Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006

Ο παραμυθένιος βυθός No 3


(Ο παραμυθένιος βυθός Νο1)
(Ο παραμυθένιος βυθός Νο2)

Μπορεί να την είχαν δει σωτήρες και να είχαν αποφασίσει να πάνε στην Ποσειδωνία… ποιος όμως θα τους έδειχνε το δρόμο για κει; Ο γερο-κάβουρας έψαξε για εθελοντές αλλά δεν βρήκε κανένα… θύμα. Το μόνο που απέμενε λοιπόν ήταν να τους πάει στο μεταλλαγμένο φύκι, τη θαλάσσια γλιστρίδα.
Εκείνη που δεν μπορούσε να βάλει γλώσσα μέσα της, θα τους έδινε θαλασσινό χρησμό για το που βρισκόταν η Ποσειδωνία και το πως θα έβρισκαν το δρόμο του γυρισμού. Να όμως που η γλιστρίδα μιλούσε τόσο γρήγορα που ακόμα κι αν κατάφεραν να συγκρατήσουν τον δρόμο του "πήγαινε", ήταν αδύνατο να συγκρατήσουν το δρόμο του "έλα"…
«Καταλάβατε;», είπε η γλιστρίδα αφού τους τα ‘πε επί τροχάδην.
«Μήπως μπορείτε να μας τα πείτε άλλη μία φορά;», ρώτησε με σεβασμό η Σουπιά την μεγάλη ιέρεια και αγκάλιασε σφιχτά τον αγαπημένος της προσπαθώντας να ενώσει τις δυνάμεις του μαζί του.
Συγκεντρώθηκαν όσο περισσότερο μπορούσαν, ένωσαν το χτύπο των καρδιών τους και μόλις ακούστηκε η πρώτη φράση της γλιστρίδας, τους επισκέφτηκε ταυτόχρονα σαν υποθαλάσσιος κεραυνός μια πρωτόγνωρη ιδέα.
Η Σουπιά τυλίχτηκε γύρω απ το Βήτα κι έχυσε λίγο μελάνη, ενώ εκείνος που ‘ταν μανούλα στον προσανατολισμό, σήκωσε ένα βότσαλο από χάμω και με τα πλοκάμια της άρχισε να σχεδιάζει ένα χάρτη! Κι όταν τα λόγια της γλιστρίδας στέρεψαν, ο χάρτης είχε τελειώσει κι αυτό ήταν κάτι που χε συμβεί για πρώτη φορά στον κόσμο του βυθού. Συνδυάζοντας τη μελάνι και τα πλοκάμια της Σουπιάς, με την ικανότητα του Ιππόκαμπου στο προσανατολισμό είχαν γεννήσει κάτι νέο… Τον πρώτο χάρτη του βυθού, το πρώτο τους παιδί!

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έκαναν να φτάσουν στην Ποσειδώνια κι όταν πέρασαν το Δυτικό Κοράλι και κοίταξαν, αντίκρισαν εκατοντάδες αγκίστρια με λαβωμένα σκουλήκια, δίχτυα και βατραχανθρώπους να κυκλοφορούν τριγύρω. Τα ψάρια κρύβονταν κυνηγημένα από δω κι από κει. Μονάχα ο στρατός των σμέρνων κυκλοφορούσε ανενόχλητος σ αυτό το χάος.
Η γλιστρίδα τους είχε πει για ένα πέρασμα, σίρριζα στα βράχια και στην άμμο του βυθού, που αν το ακολουθούσαν θα τους έβγαζε στη βασιλική αίθουσα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν καλύτερο σχέδιο απ το να αιφνιδιάσουν τον Ποσειδώνα junior και να τον πιάσουν όμηρο. Για αντάλλαγμα θα ζητούσαν να πάρουν μαζί τους στην Ουτοπία, όποιους κατοίκους της Ποσειδώνας το επιθυμούσαν.
Ιππόκαμπος+Σουπιά vs Λευκό Καρχαρία;
Υπήρχε άραγε κάποιος σ ολόκληρο τον κόσμο του βυθού που να τόλμαγε να ποντάρει πάνω τους;!
Ο Ιππόκαμπος συμβουλεύτηκε τον χάρτη, έκανε νόημα στη Σουπιά και θαρρείς ταυτόχρονα μπήκαν στο πέρασμα του βράχου κι αφού σύρθηκαν για αρκετή ώρα έφτασαν μια σπιθαμή απ τη βασιλική αίθουσα. Κοίταξαν μέσα και είδαν το λευκό καρχαρία να χει αποκοιμηθεί στο θρόνο, με το ναργιλέ στο χέρι. Στα πόδια του κοιμόταν επίσης δυο ημίγυμνες καρχαριοπούλες και κανείς φρουρός δεν υπήρχε τριγύρω!

«Πάμε!», είπε αποφασίστηκα ο ιππόκαμπος κι όρμησαν καταπάνω του αλλά τότε ακούστηκε ένα δυνατό τράνταγμα στην πόρτα και μπήκε ο Θεός Ποσειδώνας με τη συνοδεία του!
«Με ζήτησες γι…»,πήγε να πει ο μουσάτος Θεός αλλά αντικρίζοντας τους εισβολείς σήκωσε τη χρυσή τρίαινα του κι ετοιμάστηκε να την εκσφενδονίσει προς το μέρος τους.
Ο Ποσειδώνας junior ξύπνησε απ τη βροντερή φωνή του πατέρα του και δίνοντας ένα τίναγμα πετάχτηκε πάνω! Μες τη βασιλική αίθουσα υπήρχαν πλέον τρεις λευκοί καρχαρίας, κι ένας Θεός με τη συνοδεία του, εναντίον του Ιππόκαμπου και της Σουπιάς που χαν αγκαλιστεί τόσο σφιχτά που νόμιζες πως είχες να κάνεις με ένα θαλάσσιο άλογο με πλοκάμια…
Υπήρχε μόνο μια ελπίδα! (Υπήρχε;) Ίσως αν έχυνε όλο το μελάνι που έκρυβε στο στομάχι της, να θόλωναν τα πάντα και να κατάφερναν να ξεφύγουν έξω απ το παλάτι. Βέβαια εκεί θα τους περίμεναν αγκίστρια, δίχτυα, τρίαινες βατραχανθρώπων… Όλοι περίμεναν από κάποιον άλλο να κάνει την πρώτη κίνηση και τότε ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος σαν έκρηξη ηφαιστείου. Δεκάδες μάτια αντάλλαξαν ματιές, το παλάτι ράγισε, η οροφή άνοιξε σαν κοραλλένιο καρπούζι και οι άκρες δέκα τεράστιων πλοκαμιών εισέβαλαν στην αίθουσα!!

