Τετάρτη, Φεβρουαρίου 29, 2012

"Υπογείωση" του Γιώργου Λαμπράκου

Τρία χρόνια μετά το εξαιρετικό «Αναμνήσεις από το ρετιρέ», ο Γιώργος Λαμπράκος ξαναχτυπά με τη νουβέλα «Υπογείωση» φλερτάροντας με το θέατρο του παραλόγου. Ακολουθεί ένα σύντομο απόσπασμα:


Ναι, δυστυχώς πρέπει να τρώω, δε γίνεται μόνο να πίνω. Έτσι μου 'παν, αλλιώς , μου 'παν, θα πεθάνω. Θα πεθάνω σίγουρα, έτσι μου 'παν. Θα πεθάνω από πείνα ή από κίρρωση του ήπατος, έτσι μου 'παν. Όταν πεθαίνεις άσχημα, είναι άσχημα τα πράγματα, έτσι μου 'παν. Δίκιο θα 'χουν δεν μπορεί! Τα πράγματα είναι άσχημα μόνο όταν είναι άσχημα, τους έλεγα με τη σειρά μου. Κι αυτοί μου έλεγαν άλλα. Κι εγώ απαντούσα άλλα. Ααα... οι λέξεις δεν μου έλειψαν ποτέ! Έχω περισσότερες απ' όσες χρειάζομαι πια. Τι τις θέλω τοσες; Να πω τι; Τον πόνο μου; Σιγά το πράμα!

Τρίτη, Φεβρουαρίου 07, 2012

Το μεγαλύτερο έγκλημα

Όχι, δεν βρέθηκα στο τμήμα γιατί έκλεψα. Ούτε φυσικά γιατί αφαίρεσα κάποιου τη ζωή. Μπορεί να γράφω ιστορίες που αφορούν εγκλήματα, αλλά στη ζωή, παρότι τολμηρός, είμαι ήρεμος και ίχνος εμπάθειας δεν έχω κανένα.

Όλα ξεκίνησαν ενώ έκανα την καθιερωμένη βόλτα μου στην Ερμού, παρατηρώντας τους περαστικούς φορτωμένους με ψώνια. Όχι, όχι, εγώ δεν ακολουθώ το παράδειγμά τους. Αφού το πορτοφόλι μου λιμοκτονεί. Δεν είναι θέμα οικονομικής κρίσης, αλλά επαγγέλματος.

Η γυναίκα μου αντιμετωπίζει με κατανόηση την οικονομική μου στενότητα. Εξάλλου, έχω εξασφαλίσει την ψυχαγωγία της. Γράφω περιστασιακά σε ένα περιοδικό για κινηματογράφο -χωρίς βέβαια, να πληρώνομαι- οπότε μπορώ να της προσφέρω δωρεάν τις καλύτερες ταινίες στις δημοσιογραφικές προβολές. Και στις ποιητικές βραδιές περνάμε περίφημα. Ειδικά όταν οι απαγγελίες σταματήσουν και πλησιάσουμε επιτέλους στον μπουφέ.

Παρατηρώντας τα τεκταινόμενα στην Ερμού, αναθεμάτιζα τη μοίρα μου που δεν με έκανε ινδιάνο με φτερά στο κεφάλι ή δεν μου’ μαθε βιολί να κερδίζω τη συμπάθεια των περαστικών με τη δεξιοτεχνία μου. Που ούτε ένα πόδι δεν μού ’κοψε σε ναρκοπέδιο συνόρων, ώστε να γίνω ένας καθωσπρέπει ζητιάνος.

Απεναντίας με έκανε συγγραφέα. Και μάλιστα συγγραφέα ποιοτικών βιβλίων. Μπορεί να μην με πιστεύετε, βλέποντάς με σε αυτή την κατάσταση, αλλά έχω γράψει 5 μυθιστορήματα. Μάλιστα, ένα από αυτά βραβεύτηκε από ένα λογοτεχνικό περιοδικό.

Οι κριτικοί με έχουνε καλομάθει. Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει αρνητική κριτική για το έργο μου, πέρα από δυο τρεις εξαιρέσεις που δεν τις έλεγες κριτικές, μα λιβέλους. Παρ’ όλα αυτά ποτέ μου δεν κατάφερα να πουλήσω πάνω από 3.000 αντίτυπα. Βγάζοντας ένα βιβλίο το χρόνο, μου αναλογούν γύρω στα 5.000 € που δεν φτάνουν ούτε για το νοίκι.

