Σάββατο, Σεπτεμβρίου 21, 2013

"Εγώ δεν θα την πατήσω σαν τον Λόρκα..."


Οι νεοναζί την πέφτουν στο στέκι του Οκάν και μετά την τρικυμία, προβληματισμός για το μέλλον που έρχεται. Ένας χαρακτηριστικός διάλογος από τους «Αισιόδοξους», που σε μικρές ή μεγάλες παραλλαγές, τον ακούω πλέον όλο και πιο συχνά. (Το απόσπασμα διαβάστηκε στην παρουσίαση των «Αισιόδοξων» την περασμένη Τετάρτη στη Δάφνη.) 


Ο Αχμέτ, ο Κούρδος συνεταίρος του Οκάν, όρμησε μες στο καφενείο.
«Φύγκετε γκρήγκορα», φώναξε έντρομος, «έρκονται!»
Οι Αφγανοί σηκώθηκαν κι έτρεξαν έξω. Εγώ κι ο Γιώργος δεν τους ακολουθήσαμε· κοιταχτήκαμε ξαφνιασμένοι, καρφωμένοι στη θέση μας σαν αγάλματα. Ο Οκάν και ο Αχμέτ κατέβασαν γρήγορα το μεταλλικό πλέγμα μπροστά απ’ τις τζαμαρίες του καφενείου, η πόρτα κλείδωσε, ήμασταν πλέον σε φυλακή.
Πλησίασα, κόλλησα το πρόσωπό μου στο τζάμι και κοίταξα δεξιά στο δρόμο. Είκοσι περίπου άτομα πλησίαζαν με ζωηρό βήμα, έτοιμοι για μάχη. Φορούσαν κράνη, κρατούσαν ρόπαλα, τα ρούχα τους ήτανε μαύρα. Κάποιος εθισμένος στις τηλεοπτικές εικόνες θα μπορούσε να τους περάσει για μπάχαλους. Κάτω όμως απ’ τα μαύρα μπουφάν είχαν καγκελωτούς σταυρούς σκαλισμένους στο δέρμα τους και στη ζώνη τους κρυμμένο μαχαίρι για τους μετανάστες στην πλατεία.
Ή μήπως η κούραση τους είχε καταβάλει κι έκαναν μια στάση από το καφενείο του Οκάν να ξεδιψάσουν με το αίμα μας; Ο Οκάν ήταν μετανάστης, κομμουνιστής και απόγονος των οθωμανών κατακτητών. Ήλπιζα να μη γνώριζαν όλες αυτές τις ασήμαντες λεπτομέρειες. Ούτε πως ήταν το στέκι ενός δημοσιογράφου-«εχθρού της πατρίδας».
Ο Οκάν μάς φώναξε να κρυφτούμε πίσω απ’ τον πάγκο του καφενείου και τρέξαμε, κολλήσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Μύρισα την ανάσα του φίλου μου που έζεχνε. Κοκτέιλ φόβου και αναθυμιάσεις ρακής, μου ήρθε να ξεράσω· χρειαζόμουν αέρα.
Έβγαλα το κεφάλι μου απ’ το πλάι του πάγκου και είδα το ακροδεξιό ασκέρι να περνά πίσω απ’ το μεταλλικό πλέγμα σαν να έβλεπα ταινία σε ειδική προβολή. Κάποιος με μαύρο κράνος στάθηκε, κοίταξε μέσα. Στο χέρι του κρατούσε ένα μαχαίρι που άνετα θα έκανε το συκώτι μου τρύπια σαμπρέλα.
Τότε ο Γιώργος έβγαλε ένα πιστόλι μέσ’ απ’ την καπαρντίνα του. Τα έχασα. Δεν τον είχα ξαναδεί με σιδερικό. Φύσηξε τον αόρατο καπνό που έβγαινε απ’ την κάννη του όπλου του και μου έκλεισε το κατακόκκινο απ’ το αλκοόλ μάτι του. Πιο ’κεί, ο Οκάν είχε πάρει στα χέρια του ένα παλιό δίκαννο, ο Αχμέτ κρατούσε ένα σφυρί. Μας έλειπε μόνο η Spaghetti Western Orchestra, ο σερίφης της πόλης και οι Απάτσι.
Πήρα βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ξαναβρώ την αυτοκυριαρχία μου. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν αργά, οι χτύποι της καρδιάς μου δυνατά, οι κινήσεις του τύπου με το κράνος ακόμα πιο αργά, θαρρείς και όλο το σύμπαν λειτουργούσε σε αργή κίνηση.
Η μικρή και η Σοφία κλαίνε αγκαλιασμένες πάνω απ’ τον τάφο μου, κραυγές και οδυρμοί, λουλούδια, λάδι και χώμα στο πρόσωπό μου, με τυφλώνουν, με πνίγουν, ίσα που ξεχωρίζω το καπάκι να κλείνει. Δίνω μια κλοτσιά στο καπάκι και πετάγομαι όρθιος.
Στη φαντασία μου. Στην πραγματικότητα όφειλα να είμαι πιο πρακτικός αν ήθελα να ξαναδώ το Κατερινάκι.
Έβγαλα γρήγορα τη φωτογραφική μηχανή απ’ την τσέπη του παλτού μου. Ο κρανοφόρος έσκυψε, άρπαξε μια κοτρόνα κι ετοιμάστηκε να την εκτοξεύσει προς το μέρος μας. Αποκάλυψα το φακό στην κάτω γωνία του πάγκου μόνο για μια στιγμή και τράβηξα δυο στάσεις σχεδόν στα τυφλά.
Η τζαμαρία κατέρρευσε. Θόρυβος, θρύψαλα. Ο Γιώργος έκανε να σηκωθεί, να επέμβει, μα τον άρπαξα απ’ το πέτο μην κάνει καμιά βλακεία, και ακούστηκαν οι μπότες του κρανοφόρου να χτυπάνε με δύναμη την άσφαλτο, να απομακρύνονται.