Μα όχι, όχι αυτά που χαν αρπάξει την οροφή δεν ήταν πλοκάμια, ήταν δάχτυλα!

Δάχτυλα;! Μα ένας λευκός καρχαρίας δεν ξεπερνούσε σε μέγεθος ούτε το μικρότερο νύχι τους. Ο Ιππόκαμπος-Σουπιά γύρισε και κοίταξε με μιας τις δυο τεράστιες παλάμες και θυμήθηκε εκείνο που του είχε πει ο γεροκάβουρας:
«…έχεις και συ το βύσμα σου στον Πάνω κόσμο…»
Ο βασιλέας, η συνοδεία του ακόμα και ο Θεός Ποσειδώνας είχαν σαστίσει με τον απρόσκλητο επισκέπτη, είχαν σοκαριστεί κοιτάζοντας έντρομοι εκείνα τα δάχτυλα που βλέπω κι εγώ αυτή τη στιγμή να χτυπούν με τη μανία του Σοπέν τα πλήκτρα του keyboard!

H μια παλάμη χαμήλωσε και πλησίασε τον Ιππόκαμπο-Σουπιά κι εκείνος ακούμπησε μέσα της το χάρτη. Η παλάμη σήκώσε το χάρτη ψηλά, πολύ ψηλά, θαρρείς μπροστά στα μάτια που αυτή τη στιγμή κοιτάνε τα γράμματα που γεννιούνται χορεύοντας πάνω στην οθόνη. Η άλλη παλάμη με μια απότομη κίνηση μάζεψε όλα τα «καλά ψάρια» της Ποσειδώνας στη χούφτα της. Έπειτα χτύπησε με τη γροθιά της το βυθό δυνατά, τα κοραλλιά τραντάχτηκαν, έσπασαν και διασκορπίστηκαν παντού. Κι όταν ακούμπησαν χάμω στο βυθό, σχημάτισαν ένα κοραλλένιο δρόμο, δρόμο ψηφιδωτό. Ο Ιππόκαμπος-Σουπιά χαμογέλασε και ξεκίνησε πρώτος, ενώ από πίσω του ακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι. Ήξεραν ότι το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να ακολουθήσαν τον κοραλλένιο δρόμο για την Ουτοπία, χωρίς να έχουν να φοβηθούν τίποτα. Είχαν για ομπροσθοφυλακή τους τα δέκα δάχτυλα…

ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΣΕ ΕΚΣΤΑΣΗ!

Σάββατο βράδυ στο ρετιρέ μιας ψιλόλιγνης πολυκατοικίας της Ξεσαλονίκης.
Ένας Στέλιος, δύο Κατερίνες καμιά 50αρια τρελόπαιδα και lets… Party!
Το είχα μυριστεί απ τις 23:00 ότι θα γινόταν του… Δαφνιού το κάγκελο! Το κατάλαβα όταν είδα στο τραπέζι να στριμώχνονται επικίνδυνα τα μπουκάλια με το αλκοόλ, όταν αναγνώρισα πολλούς που έσταζε μέσα στο αίμα τους το αίμα του Θεού Διόνυσου!
Μα πάνω απ όλα γιατί το ταβάνι είχε διαβρωθεί και φαινόταν τα σίδερα του μπετόν πάνω απ τα κεφάλια μας. Ήμασταν στο «13 όροφο πάνω απ τη γη» κι όμως αισθανόμασταν underground!

Κι όταν στην πόρτα μας κατέφθασαν για τρίτη φορά οι μπάτσοι, τεσσεράμισι το πρωί, τότε επέλεξε ο DJ να βάλει την «Φρουτοπία» και γίναμε όλοι μια αγκαλιά, ένα ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ΣΕ ΕΚΣΤΑΣΗ!

«Είναι μία, μόνο μία… Ονειρεμένη Φρουτοπία!! Είναι μία, μόνο μία… Ονειρεμένη Φρουτοπία!!»

ΥΓ. Ήταν λίγο «Ποπ κορν» πριν το «Βυθό Νο 3». Στα της Θεσσαλονίκης θα επανέλθω σύντομα…

Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006

Ο Παραμυθένιος Βυθός Νο2


(Ο Παραμυθένιος Βυθός Νο1)