Δεν το κρύβω πως έχω προσπαθήσει να γράψω και ροζ λογοτεχνία, με ψευδώνυμο, αλλά το χειρόγραφό μου απορρίφθηκε. Κανείς δεν ξεγελιέται τόσο εύκολα. Πρέπει να το έχεις στο αίμα σου.

Ήμουν, λοιπόν, απελπισμένος. Πρέπει να καταλάβετε, Α-Π-Ε-Λ-Π-Ι-Σ-Μ-Ε-Ν-Ο-Σ! Στην αρχή δεν μου πέρασε από το μυαλό, παρότι παρατηρούσα συχνά όλους αυτούς τους τύπους που έστεκαν στον πεζόδρομο ντυμένοι άγγελοι, Άραβες, νεράιδες ή πολεμιστές να ζητούν τον οβολό μας. Μονάχα όταν τους πλησίασα και διαπίστωσα ότι κάποιοι εξ αυτών δεν ήταν απλώς ξεπεσμένοι ηθοποιοί, μα μαυριδερότατοι μετανάστες που είχαν βάψει το πρόσωπό τους λευκό για να παραπλανήσουν ακόμα και τους πιο ακραίους εθνικόφρονες.

Σήκωσα το χέρι και χάιδεψα το πιγούνι μου. Γιατί να μην το έκανα κι εγώ; Ποιος θα με καταλάβαινε; Θα έβαφα το πρόσωπό μου, θα φόραγα κελεμπία και θα κρατούσα ένα λουλούδι στο χέρι για να δείχνω ρομαντικός.

Το επόμενο κιόλας πρωί έβαλα μπρος το σχέδιό μου. Τη φοβόμουν, βέβαια, την Ερμού, καθώς σύχναζαν αρκετοί γνωστοί. Ήταν, όμως, η πιο επικερδής πιάτσα που μπορούσα να φανταστώ. Πουθενά αλλού δεν είχα δει τόσα χαρούμενα πρόσωπα. Τις χρειάζεται τις γελαστές φάτσες η ζητιανιά.

Πρέπει να ήταν γύρω στις 10 το πρωί όταν κάθισα στο πόστο μου. Μαζί μου είχα ένα μισόλιτρο τσίπουρο, το οποίο είχα σχεδόν τελειώσει μέχρι να φτάσω.

Και νά σου τα σαλαμαλέκουμ. Και νά σου τα καραγκιοζιλίκια. Γύρω μου μαζεύτηκε κόσμος, κόσμος πολύς - αναθάρρησα. Το τενεκεδάκι μου γέμισε κέρματα. Αν συνέχιζα με αυτό το ρυθμό, σε λίγο θα ξεπερνούσα και την αμοιβή που είχα πάρει κάποτε από μια εφημερίδα για να γράψω ένα διήγημα με τίτλο «Επιστροφή στην κόλαση».

Σύντομα όμως θα ζούσα την πραγματική κόλαση.

Δεν τον είχα προσέξει αμέσως, πρέπει να βρισκόταν αρκετή ώρα εκεί. Στεκόταν χαμογελαστός ανάμεσα στο πλήθος που με χάζευε, παρέα με τη μικρή του κόρη. Τι ύφος, τι στιλ! Αληθινός αριστοκράτης, ο εκδότης μου.

Φορούσε ένα πανάκριβο παλτό (προσωπικά θα προτιμούσα ένα σαν εκείνο του Τζωρτζ Γκρημπ στο «Αναζητώντας τον κ. Γκρην») και καινούργια γυαλιά ηλίου, ενώ η κόρη του, με κάτι παρδαλά πιαστράκια στα μαλλιά, κρατούσε πλαστικές τσάντες των πιο ακριβών καταστημάτων του κέντρου.

Παρότι ήμουν βέβαιος ότι η λευκή βαφή έκρυβε την όψη μου, είχα σχεδόν παραλύσει. Ειδικά όταν η κόρη του πλησίασε και μου έριξε ένα 50λεπτο μέσα στο τενεκεδάκι, σχεδόν κατουρήθηκα πάνω μου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, σε λίγο άκουσα τον εκδότη μου, να λέει:

«Κοίτα να δεις μερικές συμπτώσεις!»