Τι βραδιά κι αυτή. Βραδιά τρομοκράτισσα.
 «Τρελάθηκες, ρε άνθρωπε, πού βρήκες το πιστόλι;» του είπα βγαίνοντας λίγο αργότερα απ’ το καφενείο του Οκάν. Οι μετανάστες επέστρεφαν στα πεζοδρόμια με τρομαγμένο βλέμμα και σχημάτιζαν πηγαδάκια.
«Το μόνο εύκολο, Δημήτριε. Μια βόλτα στην Ομόνοια, κυκλοφορούν σε τιμή ευκαιρίας. Πάρε κι εσύ όσο είναι ακόμα καιρός, θα το μετανιώσεις...»
Τον στραβοκοίταξα. Ανέβηκα στη μηχανή, πάτησα τη μανιβέλα, μια, δυο, τρεις, πήρε μπρος, και ο θόρυβος τράβηξε τα γύρω βλέμματα.
«Αν δεν αντιδράσουμε έγκαιρα, οι φασίστες θα μας πιάσουν στον ύπνο, Δημήτριε. Ζούμε μια εποχή σαν άλλοτε, μέρες παράξενες, μια ανάσα πριν από την Ισπανία του ’36».
«Δεν βλέπω κανέναν Φράνκο πουθενά».
«Τον ετοιμάζουν σε συσκευασία δώρου-έκπληξη για την κατάλληλη στιγμή».
«Βλακείες!» είπα. «Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου είναι δημοκράτες».
«Η υπέρμετρη αισιοδοξία σου δεν σου επιτρέπει να δεις την πραγματικότητα, Δημήτριε. Οι μισοί μπάτσοι της χώρας ψηφίζουν ακροδεξιά!»
Στο σημείο αυτό είχε τα δίκια του, αλλά δεν σκόπευα να παραδοθώ στις μαύρες σκέψεις.
«Η βία φέρνει μόνο βία, μπορούμε να τους ξεμπροστιάσουμε αλλιώς», είπα και του έκανα νόημα να ανέβει επιτέλους πίσω μου στη μηχανή. Δεν μπορεί να είχαν απομακρυνθεί και πολύ.
«Εσύ κάνε ό,τι νομίζεις, Δημήτριε, εγώ δεν σκοπεύω να την πατήσω σαν τον Λόρκα», αποκρίθηκε εκείνος σε ένα κρεσέντο μετριοφροσύνης και σκαρφάλωσε πίσω μου.
Γύρισα και τον κοίταξα· χαμογελούσε όλος αυτοπεποίθηση.
«Τρομάρα σου, είναι και το Νόμπελ που σε περιμένει», τον ειρωνεύτηκα και γκάζωσα, βγήκα στην κίνηση.
Τον πήγα σπίτι του και έφυγα πολιορκημένος από σκοτεινές σκέψεις. Νεοναζί εναντίον δημοκρατικών και νικητές οι νεοναζί. Όχι, με τίποτα, δεν μπορούσα να το δεχτώ. Ήταν δύσκολες και παράξενες οι εποχές μας, αλλά ήμουν βέβαιος ότι τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της κοινωνίας ήταν ισχυρότερα. Το μάθημα της Ιστορίας ήταν τόσο σκληρό, πώς μπορούσαμε να ξεχάσουμε;
Άραξα τη μηχανή στην αυλή ρίχνοντας φοβισμένες ματιές πίσω απ’ την πλάτη μου, μη μου πεταχτεί κανένας απ’ τους θάμνους. Τα φώτα στο σπίτι ήταν σβηστά, η ησυχία της νύχτας ήταν το λιγότερο ύποπτη, ένα κοράκι έκραξε απ’ τα δέντρα του λόφου. Η βραδιά τρομοκράτισσα δεν έλεγε να τελειώσει.
Έβγαλα το κλειδί βιαστικά απ’ την τσέπη μου, έκανα να ανοίξω την πόρτα και τότε πρόσεξα έναν λευκό φάκελο στο χαλάκι της εισόδου. Τον πήρα στα χέρια μου και τον περιεργάστηκα στο φως της λάμπας του δρόμου. Ο φάκελος ήταν κλεισμένος με βουλοκέρι. Ένας κόκκινος αετός. Αποστολέας κανείς.
Έσπασα τον αετό και ο φάκελος έκρυβε μια ασπρόμαυρη ξεθωριασμένη φωτογραφία. Τα κομμένα κεφάλια του Βελουχιώτη και του Τζαβέλλα κρεμασμένα σε φανοστάτη στην πλατεία των Τρικάλων· τριγύρω περίεργα πρόσωπα και μικρά παιδιά.


Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 16, 2013

Παρουσίαση των "Αισιόδοξων" στη Δάφνη (ΤΕΤ, 18/9)

Την Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013 στις 8:00 μμ παρουσιάζουμε τους «Αισιόδοξους» στο βιβλιοπωλείο και δισκοπωλείο Music Planet (Βουλιαγμένης 152 και Σεφέρη 7, Δάφνη).  
Το βιβλίο θα παρουσιάσει ο συγγραφέας Νίκος Σκορίνης. Αποσπάσματα του βιβλίου θα διαβάσει ο ηθοποιός Λεωνίδας Παπαγιαννόπουλος.

Αν είστε κοντά και δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε…