Τρίτη, Δεκεμβρίου 29, 2009

Tο γέλιο δεν πάει και τόσο στον Φατίχ Ακίν

Το Soul kitchen είναι μια κωμωδία καταστάσεων, με πρόθεση τον διονυσιασμό, το μαύρο και το απρόοπτο που προκαλούν γέλιο. Υποκλίνεται, όμως, στην ταχύτητα της αφήγησης και στις εύκολες σεναριακές λύσεις. Η ταινία παρακολουθείται ευχάριστα, αλλά ξεπετά ανθρώπους και καταστάσεις τόσο γοργά που δεν προλαβαίνεις να γίνεις συμμέτοχος. Ξεπέφτει αναπόφευκτα λοιπόν, στην κατηγορία των feel good ταινιών. Κρίση αυστηρή, λαμβάνοντας, όμως, υπόψη τα προηγούμενα αριστουργήματα του σκηνοθέτη.

Ο έλληνoγερμανός πρωταγωνιστής -τον οποίο υποδύεται ο σεναριογράφος του έργου Αδάμ Μπουδούκος- είναι ιδιοκτήτης ενός τριτοκοσμικού εστιατορίου για τα δεδομένα του Αμβούργου. Μπλέκει σε ερωτικά και επαγγελματικά απρόοπτα, που τον οδηγούν στην απόλυτη καταστροφή. Στο παρανοϊκό σκηνικό πρωταγωνιστούν ο χαμένος έρωτας, το λουμπάγκο, ο μαινόμενος μάγειρας που εκσφενδονίζει μαχαιριά, ο ολίγον κλέπτης αδερφός (με τον εξαίρετο Μόριτζ Μπλάιμπτροϊ να μεταμορφώνεται σε γνήσιο Βλαχοντόιτς) ο γερμανός Άριος παιδικός φίλος που θέλει να του φάει την επιχείρηση για ένα κομμάτι ψωμί, ο παππούς παρατηρητής, δεκάδες ιδιόμορφοι θαμώνες κι όλα αυτά με κέντρο το αντικομφορμιστικό εστιατόριο Soul Kitchen.

Στα συν της ταινίας η μουσική με ρεμπέτικο, Locomondo, Funky beat, Kool the gang και Πασχάλη σε μια απίστευτη σκηνή: ο γνωστός παππούς έχει αποχωριστεί τα ακουστικά του και χορεύει μόνος στον ρυθμό των Olympians σε ένα ρημαγμένο από το πάρτι που προηγήθηκε Soul Kitchen, ενώ πίσω του ο παιδικός φίλος του ιδιοκτήτη πηδά σαν σκύλος -στην κυριολεξία- την υπεύθυνη της Εφορίας που έχει έρθει για έλεγχο.

Βγαίνοντας από την αίθουσα αισθανόμουν όμορφα, αλλά η ταινία δεν μου είχε αφήσει κάτι.Καμία σχέση με το Μαζί Ποτέ και από Την άκρη του ουρανού που με είχαν οδηγήσει στο παραμιλητό. Βέβαια αυτά ήταν δράματα, ενώ το Soul Kitchen ήταν η ακροβασία του σκηνοθέτη στο άγνωστο πεδίο της κωμωδίας. Από ότι φαίνεται το γέλιο, δεν πάει και τόσο στον Φατίχ Ακίν.

Vita Mi Barouak

Τρίτη, Δεκεμβρίου 22, 2009

Ο συγγραφέας Δημήτρης Σωτάκης στο Barouaknet

Σε αντίθεση με την TV που στριμώχνει τους ανθρώπους του πνεύματος στο τηλεοπτικό περιθώριο, εμείς επιχειρούμε να τους φέρουμε στο προσκήνιο.

Αυτή τη φορά είναι μαζί μας ένας εκπρόσωπος της νεότερης γενιάς, ο Δημήτρης Σωτάκης.

Αφαιρώντας το χρώμα από το κάδρο εγκαταλείπουμε το ρεαλισμό.
Αφαιρώντας τα γύρω αντικείμενα χάνουμε το χρόνο και τον τόπο.
Και μπαίνουμε στον κόσμο του συγγραφέα...

α μέρος της συνέντευξης:



β μέρος της συνέντευξης:



Το group μας στο Facebook:
http://www.facebook.com/home.php?#/group.php?gid=197229260348


ΔΙΚΤΥΩΘΕΙΤΕ!

Με εκτίμηση
οι Barouak
ή αλλιώς
Βαγγέλης Μπέκας και Βασίλης Κυριάκης

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 17, 2009

Το στίγμα της δεκαετίας: Η λογοτεχνία κοινωνικοποιείται

Η απόδραση του αστυνομικού μυθιστορήματος από το στρατόπεδο της παραλογοτεχνίας και η καθιέρωση του, ως κύριου εκφραστή του κοινωνικού προβληματισμού, είναι ο μεγαλύτερος λογοτεχνικός άθλος των ημερών. Βέβαια, το κοινωνικό επανέρχεται στο προσκήνιο, όχι μόνο στο στενό πλαίσιο του αστυνομικού μυθιστορήματος. Απλώς το αστυνομικό διαδραμάτισε το ρόλο της εμπροσθοφυλακής σε μια γενικότερη τάση. Ήταν αναπόφευκτο, σε ένα, πλανήτη που ταλανίζεται από αδιέξοδα σε πολιτικό, οικονομικό και περιβαλλοντολογικό επίπεδο, μια σημαντική μερίδα πνευματικών ανθρώπων να στρέψουν το βλέμμα τους μακριά από το Εγώ, τάση που αναπαράγεται από την κυρίαρχη κουλτούρα των διαφημίσεων και των ΜΜΕ.

Πέρα, όμως από το κοινωνικό στίγμα, εμφανέστερο και πιο χαρακτηριστικό ήταν ίσως το αποτύπωμα των νέων τεχνολογιών. Χιλιάδες διηγήματα και ποιήματα ταξίδεψαν μέσω blog, mail, facebook. Το ίντερνετ απελευθέρωσε το γραφιά, οδηγώντας τον να χρησιμοποιήσει πιο συχνά τη μικρή φόρμα, ενώ νέα λογισμικά και ψηφιακές κάμερες τον βοήθησαν να ντύσει τα ποιήματά του με εικόνες. Ταυτόχρονα λανσαρίστηκαν τα ebook ανοίγοντας νέες ψηφιακές λογοτεχνικές λεωφόρους και η goοgle προχώρησε στην ψηφιοποίηση χιλιάδων συγγραμμάτων.

Επίσης, σημαντικά επηρεάστηκε και η κριτική. Ίσως ακόμη περισσότερο. Από τη μια στην άλλη στιγμή οι θρόνοι ράγισαν και το ίντερνετ γέμισε σκαμπό. Τα περισσότερα φτιαγμένα με μεράκι κι έρωτα για το καλό βιβλίο.

Είτε από την πλευρά του περιεχομένου είτε από την πλευρά των Μέσων και της δικτύωσης, η λογοτεχνία οδηγήθηκε, την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, σε μια κοινωνικοποίηση δίχως όρια. Ο πύργος του απομονωμένου λογοτέχνη που ενδοσκοπεί έχει ριχτεί στις φλόγες. Μένει να δούμε αν η ερχόμενη δεκαετία θα ραντίσει με νερό ή λάδι τις γλώσσες της φωτιάς.

Vita Mi Barouak


-Πρώτη δημοσίευση στο Bookmarks-

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 16, 2009

Ποιητικές ανιχνεύσεις

Την Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου, στις 20.00 στο NOSOTROS (Θεμιστοκλέους 66, Εξάρχεια) ο ποιητής ΑΝΤΡΕΑΣ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ, συνεχίζει για τέταρτη περίοδο τις ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ στην ελληνική και ξένη ποίηση, με τη συνεργασία στο συντονισμό του μουσικού μέρους από τον κινηματογραφιστή ΑΝΤΩΝΗ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗ.
Συμμετέχουν, διαβάζοντας ποίησή τους, οι ποιητές:

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ – ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ*
ΜΑΡΙΑ ΛΑΓΓΟΥΡΕΛΗ – ΜΑΪΡΑ ΛΙΟΥΓΚΟΥ
ΑΝΤΡΕΑΣ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ – ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΟΥΛΙΟΥ
ΛΙΑΝΑ ΣΑΚΕΛΙΟΥ – ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

Συμμετέχουν επίσης οι τραγουδοποιοί και οι μουσικοί:

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΝΑΟΥΤΗΣ
ΗΛΙΑΣ ΒΑΜΒΑΚΟΥΣΗΣ – ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΕΛΗΒΑΣΑΚΗ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΙΣΔΑΚΗΣ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ
ΑΡΗΣ ΖΑΡΑΚΑΣ – ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΥΓΟΜΑΛΑΣ
LOLEK – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΡΑΜΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΟΥΣΑΛΗΣ – ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΤΡΙΑΣΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ


*Ο Al Barouak, λέμε.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 09, 2009

Οι συγγραφείς στο "τηλεοπτικό" προσκήνιο

Σε αντίθεση με την TV που στριμώχνει τους ανθρώπους του πνεύματος στο τηλεοπτικό περιθώριο, εμείς επιχειρούμε να τους φέρουμε στο προσκήνιο.

Από σήμερα λοιπόν και σε ταχτά χρονικά διαστήματα, θα ανεβάζουμε στο διαδίκτυο βιντεοσκοπημένες συνεντεύξεις συγγραφέων και ανθρώπων του πνεύματος.
Στόχος μας είναι η προβολή της σύγχρονης λογοτεχνικής σκηνής κάνοντας χρήση των νέων μέσων.
Η αναπαραγωγή, το ταξίδι των ιδεών.
Η δημιουργία on-line αρχείου, εύχρηστου και προσιτού στον καθένα.

Δικτυωθείτε λοιπόν στο BarouakNet.
Γιατί το πνεύμα δεν κρύβεται μόνο πίσω απ’ τα γράμματα.
Έχει ανθρώπινη μορφή.
Μπορείτε να το παρακολουθήσετε, ενώ μιλάει.

Πρώτος καλεσμένος του ΒarouakNet είναι o Νίκος Κουνενής, ο οποίος μας μίλησε για το τελευταίο του μυθιστόρημα, τη σάτιρα, την παραλογοτεχνία, το βραβείο αναγνωστών, την κρίση και το ρόλο της πνευματικής ηγεσίας και για πολλά ακόμα.

-Για εικόνα υψηλής ευκρίνειας πατήστε το κουμπί HD, ενώ για να μεγεθύνετε την οθόνη το κουμπί ακριβώς δίπλα.-

α μέρος της συνέντευξης:



β μέρος της συνέντευξης:



ΔΙΚΤΥΩΘΕΙΤΕ!

Με εκτίμηση
οι Barouak
ή αλλιώς
Βαγγέλης Μπέκας και Βασίλης Κυριάκης

Τρίτη, Δεκεμβρίου 08, 2009

Ερωτευμένα φαντάσματα

(Μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος)
Άγρα, 2009

Ο μονόφθαλμος ιδιωτικός ντέντεκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν, μόνιμος σχεδόν πρωταγωνιστής των έργων του Ρaco Ιgnacio Τaibo ΙΙ, έχει αδυναμία στο κορίτσι με την αλογοουρά και στην coca-cola (σε σημείο παρεξηγήσεως). Συνηθίζει να παίζει ντόμινο με τους γείτονες, λίγο πριν ή λίγο μετά τις καθιερωμένες ανταλλαγές πυροβολισμών, λειτουργώντας έξω από τις τετριμμένες συμπεριφορές ενός καθωσπρέπει ντέντεκτιβ. Ακροβατεί στα όρια του πολιτικού ριζοσπαστισμού, του ρομαντισμού, ώρες-ώρες ακόμη και της παράνοιας.

Στα Ερωτευμένα φαντάσματα ο Έκτορ Μπελασκοαράν καλείται να εξιχνιάσει δύο υποθέσεις συγχρόνως. Η μια αφορά τη δολοφονία του φίλου του, παλαιστή Άνχελ. Υπόθεση πολύ προσωπική. Παράλληλα, καλείται να διαλευκάνει την αυτοκτονία μιας έφηβης. Πρόκειται άραγε για άλλη μια επίδοξη Ιουλιέτα ή μήπως η αρχική εκτίμηση της αστυνομίας είναι κάπως επιφανειακή; Το μόνο βέβαιο είναι ότι «κανένας δεν αυτοκτονεί από έρωτα μαζί με κάποιον που δεν τον ενδιαφέρει».
Ταυτόχρονα, δυο πιστολάδες συνεχίζουν να παρακολουθούν τον Μπελασκοαράν στις μελαγχολικές γειτονιές της Πόλης του Μεξικού, το κορίτσι με την αλογοουρά παραμένει άφαντο, ενώ η προσωρινή αντικαταστάτριά της περιμένει γυμνή πίσω από την κουρτίνα.

Είναι γεγονός ότι στα Ερωτευμένα φαντάσματα δεν συναντάμε τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις που μας έχει συνηθίσει ο Τaibo ΙΙ σε άλλα έργα του. Ο συγγραφέας εστιάζει στη φιλία, στον έρωτα, στη μοναξιά που γεννά η μητρόπολη. Πρόκειται για ένα σύντομο αστυνομικό μυθιστόρημα με σφιχτοδεμένη πλοκή και παιγνιώδη γραφή που δημιουργεί ατμόσφαιρα, από ένα βιρτουόζο του είδους, τον θεμελιωτή του στη Λατινική Αμερική.
Η αφήγηση είναι γραμμική με συννεφιασμένες ενδοσκοπήσεις, συντροφιά με τα γνωστά χιουμοριστικά πυροτεχνήματα του Τaibo ΙΙ. Ο συγγραφέας έχει το χάρισμα να περιγράφει σκηνές σε κίνηση σε λίγες αράδες, να προχωρά την ιστορία του ευθύβολα χωρίς περιστροφές. Ώρες-ώρες έχεις την αίσθηση ότι παρακολουθείς μια κινηματογραφική ταινία.

Αναμφισβήτητα, το αστυνομικό μυθιστόρημα, εστιάζοντας στη δράση και στο συγκεκριμένο, συγγενεύει με τον κινηματογράφο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο λογοτεχνικό είδος. Ή πιο σωστά, πλησιάζει στο ύφος αφήγησης που έχει χαρακτηριστεί και ως Χολιγουντιανό ύφος, το κυρίαρχο αφηγηματικό είδος της έβδομης τέχνης: Ένας πρωταγωνιστής, μια επιδίωξη (εδώ εξιχνίαση) και στο τέλος κάθαρση.
Αναπόφευκτα λοιπόν, τα Ερωτευμένα φαντάσματα δεν παρουσιάζουν κάποια αφηγηματική πρωτοτυπία, ούτε όπως προαναφέραμε, τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις άλλων βιβλίων του συγγραφέα, αλλά είναι βέβαιο ότι οι λάτρεις του είδους θα το απολαύσουν.