Γυρίζοντας προς τα κει, είδα τον πρόεδρο της επιτροπής κρατικών βραβείων, συνοδευόμενο από τον μεγαλύτερο σταρ της λογοτεχνικής κριτικής να τον πλησιάζουν.

Ο εκδότης μου τους μιλούσε πρόσχαρα κι εκείνοι έδειχναν ιδιαίτερα ευδιάθετοι. Ίσως να τους έλεγε για το τελευταίο μου βιβλίο, το πιο αδικημένο από όλα. Ναι, ακριβώς αυτό πρέπει να τους έλεγε. Άξιζε σίγουρα το κρατικό βραβείο. Το κρατικό βραβείο θα με έβγαζε από τη δύσκολη θέση.

Τότε, όμως, έφτασε το παρατεταμένο σφύριγμα και οι τρομαγμένες φωνές. «Police, police!» ούρλιαξε κάποιος μαύρος ξερακιανός και σχεδόν αμέσως οι μετανάστες που βρισκόταν δίπλα μου φόρτωσαν την πραμάτεια τους στον ώμο και το ‘βαλαν στα πόδια. Άρπαξα τα κέρματα απ’ το τενεκεδάκι και τους ακολούθησα δίχως δεύτερη σκέψη, φορώντας την κατάλευκη κελεμπία μου που με δυσκόλευε.

Πέρασα τρέχοντας έξω από το Public, τον Ελευθερουδάκη, τον Ιανό, τον Παπασωτηρίου, την Πολιτεία, όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία του κέντρου. Γεμάτα βιβλιοφάγους, πωλητές, βιβλία και χρήμα που έρεε άφθονο. Τόσος πολύς κόσμος να ζει από το βιβλίο κι εγώ που βγάζω με πόνο τον καρπό απ’ τη γη, να έχω πίσω μου έναν αστυνομικό να με κυνηγά λυσσαλέα.

Αποφάσισα να στρίψω προς τα Εξάρχεια. Δεξιά κι αριστερά στην πορεία μου εκδοτικοί οίκοι, βιβλιοκαφέ και τυπογραφία, έσφυζαν από ζωή και δημιουργικό οργασμό, ενώ εγώ συνέχιζα να τρέχω για να σωθώ από τον υπερβάλλοντα ζήλο εκείνου του μπάτσου. Θα με είχε περάσει για μετανάστη, ο ηλίθιος.

Κάπου λοιπόν στη δαιδαλώδη βιομηχανία του βιβλίου των Αθηνών, η κελεμπία μου πιάστηκε σε μια γωνιά και σωριάστηκα στην άσφαλτο, ακριβώς έξω από την Πρωτοπορία.

Ήθελα να φωνάξω:

«Κάνετε λάθος, δεν είμαι μετανάστης, συγγραφέας είμαι, συγγραφέας!»

Τότε, όμως, πρόσεξα μέσα από την τζαμαρία του βιβλιοπωλείου την ταμεία να τοποθετεί το τελευταίο μου βιβλίο σε μια πλαστική σακούλα και να χτυπά την απόδειξη στην ταμειακή μηχανή. Ντράπηκα. Ήταν κι όλα εκείνα τα βλέμματα των βιβλιόφιλων, που είχαν βγει έξω και με κοίταζαν.

Ευτυχώς, δεν με αναγνώρισαν. Παρ’ όλα αυτά προσπάθησαν να πείσουν τον λαχανιασμένο αστυνομικό να με αφήσει, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος και με έσυρε στο τμήμα σαν να ’μουν κανένας εγκληματίας.

Τρεις ώρες με είχανε να περιμένω έξω από το γραφείο του ανακριτή.

«Πάλι καλά που δεν με πέτυχε κανένας δημοσιογράφος», συλλογιζόμουν, μα λίγο αργότερα δυο αλλόκοτες εικόνες κεραυνοβόλησαν τη σκέψη μου.

Το βαμμένο πρόσωπό μου, πρωτοσέλιδο σε σκανδαλοθηρικό έντυπο.

Και η αυτοσχέδια τσέπη της κελεμπίας μου, γεμάτη χαρτονομίσματα.




Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δέκατα (Άνοιξη 2010). Θέμα τεύχους: η ζωή του συγγραφέα.Μοιράστηκε στην «Πerformance διήγημα δρόμου» τον Οκτώβριο του 2010.