο Μάρκος μυρίζει αίμα και πισωπατά.
Τότε ο Αλή πασάς ορμά στο Σούλι κι ο Μάρκος παγιδεύεται στο πλέγμα του έρωτα, της βεντέτας και της πατρίδας που κινδυνεύει από τους Οθωμανούς. Έρωτας, αδερφή, χρέος. Κόκκινο σαν αίμα. Και μες στον χαλασμό της μάχης των χριστιανών με τους μουσουλμάνους, το μαύρο φυλαχτό γίνεται ευχή και κατάρα για μια λύση.