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες ταξίδευαν ο ιππόκαμπος και η σουπιά που ήταν ανεβασμένη στη ράχη του. Καθ όλη τη διάρκεια της διαδρομής αντάλλαξαν χιλιάδες σπινθηροβόλες ματιές αλλά δεν είπαν ούτε μια λέξη. Κι αυτό γιατί βάση όσων είχαν προφητέψει οι σοφές γαρίδες, όταν κάποιος έσπαγε έναν από τους τρεις κανόνες, οι άνθρωποι θα ξαναγυρνούσαν στην μυθική Ποσειδωνία και θα έσπερναν τον τρόμο και το θάνατο. Η σιωπή ήταν η αυτοτιμωρία τους…
Οι ώρες σιωπής δεν κράτησαν όμως για πολύ. Γιατί εκεί που κολύμπαγαν σύριζα σ ένα ύφαλο, είδαν σε απόσταση λίγων μέτρων να πλησιάζουν απειλητικά τα δίχτυα μια ψαρότρατας. Ο Άλφα έστριψε απότομα κι έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση αλλά λίγο πιο πέρα αντίκρισαν τον στρατό των σμερνών σε πλήρη εξάρτηση να πλησιάζει. Τα έχασαν! Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, ήταν να διαλέξουν τον τρόπο που θα πέθαινε η αγάπη τους…
«Και τώρα τι κάνουμε;», αναρωτήθηκε σπάζοντας τη σιωπή τους, η Σουπιά.
Ο Ιππόκαμπος έψαξε με μιας όλο το οπτικό του πεδίο και κοντά στο βυθό εντόπισε μια βύνη.
«Η βύνη της Κασσάνδρας!», είπε. «Ας προσπαθήσουμε, να μπούμε μέσα…»
«Μα η βύνη της Κασσάνδρας, οδηγεί στην Κασσάνδρα!», ψιθύρισε έντρομη η Σουπιά.
Οι σοφές γαρίδες έλεγαν ότι η Κασσάνδρα ήταν ο… άλλος κόσμος των ψαριών, κάτι σαν την Κόλαση και τον Παράδεισο, δύο σε ένα.
«Αν μείνουμε εδώ θα πάμε στην Κασσάνδρα έτσι κι αλλιώς…», συμπλήρωσε ο Ιππόκαμπος και κάνοντας μια απότομη βουτιά, εισέβαλαν στην καρδιά της βύνης!
Στροβιλίστηκαν, ξαναστροβιλίστηκαν, ματαξαναστροβιλίστηκαν ώσπου ένοιωσαν ένα μεγάλο τράνταγμα, πόνεσαν και κατάλαβαν ότι είχαν πιάσει πάτο!

«Χε, χε… Πγώτη φογά βλέπω κάποιους να χτυπάν ταυτόχγονα στο βυθό!», άκουσαν μια ψευδή φωνή να λέει.
Γύρισαν και κοίταξαν… Ήταν ένας κατακόκκινος γερο-κάβουρας.
«Μα… που βρισκόμαστε, είμαστε ζωντανοί;», ρώτησαν.
«Καλώς ήγθατε στην Ουτοπία φίλοι μου! Μαξ, κέγνα τα παιδιά!»
Ο Μαξ, ένα χταπόδι με πρόσωπο αχινού, έφερε δύο κοχύλια γεμάτα μ ένα πράσινο υγρό και τους έδωσε να πιουν.
«Μα… δεν είναι εδώ η Κασσάνδρα;! Οι σοφές γαρίδες λεν πως η Ουτοπία είναι ένας μύθος…»
«Οι σοφές γαγίδες;… Ας γελάσω! Μ αυτές τγώνε και πίνουν στο παλάτι του βασιλιά, τι άλλο θα έλεγαν;… Και σε είχα για έξυπνο θαλασσινό, Ιππόκαμπε…»
Ο κάβουρας τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν και τους ξενάγησε στην Ουτοπία, την πιο όμορφη πολιτεία ψαριών, που είχαν δει ποτέ. Εκεί είδαν πλάσματα που δεν τα χωρούσε η φαντασία τους. Καβουροσαλάχια, καρχαριοχελόνες, τσουχτρομαλάκια, μοναχουσγοβιούς....
«Ο τόπος μας έχει δημιουργηθεί από φυγάδες της Ποσειδωνίας...», τους έιπε. «Εδώ ζουν θαλασσινά που είναι γεννημένα για να σπάνε κανόνες… όντα που έχουν αφιερωθεί στην εξέλιξη!»
Ο ιππόκαμπος και η σουπιά κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. Ήταν ο τέλειος τόπος για να σπείρουν την αγάπη τους...

Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στην Ουτοπία, στην Ποσειδωνία ο βασιλέας είχε συγκάλεση γενικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν οι σοφές γαρίδες και όλοι οι κοπρίτοκεφαλοι φίλοι του. Μετά από διαβουλεύσεις ωρών, διαφωνίες και σφαλιαρίσματα, ο Ποσειδώνας junior χτύπησε κάτω το σκήπτρο του και βροντοφώναξε τα εξής:
«Θα έρθω σε άμεση συνεννόηση με τους ανθρώπους, για να επιτεθούν με τα καΐκια τους! Ο χρησμός το λέει ξεκάθαρα, πως όταν κάποιος σπάει τους κανόνες είναι αναπόφευκτο να συμβεί κάτι τέτοιο…» Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν έντρομοι. «Τι με κοιτάτε έτσι ζωντόβολα;! Είναι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσουμε την τάξη!» Έπειτα γύρισε στο σαλάχι, τον προσωπικό του μπάτλερ και του είπε: «Κάρολε… φέρε από μέσα το χρυσό τηλέφωνο, σε παρακαλώ. Θέλω να τηλεφωνήσω στον μπαμπά!»
Κι έτσι λοιπόν, λίγες μέρες αργότερα έφτασαν τα νέα στην Ουτοπία, πως οι άνθρωποι είχαν εισβάλει στην Ποσειδωνία και η ψυχή του Άλφα μαύρισε σαν το μελάνι της αγαπημένης του.
«Πρέπει να κάνουμε κάτι, για να τους σώσουμε…», είπε στο γέρο κάβουρα.
«Το μόνο που μπογούμε να κάνουμε είναι… να πάει κάποιος, να τους πάγει από εκεί και να τους φέγει εδώ…»
«Γιατί με κοιτάς γερο-κάβουρα μ αυτό το ύφος; Ψάχνεις εθελοντή ή θύμα;»
«Εθελοντή φυσικά… Είσαι μέσα;»
«Θέλει ρώτημα;…»
«Ωραία λοιπόν, πήγαινε πες το και στην σουπιά και φεύγετε αμέσως…»
«Αυτό αποκλείεται, η Άλφα θα μείνει εδώ!»
«Δυστυχώς μόνο οι δυο μαζί μπογείτε να τα καταφέγετε. Άκουσε με, κάτι ξέρει ο γεγο-κάβουγας…»
«Και καλά να τα βάλουμε με το βασιλέα και τους δικούς του… Με τους ανθρώπους και τον Ποσειδώνα ποιος θα τα βάλει;!»
«Αυτό δεν είναι κάτι που πγέπει να σε απασχολεί… Ας πούμε ότι έχεις και συ το βύσμα σου στον Πάνω κόσμο…»
Αυτά είπαν ο γεροκάβουρας με τον ιππόκαμπο κι αμέσως μετά ο Βήτα πήγε, βρήκε τη Σουπιά και της τα είπε χαρτί και (ψητό) καλαμάρι. Το συζήτησαν, σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν και τελικά αποφάσισαν να το κάνουν! Εξάλλου για ότι συνέβαινε στην Ποσειδωνία, έφταιγε ο έρωτάς τους…
Συνεχίζεται…
(Μην ανησυχείτε, το επόμενο θα είναι το καταληκτικό χτύπημα!)

Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2006

O παραμυθένιος βυθός


Μια φορά κι ένα καιρό, εκατοντάδες μέτρα βαθιά στα καταγάλανα νερά του Ιονίου υπήρχε μια μυστηριώδης πολιτεία, γνωστή και ως Ποσειδωνία. Εκεί ξαπόσταιναν οι κυνηγημένες απ τους ψαράδες τσιπούρες, εκεί ερωτοτροπούσαν τα δελφίνια, εκεί άλλαζαν κουστούμι οι αχινοί και τόσοι άλλοι. Με άλλα λόγια ήταν ο επί της… θαλάσσης παράδεισος των ψαριών!
Κουμάντο στον παραμυθένιο βυθό έκανε το μοναδικό εξώγαμο του Θεού Ποσειδώνα, ο Ποσειδώνας junior, ο λευκός καρχαρίας. Οι άνθρωποι δεν πλησίαζαν σε εκείνα τα μέρη, αφού ο junior βασιλέας της Ποσειδωνίας, τους δωροδοκούσε με προσφορές κοραλλιών και σμαραγδιών.
Ο βασιλέας και η παλιοπαρέα του (οι μεγαλοκαρχαρίες, οι σμέρνες, τα σκυλόψαρα και τα πιράνχας) ζούσαν σ ένα μεγάλο παλάτι χτισμένο απ’ τα πιο όμορφα κοράλλια του βασιλείου και απολάμβαναν μυθικά γεύματα. Στα βράχια γύρω απ το παλάτι ζούσαν όλοι οι υπόλοιποι φτωχοί συγγενείς και απολάμβαναν ψωμί κι ελιά με Ποσειδώνα βασιλιά.
Όλα κύλαγαν ήρεμα σε εκείνη την πολιτεία, όπου ίσχυαν τρεις κανόνες που δεν έπρεπε να παραβεί κανείς. Διαφορετικά θα γινόταν φιλέτο σε κονσέρβα που θα εξάγονταν στους ανθρώπους!
Κανόνας Νο 1: Κανένας δεν πρέπει να αμφισβητεί τις αποφάσεις, όσων ζούνε μες το παλάτι.
Κανόνας Νο 2: Κάθε μήνα τα ψάρια εκτός του παλατιού, όφειλαν να προσφέρουν φόρο το μισό της λείας τους, σε εκείνους μες το παλάτι.
Κανόνας Νο3: Για κανένα λόγο δεν έπρεπε να συναναστρέφονται και να συνεργάζονται δύο ή περισσότερα θαλασσινά που ανήκαν σε διαφορετικό είδος.

Δυστυχώς όμως οι καρδιές των ψαριών έχουν διαφορετική γνώμη απ τους κανόνες που φτιάχνου τα μυαλά τους. Κι έτσι κάπως ένα απόγευμα που ο ήλιος κρύφτηκε στα σπλάχνα της θάλασσας και την έβαψε κόκκινη, μια νεαρή σουπιά, γνωστή στα πέριξ της Ποσειδωνίας και ως Άλφα η αλανιάρα, κρυφοκοίταγε πίσω απ ένα βράχο τον ψαρο-σφαιρικό αγώνα μεταξύ των αρσενικών και θηλυκών ιππόκαμπων. Βλέπετε η μικρή μας σουπιά, ήταν ξετρελαμένη με τον επιθετικό των αρσενικών, τον Βήτα, τον κατάλευκο Ιππόκαμπο…
Δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι του έβρισκε, εξάλλου ανφάς έμοιαζε με οδοντογλυφίδα. Όλη η χάρη του ήταν όμως στο προφίλ του, καθώς θύμιζε το μακρινό ξαδερφάκι του το άλογο. Έπρεπε πάση θυσία να τον προσεγγίσει! Τι κι αν ο Κανόνας Νο 3 το απαγόρευε ρητώς;…


Ήταν της πάσης γνωστό, ότι στο τέλος του μήνα θα γινόταν ο μεγάλος τελικός μεταξύ της ομάδας των αρσενικών ιππόκαμπων του Δυτικού Βράχου με την ομάδα των θηλυκών του Πέρα Κοραλλιού. Ήταν μεγάλο γεγονός αυτό για την Ποσειδώνια. Ο ίδιος ο Ποσειδώνας junior, μαζί με όλα τα τσιράκια του θα παρακολουθούσαν το ματς, μαζί και 111 παρθένες κουτσουμούρες που θα φρόντιζαν να ικανοποιήσουν τις γευστικές τους ορέξεις. Στον junior όμως δεν έφτανε το ματς, ούτε οι παρθένες λιχουδιές, ήθελε και τσιρληντερς για το ημιχρόνιο…

Μόλις η Άλφα, η σουπιά είδε την αγγελία, έτρεξε να δηλώσει συμμετοχή. Ήταν άλλωστε το μεγαλύτερο ταλέντο της Ποσειδωνίας στο χορό και στο θέατρο και όπως ήταν φυσικό, δεν δυσκολεύτηκε να μπει στις τσιρλήντερς.
Έφτασε λοιπόν το τέλος του μήνα, το ματς ξεκίνησε κανονικά και στο ημίχρονο του αγώνος βγήκε και χόρεψε μαζί με τις υπόλοιπες. Ήταν τόσο υπέροχη, τόσο σαγηνευτική, μια θαλάσσια Σαλώμη που έκανε τον Ποσειδώνα junior να μαγευτεί με την ομορφιά της! Να ‘ταν όμως μονάχα αυτός που μαγεύτηκε;… Ο κατάλευκος ιππόκαμπος, ο πεισματάρης Βήτα, έχασε το μυαλό του με τη πανέμορφη σουπιά. Ο Βήτα πρόσεξε ότι η Άλφα τον κοίταγε αλλά δεν τόλμησε να την πλησιάσει μετά τον αγώνα. Γνώριζε καλά ότι αν έσπαγε τον τρίτο κανόνα, θα γινόταν αυτομάτως μεζές κάποιου ανθρώπου ή στην καλύτερη, του Ποσειδώνα junior, οπότε γύρισε σπίτι του με σκυμμένο κεφάλι.
O κανόνας όμως δεν ίσχυε για όλους! Κι αυτό γιατί το επόμενο βράδυ έφτασε στο σπίτι της όμορφης σουπιάς επιστολή με τη σφραγίδα του βασιλέως που της ζητούσε να πάει να τον συναντήσει στο παλάτι. Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα, έφτασαν λοιπόν και στ’ αυτιά του ιππόκαμπου Βήτα και τον έκαναν να βγει απ τη σέλα του, τρελάθηκε!
«Και γιατί αυτός και όχι εγώ!», μονολόγησε ο ερωτευμένος ιππόκαμπος και πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Αφού τολμάει ο junior να σπάει τους κανόνες, θα τους σπάσω κι εγώ!»,

Το ίδιο βράδυ οι σμέρνες χτύπησαν την πόρτα του πατρικού της Άλφα για να την παραλάβουν. Τότε, ο ερωτευμένος ιππόκαμπος που παραμόνευε κρυμμένος πίσω απ ένα βράχο, όρμησε μέσα στο σπίτι απ το παράθυρο, πλησίασε την Άλφα κι αφού της ζήτησε να καβαλήσει την πλάτη του, έφυγε σβέλτα από κει που χε μπει. Οι σμέρνες τους κυνήγησαν αλλά δεν κατάφεραν να τους προφτάσουν, αφού εκτός από την εκπληκτική ταχύτητα του Βήτα, η λατρεμένη του σουπιά άφησε πίσω τους μια σεβαστή ποσότητα μελανιού…
Όταν ανακοινώθηκαν τα νέα στο βασιλιά, η λαίμαργη καρδιά του πήγε να εκραγεί.
«Συγκεντρώστε όλες τους μεγαλοκαρχαρίες, τις σμέρνες και τα πιράνχας της Πoσειδωνίας!», βροντοφώναξε. «Ο ιππόκαμπος Βήτα και η σουπιά Άλφα έσπασαν τον τρίτο κανόνα! Θέλω να μου τους σερβίρετε ξεροψημένους στη μεγάλη πιατέλα, μέχρι αύριο το απόγευμα!»

συνεχίζεται…

Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2006

Ατομικός Προϋπολογισμός Νοεμβρίου

Μου έχουν απομείνει 380 € για να περάσω το υπόλοιπο του μήνα και σήμερα είναι Σάββατο 18/11, σωστά; Σωστά τα λες Barouak, προχώρα.
Επίσης έχω απλήρωτους τους παρακάτω λογαριασμούς:
ΔΕΥΑΠ= 10€
ΟΤΕ=105€
ΔΕΗ=51€
Δόση αυτοκινήτου=125€
Σήμα αυτοκινήτου=168€
Σύνολο=459€

Εντωμεταξύ ένας καλός μου φίλος, σιδεράς στο επάγγελμα αλλά εξαιρετικός σινεφίλ και μέγας υποστηρικτής της κινηματογραφικής τέχνης, κάλεσε εμένα και μερικούς φίλους να ανταμώσουμε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.

Χμμμ… Στην αρχή είχα δίλημμα αλλά τράβηξα το χασαπομαχαίρο και χαράκωσα θανάσιμα τον ποσοτικό ορθολογισμό που ανάβλυζε απ τη σκέψη μου. Κι έτσι κάπως, δεδομένου ότι ο νεκρός μας άφησε χρόνους, αποφάσισα να λειτουργήσω σουρεαλιστικά. Την πέμπτη το πρωί θα φορέσω το μουστάκι του Νταλί και θα ανέβω στο τρένο…

ΥΓ. Αν υπάρχεις Εσύ εκεί ψηλά, σου γνωστοποιώ ότι βαδίζοντας στα πεζοδρόμια της Θεσσαλονίκης θα σέρνω το βλέμμα μου χάμω. Τί ναι για σένα να βάλεις στο διάβα μου ένα πεντακοσαρικάκι;…

Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

Η Ελεύθερη Έκφραση στο Γύψο!



Ο Λαλιώτης, η Δαμανάκη, ο Τζουμάκας, ο Ανδρουλάκης ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο εκείνες τις μέρες. Άραγε ονειρεύονταν τότε να χτίσουν τον κόσμo μας, όπως τον έχτισαν; Έτσι θα καταντήσουμε κι εμείς; Εμείς που δεν είχαμε Πολυτεχνεία, εμείς που είχαμε μόνο την προοδευτική σκέψη;

Αλήθεια πώς θα γίνουμε όταν περάσουν τα χρόνια; Θα μπούμε κι εμείς μέσα στην κονσέρβα, θα πασπαλιστούμε με συντηρητικά και θα στριμωχτούμε ο ένας δίπλα στον άλλο, έτοιμοι να αντικατασταθούμε, να καταναλωθούμε, να φαγωθούμε;…

Μιλάνε για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία, μιλάνε για το άσυλο… Πολύ πιθανό να έχουν δίκιο αλλά εμένα αυτό που με απασχολεί είναι να πάψουν να με ραντίζουν με «συντηρητικά». Με έχετε πακετάρει επαγγελματικά, ενδυματολογικά, επικοινωνιακά, εκφραστικά τουλάχιστον αφήστε με να σκέφτομαι ελεύθερα…

Επιτρέψτε στη σκέψη μου να είναι ένα μικρό Πολυτεχνείο…

ΥΓ.Πάλι καλά που υπάρχουν και όλοι αυτοί που ήταν στο Πολυτεχνείο αλλά δεν κονσερβοποιήθηκαν! Είναι το πρότυπό μου…

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

Τρέξε, τρέξε οδηγέ…

Μιξάραμε ανατολή και δύση μουσικά και αλκοολικά και στήσαμε μεγάλο γλέντι. Δεν πέρασε όμως πάνω από μισή ώρα και χτύπησε πάλι το κουδούνι. Ήταν φυσικά ο κουτσοδόντης γείτονας, ο αρχη-ξενερουά της πολυκατοικίας…
«Αν δεν σταματήσετε, θα τηλεφωνήσω στην αστυνομία!», είπε προβάλλοντας για εκφοβισμό την αποδεκατισμένη οδοντοστοιχία του. «Η ώρα είναι περασμένη, θέλω να κοιμηθώ!»
Δεν πα να φέρεις και την αντιτρομοκρατική σκέφτηκα αλλά αντί αυτού είπα με ύφος ώριμου πρόσκοπου: «Μας συγχωρείτε κύριε Κώστα, θα σταματήσουμε αμέσως!»
Κι έπειτα γυρνώντας στους υπόλοιπους τρεις της παρέας:
«Και τώρα;…»
«Άκουσα ότι έχει πάρτυ στο PLAZA…», πετάχτηκε ο Σπύρος, ο άνθρωπος χαμόγελο, ο άνθρωπος γοριλάκι, εκείνος που συνήθιζε να έχει το περισσότερο ποσοστό αλκοόλ στο αίμα, απ όλους στην παρέα.
«Φύγαμε!», είπαμε όλοι οι υπόλοιποι σαν χορός αρχαίας τραγωδίας και βρεθήκαμε με μιας να τραγουδούμε αγκαλιασμένοι στο δρόμο.
Ο Σπύρος, προσπαθούσε να καβαλήσει παρκαρισμένα αυτοκίνητα και ν’ ανέβει στην οροφή τους αλλά εγώ που ήμουν κάπως καλύτερα, τον συγκρατούσα. «Άσε με ρε μαλάκα!», μου λέγε αυτός ψιθυριστά κι έπειτα βάζοντας όλη την ένταση της φωνής του: «Να πεθάνει ο χάρος!!! Ακούτε ρε μαλάκες;… Να πεθάνει ο παλιόπουστας!»
Κάποιος ξέρναγε, κάποιος τραγουδούσε, κάποιος άλλος πείραζε τους περαστικούς ή μάλλον καλύτερα, μονάχα τις περαστικές. Με τα χίλια ζόρια κατάφερα να τους μαζέψω σ ένα κύκλο:
«Θα μπείτε στ αμάξι να φύγουμε, επί τέλους;!»
Εντάξει μου απάντησαν και κάθισαν οι δύο μπρος, κι εγώ με το Σπύρο στο πίσω κάθισμα. O Νίκος, ο σουρωμένος σοφέρ μας, πάτησε γκάζι, μύρισε καμένη βενζίνη και λάστιχο, ταξιδέψαμε πάνω στην άσφαλτο, βγήκαμε έξω απ’ την πόλη…
«Μήπως πρέπει να πάμε το Σπύρο σπίτι;», αναρωτήθηκε ο Νίκος πίσω απ το τιμόνι.
«Δεν είσαι καλά…» πετάχτηκε ο Σπύρος. «Ο κόσμος να χαλάσεί, εγώ θα πάω στο PLAZA! Αν δε γαμήσω σήμερα, δε θα γαμήσω ποτέ!», πρόσθεσε παθιασμένα κι άρπαξε το μπουκάλι με το ρακί απ’ τα χέρια μου, το ήπιε με μια ρουφηξιά και το πέταξε έξω, το έκανε θρύψαλα…
110,120,130 η μουσική τρύπαγε τα τύμπανα, τα φρένα έτριζαν στις κλειστές στροφές, δέντρα και κολονάκια χάνονταν αστραπή απ’ τα μάτια μας, άρχισα να φοβάμαι…
«Τρέξε, τρέξε οδηγέ, για να τους περάσουμε!…», τραγουδούσε στο ρυθμό της μουσικής ο Σπύρος, που χε ταξιδέψει πίσω σε κάποια σχολική εκδρομή.
140,150,160, απότομο φρένο, αριστερά, δεξιά, πάλι φρένο, γκάζι και πάλι γκάζι.
Σε μια αριστερή κλειστή στροφή οι ρόδες έτριξαν. Εγώ κι ο Σπύρος κοιταχτήκαμε ανήσυχα αλλά ο πιωμένος οδηγός έσπευσε να μας καθησυχάσει «Ξέρω τ’ αμάξι, καλύτερα κι απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό…», μας είπε.
Στην αμέσως όμως επόμενη στροφή η πίσω ρόδα δεν άντεξε τόσο μεγάλη πίεση και γλίστρησε!
Το αυτοκίνητο ξέφυγε απ’ τον έλεγχο του οδηγού και ξεκίνησε τρελές περιστροφές γύρω απ’ τον άξονα του. Δέντρα, κολωνάκια, πεζοδρόμια, σίφουνας να στροβιλίζεται. Έκανα να αρπάξω το μπράτσο του Σπύρου αλλά τράνταξε ολόκληρο το σύμπαν και μπλέχτηκα μες στις ξεχαρβαλωμένες λαμαρίνες και στα θρυμματισμένα τζάμια!
Σκούπισα τα μάτια μου που χαν γεμίσει αίματα. Γύρισα και αντίκρισα δίπλα μου το κεφάλι του Σπύρου, σφηνωμένο ανάμεσα στις λαμαρίνες και στον κορμό του δένδρου που είχε σταματήσει την τρελή μας πορεία. Τα ορθάνοιχτα μάτια του είχαν μόλις γλιστρήσει στο βούρκο της ανυπαρξίας…

YG. Πίνακας του Jensen

Σάββατο, Νοεμβρίου 11, 2006

Το Ένστικτο του Σκύλου...

Στο υπόγειο της πολυκατοικίας που μένω, εκτός από κατσαρίδες, ποντικάκια κι ένα ζευγάρι Ρουμάνων μεταναστών μένει κι ένα κατάλευκο λυκόσκυλο. Πριν από λίγο το άκουσα μες απ το φωταγωγό να κλαίει σπαραχτικά και θυμήθηκα εκείνο που μου χε πει τις προάλλες, η Ρουμάνα συγκάτοικός του:
«Κλαίει όταν ακού σειρήνα νοσοκομειακό… κάτε φορά, κάτε φορά!»
Συγκεντρώθηκα και πραγματικά άκουσα αχνά, σχεδόν ανεπαίσθητα την σειρήνα του νοσοκομειακού να ωρύεται λίγα τετράγωνα πιο πέρα . Θυμήθηκα επίσης, ότι μου είχε ακόμα πει ότι όταν ακούει σειρήνα περιπολικού, λουφάζει…

ΥΓ. Δεν είχα φωτογραφία του ίδιου κι έβαλα τη φώτο ενός τρίτου του ξαδέρφου απ την Τσεχία…

Σάββατο, Νοεμβρίου 04, 2006

"Στη Νέα Υόρκη... δεν έχουμε Τέχνη!"


«Στη Νέα Υόρκη έχουμε καλλιτέχνες, αλλά δεν έχουμε τέχνη! Ένα πρόσωπο μόνο του δεν μπορεί να κάνει τέχνη… Εξαρτάται πάρα πολύ από το να υπάρχει η δυνατότητα ανταλλαγής ιδεών με τους άλλους!»


Αυτά έγραψε κάποτε ο Μαξ Έρνστ αναφορικά με τη ζωή του στην Αμερικανική μεγαλούπολη. Ήταν λίγα χρόνια αφότου οι ναζί εισέβαλαν στο Παρίσί και τα μέλη του Σουρεαλιστικού Κινήματος που δραστηριοποιούνταν εκεί, αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν...

Τετάρτη, Νοεμβρίου 01, 2006

Απ τον Μπονουέλ στον Δρακουμέλ Νο2

(Απ τον Μπονουέλ στον Δρακουμέλ Νο1)

Ο Μητσοτάκος σήκωσε το γερασμένο βλέμμα του και με κοίταξε κατάματα:
«Είσαι ακόμα άνεργος;», ρώτησε.
«Γι αυτό με φώναξες;»
«Σήμερα το πρωί δέχθηκα το βιογραφικό σου…»
Πράγματι πάνω στο τραπέζι, δίπλα στα μακριά του δάχτυλα βρισκόταν το βιογραφικό μου. Ο Μητσοτάκος σηκώθηκε και με έπιασε στοργικά απ τους ώμους λες και ήμουν ο εγγονός του, ο Δρακουμέλ ο junior.
«Κοίταξε Vita Mi, υπάρχει μια καλή δουλειά…»
«Τι δουλειά;»
«Θα χει πολύ καλά λεφτά, θα έχεις κοινωνική θέση και δύναμη…»
«Θα μου πεις άνθρωπέ μου τι δουλειά ή θα τα κάνω εδώ μέσα λαμπόγυαλο;!»
Ο Μητσοτάκος σήκωσε εκνευρισμένος τα φρύδια αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Πλησίασε στον αντικρινό τοίχο, άρπαξε τη μια γωνιά με τη χερούκλα του και δίνοντας του μια με όλη του τη δύναμη, ο τοίχος γλίστρησε σαν συρόμενη πόρτα και από πίσω του αποκαλύφθηκε το αμπάρι ενός πλοίου του μεσαίωνα!

Σκοτάδι, υγρασία, ένα ταμπούρλο χτυπούσε ρυθμικά. Σε απόσταση λίγων μέτρων ξεκινούσαν σειρές με κουπιά και ανθρώπους που τα τράβαγαν στο ρυθμό που έδινε το ταμπούρλο. Τα κουπιά και οι άνθρωποι συνεχίζονταν προς τα πίσω, μέχρι το βάθος του σκοτεινού ορίζοντα που στολιζόταν κατά μήκος από πυρσούς.
Νοικοκυρές με τσεμπέρι στο μαλλί, βρομύλοι οδοκαθαριστές, τρέντυ γκομενάκια, σφίχτερμαν, δάσκαλοι, γκαρσόνια και ιδιωτικοί υπάλληλοι με φτωχικά, λαμπερά, κομψά και άκομψα ρούχα με ξανθά, καστανά και καραφλέ μαλλιά…
Ο Μητσοτάκος ακούμπησε πάνω στο γραφείο δύο κούκλες κι ένα αριθμητικό άβακα.
«Η δουλειά σου είναι να μετράς τους χτύπους του ταμπούρλου που παίζει ο κύριος τραπεζίτης.»
Γύρισα, κοίταξα τον τραπεζίτη και αντίκρισα ένα γορίλα να μου χαμογελά φορώντας ένα σμόκιν κι ένα ημίψηλο καπέλο στο κεφάλι, ένα καπέλο που θα μπορούσε να φορά μονάχα ο Διονύσιος Σολωμός.

«Κι όταν μετρήσεις 1000 κουπιές, πρέπει να σταματήσεις και να τους παίζεις κουκλοθέατρο για 3 λεπτά ακριβώς. Χρειάζονται και διασκέδαση. Πρόσεξε όμως μην ξεχαστείς, 1000 ακριβώς χτύπους, γιατί στους 1001 θα χάσουν την υψηλή τους παραγωγικότητά και απ τους 1005 και πάνω, μπορεί να κηρύξουν μέχρι κι επανάσταση… Πρόσεξε επίσης να τους παίξεις 3 μονάχα λεπτά κουκλοθέατρο γιατί αν το παρακάνεις, ο κύριος τραπεζίτης θα χρησιμοποιήσει το κεφάλι σου για ταμπούρλο την επόμενη φορά. Λοιπόν;…»
«Κι αν αρνηθώ!»
«Τότε σε περιμένει μια θέση στο κουπί…»
«Μα εγώ θέλω μονάχα την μπάλα μου…»
«Την μπάλα σου ε; Γαλάζια παιδιά! Γαλάζια παιδιά!», φώναξε με αυστηρό τόνο ο Μητσοτάκος και τότε η μπρούτζινη πόρτα άνοιξε και μπήκαν τρέχοντας οι δυο τύποι με το ξυρισμένο κεφάλι.
Ο ένας απ αυτούς κρατούσε την μπάλα μου. Θύμωσα! Με μια στριφογυριστή κλωτσιά θα τους έκανα ντόμινο. Μπα; Την είχα κάνει από κούπες…
«Την μπάλα ξέχνα τη, πεινάω…», είπε τότε ο Μητσοτάκος κι αφού άνοιξε το στόμα του που έγινε μεγάλο σαν άνοιγμα σπηλιάς, έκανε μια απότομη κίνηση και κατάπιε την μπάλα αμάσητη. Έπειτα γύρισε και μου είπε:
«Λοιπόν, πρέπει να διαλέξεις… Τον άβακα ή το κουπί;»

Αισθανόμουν αναποφάσιστος. Κοίταξα μια τον αριθμητικό άβακα, μια τις ιδρωμένες φάτσες, ξανά τον άβακα, ξανά τις εξαντλημένε φάτσες…
«Λοιπόοον;!», είπε ο Μητσοτάκος και οι δυο γαλάζιοι κινήθηκαν ελαφρώς προς το μέρος μου, κοιτώντας με απειλητικά. «Λοιπόοοοοοοοο…»
Αυτή τη φορά όμως ο Μητσοτάκος άνοιξε τόσο πολύ το στόμα του για να πει αυτό το λοιπόοοοον, που χωρίς δεύτερη σκέψη έδωσα μια και πήδηξα μέσα στο στόμα του!
Από εκεί δεν δυσκολεύτηκα να γλιστρήσω στον οισοφάγο τους και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω βρέθηκα στο στομάχι του, όπου και βρήκα την πολυαγαπημένη μου μπαλίτσα! Έμεινα για λίγο σκεφτικός ακούγοντας τον απ έξω πανζουρλισμό και συνειδητοποίησα ότι είχα τέσσερις επιλογές για βγω από κεί μέσα.
Πρώτη να ακολουθήσω τον ποταμό των ούρων, δεύτερη να ακολουθήσω την καφέ λάβα που έρεε, τρίτη να προσπαθήσω να βγω από το στόμα του και τελευταία και καταϊδρωμένη, να μείνω εκεί μέσα παίζοντας μπάσκετ, μέχρις ότου τα κακαρώσει ο Μητσοτάκος κι έπειτα βγω με την ησυχία μου.

Όχι βρε ο Vita Mi δεν είναι χέστης κι έτσι έδωσα μια και σκαρφάλωσα στα πνευμονία του. Εκεί τον γαργάλησα για λίγο κι έπειτα αισθάνθηκα ένα μεγάλο φτέρνισμα να πλησιάζει. Έτσι κι έγινε. Ο Μητσοτάκος φταρνίστηκε με όλη του τη δύναμη κι εγώ εκσφενδονίστηκα έξω απ το στόμα του μαζί με την μπάλα μου.
Κι απ την ώθηση που χα, πέταξα έξω απ το παράθυρο του παλατιού, πέταξα πάνω, ψηλά στα σύννεφα κι άρχισα να περιστρέφομαι γύρω απ τη γη σαν κομήτης και να παρατηρώ μια-μια τις χώρες. Το Ιράκ, το Αφγανιστάν, την Ελλάδα, τη Σομαλία, τις ΗΠΑ, το Κογκό, τη Σριλάνακα, κι άλλε ς πολλές… Κι ακόμα πετώ ανάμεσα στα σύννεφα κι ονειρεύομαι, ονειρεύομαι χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους πιασμένους χέρι-χέρι και η γη να γυρίζει, κι εγώ να περιστρέφομαι γύρω της σαν το ηλεκτρόνιο στον πυρήνα και δεν σκοπεύω να σταματήσω να ονειρεύομαι ποτέ…

ΥΓ. Πιθανές ομοιότητες με καταστάσεις και πρόσωπα της πραγματικότητας είναι φυσικά τυχαίες. Εννοείται… ;)