Vita Mi Barouak

-Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Bookmarks-

Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2009

Το ουρλιαχτό του Δεκέμβρη

Θυμάμαι ξύπνησα απ’ το θυροτηλέφωνο. Το μεθυσμένο μου κεφάλι κουδούνισε μαζί με την επίμονη διάθεση του επισκέπτη. Ήταν πρωί Κυριακής. Η κυρία με το χαμηλωμένο βλέμμα θα μου καθάριζε το σπίτι.
Εκείνη μου το είπε.
Ενώ εγώ μπεκρόπινα σε κάποιο μπαρ του κέντρου, κάποιος μπάτσος είχε σκοτώσει ένα δεκαπεντάχρονο παιδί με μια σφαίρα στην καρδιά, μερικά στενά πιο πέρα.
Από τη μια στιγμή στην άλλη, τέρμα η ζωή. Σκοτάδι...
Βούρκωσα. Βγήκα στο μπαλκόνι.
Ο ουρανός απέραντος, καταγάλανος, μα η ψυχή μου είχε γεμίσει φουγάρα και μαύρη αιθάλη και εργοστάσια κι ένα τάνκς που γκρέμιζε την πύλη του Πολυτεχνείου και χιλιάδες σηκωμένες γροθιές.
Τα δάκρυα ήρθαν πάλι.
Μπήκα στον πειρασμό να ανοίξω την τηλεόραση. Η Ερμού είχε πυρποληθεί. Χάος. Πήρα το κινητό και τηλεφώνησα στους φίλους. Σε λίγες ώρες ξεκίναγε πορεία. Ποιος την κάλεσε άραγε; Οι μπαχαλάκηδες, οι κοκκινόμαυροι ή κόκκινοι μήπως; Για τους ανθρώπους με τα ακριβά κουστούμια που φιγουράρουν στο γυαλί, έτσι κι αλλιώς, όλοι το ίδιο είναι. Επικίνδυνοι...
Λίγες ώρες αργότερα όταν επισκέφτηκα την Ερμού δεν έδειχνε να ναι το ίδιο πληγωμένη. Η TV μεγεθύνει.
Την πορεία δεν την αντάμωσα. Ίσως γιατί φοβήθηκα τους μαύρους. Όχι τους ίδιους φυσικά. Από τους ίδιους τι θα μπορούσα να φοβηθώ; Το γεγονός, όμως ότι τραβάνε τους μπάτσους σαν μαγνήτης είναι πολύ επικίνδυνο για καθένα που δεν έχει βαρβαρική καταγωγή.
Tο βράδυ στις ειδήσεις η Αλεξάνδρας θύμιζε Γένοβα. Στον ύπνο μου είδα κοκκινόμαυρους εφιάλτες. Οι ώρες πέρασαν σαν μια στιγμή στον κόσμο του Μορφέα, ξημέρωσε Δευτέρα και πήγα στη δουλειά. Κάθισα στην καρέκλα του γραφείου μου, λες και ήμουν θανατοποινίτης κι όπου να ‘ταν θα μου περνούσαν τα καλώδια, θα κατέβαζαν το μοχλό.
Το κάλεσμα για την πορεία της Δευτέρας αυτή τη φορά ήταν γενικό. Φεύγοντας από τη δουλειά άκουγα στο ραδιόφωνο τους ανταποκριτές. Μας έλεγαν να μην φοβόμαστε. Μας καλούσαν να πάμε στην πορεία. «Είμαστε πολλοί συγκεντρωμένοι», λέγανε, «χιλιάδες!» Φυσικά δεν είχα πει σε κανέναν στη δουλειά πού θα πήγαινα. Οι εποχές έχουν αλλάξει.
Όταν έφτασα στην Ομόνοια είχε σκοτεινιάσει. Βγαίνοντας από τον ηλεκτρικό, άκουσα το πλήθος, εκρήξεις, είδα ανθρώπους να τρέχουν να ξεφύγουν από κάτι που δεν έβλεπα. Έψαξα τους συντρόφους μέσα στο χάος και τελικά τους βρήκα.
Μπήκα κι εγώ στο μπλοκ, ενώ ανέβαινε τη Σταδίου με κατεύθυνση προς το Σύνταγμα. Ήμασταν δεκάδες χιλιάδες.
Θλίψη, οργή, συνωστισμός, σκοτάδι, ο αέρας μύριζε χημικά.
Και τότε ξεκίνησε ο πόλεμος.
Ήρθε ξαφνικά λες κι ο ηχολήπτης είχε μόλις βάλει άγαρμπα το βύσμα στην πρίζα και η συναυλία με διεστραμμένη noise music μόλις ξεκινούσε. Εκατοντάδες μεταλλικά χτυπήματα, σπασίματα, τζαμαρίες να καταρρέουν. Ήμουν στριμωγμένος από τρομαγμένες φάτσες. Δεν μπορούσα να δω καθαρά. Αισθανόμουν ένα σμήνος από εκατοντάδες μαύρες σφήκες να κινείται παράλληλα του κεντρικού ποταμού της πορείας και να επιτίθενται στα πάντα κάνοντας τρομερό θόρυβο.
Οι μπάτσοι άφαντοι, παραμόνευαν κάπου.
Τα χημικά που γέμισαν ξαφνικά την ατμόσφαιρα έκαναν τον τρόμο μέσα μας να θεριέψει. Γύρω μας τζαμαρίες διαλύονταν και παρά το συγχρονισμένο χιουχάρισμα του πλήθους προς τους μπάχαλους, ακολουθούσαν μολότοφ, κτίρια να καίγονται και αναρωτιόσουν αν έστω είχε ξεμείνει μέσα κάποιος από την βραδινή βάρδια... Στη σκέψη μου ήρθαν σκηνές από τις ειδήσεις της επόμενης μέρας, με κορμιά καρβουνιασμένα.
Η συγχορδία των εκκωφαντικών θορύβων και οι φωτιές συνέχιζαν με μεγαλύτερη ένταση. Εκλιπαρούσαμε κάποιον να πατήσει το pause για να αποδράσουμε από τον εφιάλτη. Κάποιος σύντροφος είδε ένα κουκουλοφόρο να σπάει ένα φαρμακείο κι αμέσως μετά να κάνει συλλήψεις.
Ήμασταν στριμωγμένοι, πατούσαμε ο ένας τον άλλο, κρατιόμασταν να μην ποδοπατηθούμε και τότε, τότε μας επιτέθηκαν οι μπάτσοι.
Όχι σε αυτούς που μιμούνταν τον Νέρωνα. Σε αυτούς έδωσαν χέρι βοηθείας...
Σε εμάς επιτέθηκαν. Σε μας που βαδίζαμε ο ένας δίπλα στον άλλο, ρομαντικοί ηλίθιοι μες στο χάος.

Οι επόμενες μέρες ήρθαν με πορείες και καταλήψεις παντού, σε όλη την Ελλάδα και συναυλίες στα προπύλαια και νέα μπάχαλα και άγρια καταστολή, πυροβολισμούς και μουσικές και συνθήματα στους τοίχους, στένσιλ, χρώματα.
Και όταν μπήκα στην κατάληψη της Λυρικής Σκηνής, μύρισα το Μάη...
Ο χρόνος κύλησε, οι παρουσιαστές των ειδήσεων έκαναν τη δουλειά τους, βοήθησε και η συντρόφισσα Αλέκα, και οι σύντροφοι ανανεωτικοί έβαλαν το χεράκι τους όσο έπρεπε.
Κι έτσι κάπως όλο και περισσότεροι τα έβαλαν μαζί μας.
Όχι μόνο με του μπαχαλάκηδες και τους προβοκάτορες. Με όλους όσοι βγήκαν στους δρόμους.
Μέχρι τώρα κάναμε ότι ακριβώς μας έλεγαν σπουδές, γλώσσες, μεταπτυχιακά, υπομονή, κυρίως υπομονή κι οδηγηθήκαμε σε ταπεινωτικό αδιέξοδο.
Και αυτοί σε αντάλλαγμα ποινικοποίησαν το ουρλιαχτό μας.
Οι πορείες των νέων που περικύκλωναν τα αστυνομικά τμήματα έγιναν πορείες ταραξιών κι ας μην συνέβαινε κάτι εκτός νόμου.
Μας διέταξαν λοιπόν να μείνουμε ήσυχοι, στα αυγά μας.
Μπορεί τα πράγματα να μην πήγαινα καλά, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι είχαμε το δικαίωμα να σηκώσουμε κεφάλι.
Για τους μπαχαλάκηδες, όποιοι κι αν είναι αυτοί, τι να πω. Οι ενέργειές τους, βούτυρο στο ψωμί των εξουσιαστών μας.
Η τυφλή βία, δυναμώνει τον εχθρό και γεμίζει το μυαλό του μικροαστού με σκατά.
Όσο για τους άλλους. Που μας έβρισαν. Και μας είπαν αλήτες.
Έχω να πω πως ήμασταν πολλοί.
Δεκάδες χιλιάδες αγανακτισμένοι νέοι.
Μπροστά μας οι μπάχαλοι ήταν ελάχιστοι.
Και οι μπάτσοι ακόμα πιο λίγοι.
Ήμασταν εκεί.
Και δεν ακουμπήσαμε τίποτα.
Μονάχα ουρλιάξαμε.
Και κλάψαμε.
Όχι για μια χαμένη ζωή.
Αλλά για χιλιάδες...


Vita Mi Barouak

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 04, 2009

Αναγκαστικός εμβολιασμός

Το ανατρίχιασμα των βλεφάρων μου
τα ασύμπτωτα σχήματα
σπονδή στον άνεμο των αλλαγών
ήρωες ισορροπιστές στο χάος
χωρίς σχοινί, ακτήμονες, τιποτένιοι.
Ο κόσμος προχωρά, δε σας χρειάζεται.
Ο κόσμος βουλιάζει στην ανυπαρξία
δε χρειάζεται τους επικήδειούς σας
μπορεί να πεθάνει μόνος
έτσι κι αλλιώς από μοναξιά πεθαίνει,
δεν υπάρχει πια κάτι να προβλέψετε.
Οι προφητείες αυτοεκπληρώθηκαν
σε έναν αυτοόμοιο κόσμο
ανυποψίαστο για το ότι
δεν γνωρίζει τίποτα άλλο
απ’ τον εαυτό του.
Του έπεσε βαριά η ύπαρξη
βαρύτατη η ζωή του
η ηδονή αποτρόπαιη
και η χαρά μόλυνση φρικτή,
αβάσταχτος ο πόνος να πετσοκοπείς
για να μπορείς να είσαι κι εσύ
άνθρωπος-ψέμα
και το ξεχνάς,
ξεχνάς τα πάντα
γιατί δεν υπάρχει χώρος αρκετός
για συσκευές, οδηγίες, υστερίες,
καλωδιώσεις, χάπια, μόδες,
απαγορεύσεις, εμφυτεύσεις, οθόνες,
ξαναμωραίνεσαι,
ξύπνα, το χιόνι σ’ έχει καλύψει
το χιόνι δε σταματά, ξύπνα
αν ένιωθες τι σου συμβαίνει
τα δάκρυά σου και μόνο θα σ’ έσωζαν,
μοναδικέ μου εαυτέ
το δέρμα σου έσχατο οχυρό μου.
Ζώσου με εκρηκτικά σ’ όλο το σώμα
και βγες έξω στον κόσμο που πέφτει
και σε τραβάει να πέσω μαζί τους.
Μη μ’ αγγίζετε. Αρκετά.
Είμαι μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί
στο παραμικρό άγγιγμα της βελόνας σας.
Δε μου αφήσατε τίποτα που ν’ αξίζει
δε μπορώ πια να συνεχίσω
να κάνω το σαλίγκαρο.
Δε λείπει ο λόγος, η φωνή λείπει.
Θεέ μου μ’ ακούς; Θεέ μου κοιμήθηκες;
Ίσως αν κάνω κρότο δυνατό μ’ ακούσεις.
Αν νέοι κόσμοι εξαίσιοι καταφθάνουν
δε θα τους υποδεχθώ χωρίς τον εαυτό μου.
Κάποτε δεν έχει πιο πέρα,
ο καιρός των επιχειρημάτων περνάει
ο καιρός των ελπίδων και των συμμαχιών,
ξεγυμνώνονται όλα ως το κόκαλο
και ξεπηδάει η κυτταρική σου νοημοσύνη.
Γνωρίζεις πια, βλέπεις καθαρά ότι
αυτό που σε αποτελεί είναι
η απόφασή σου.

Αλέξης Δάρας

Πέμπτη, Νοεμβρίου 26, 2009

Εθελουσία έξοδος στον Καιάδα

Μας λένε πως πρέπει να μειώσουν τις συντάξεις, να αυξήσουν τις εισφορές, τα όρια συνταξιοδότησης.
Με άλλα λόγια να μας κάνουν «παράφυση» έρωτα χωρίς σάλιο, γιατί έχασαν τα λεφτά των ταμείων(τα λεφτά μας) στο χρηματιστηριακό μπαρμπούτι. Και φυσικά, δεν μας ποθούνε όλους. Οι μαμάδες, οι μπαμπάδες, οι θείες και οι θείοι μας που έχουν σχετικώς σιτέψει δεν θα λάβουν μέρος στο ομαδικό σεξ. Θα τη βγάλουν ζάχαρη παρακολουθώντας με αγωνία(ομολογουμένως) από τον εξώστη. Πετώντας μας το μάννα για να επιβιώσουμε. Δυστυχώς για εμάς, τα όρνια λιγουρεύονται το πεταχτό κωλαράκι της νέας γενιάς. Το επαναστατικό υποκείμενο του Δεκέμβρη.

Κουφάλες, μπορούμε να βρούμε μόνοι μας τη λύση.
Όχι με λογιστικά τερτίπια, αλλά με κόλπα μαγικά, ρομαντικά κι ονειρεμένα.
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν το παράδειγμα του συγγραφέα του Δικαιώματος στην Τεμπελιά.

Ο Πωλ και η Λάουρα Λαφάργκ αυτοκτόνησαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα με ένεση υδροκυανίου. Στο σημείωμα που άφησε ο Λαφάργκ, γράφει: "Υγιής στο σώμα και το πνεύμα, αυτοκτονώ, πριν τα ανελέητα γηρατιά, που θα μου αποσπούν μία μία τις απολαύσεις και τις χαρές της ζωής και θα μου αφαιρούν τις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις, συντρίψουν τη θέλησή μου και με κάνουν βάρος στον εαυτό μου και στους άλλους. Από χρόνια έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην περάσω τα εβδομήντα [...]

Ας επιλέξουμε, λοιπόν, όταν έρθει ώρα, αντί για τη σύνταξη, την εθελουσία έξοδο στον Καιάδα...

Vita Mi Barouak

Τρίτη, Νοεμβρίου 24, 2009

Το Ύστατο Σήμερα

Το Ύστατο Σήμερα του Χάουαρντ Μπάρκερ (σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή) είναι κάτι πολύ περισσότερο από ψυχογράφημα. Πρόκειται για ένα θεατρικό δοκίμιο το οποίο ξεκινώντας από την έννοια των κακών ειδήσεων, στοχάζεται πάνω στην τέχνη της αφήγησης την οποία χρησιμοποιεί για να μας προβληματίσει πάνω στο θέμα της ατομικής και συλλογικής τραγωδίας που μπορεί να σε μετατρέψει σε σίφούνα, δολοφόνο ή να σε καταδικάσει στην αιώνια δουλεία, να σε αφήσει παθητικό και ασήμαντο.

Έργο εγκεφαλικό, στατικό, με σκηνικό που παρεμβαίνει και δυναμιτίζει την ατμόσφαιρα. Το σκοτάδι παίζει με το φως και την άλλη πλευρά του καθρέπτη, στήνει διάλογο με τη ζωή και το θάνατο, την καθημερινότητα που καταρρέει από τη μια στην άλλη στιγμή και ξαναχτίζεται ή αφήνεται στο χάος.

Οι ερμηνευτές ακροβατούν εσωτερικά. Μέσα σε ένα κουρείο. Μόνοι οι δυο τους. Ένας κουρέας. Κι ένας πελάτης που λατρεύει να φέρνει κακές ειδήσεις.

Σκηνοθ.: Λ. Βογιατζής. Ερμηνεύουν: Λ. Βογιατζής, Δ. Ήμελλος. Μετάφρ.: Τζ. Μαστοράκη. Σκην.-κοστ.: Ελ. Μανωλοπούλου. Μουσ.: Θ. Αμπατζής, Στ. Γασπαράτος. Φωτ.: Λ. Παυλόπουλος.
(Κυκλάδων 11 και Κεφαλληνίας, Κυψέλη ,2108217877)


Vita Mi Barouak

Τρίτη, Νοεμβρίου 10, 2009

Σε σχήμα κύβου

20 χρόνια από την πτώση του τείχους και τι; Στις πολύχρωμες αφίσες, στην οθόνη, ανάμεσα στις μουσικές των Fm βασιλεύουν τα παιδιά του Τιραμόλα. Η άρια φυλή. Λεπτά κορμιά, γυμνασμένοι κοιλιακοί, ύφος επιτυχημένου ηλίθιου. Φοράνε σέξι εσώρουχα, τακούνια, ταγιέρ, trendy μπουφάν, φοράνε ό,τι τους πληρώσουν.
Ποζάρουν. Χαμογελούν. Σε διαρκή επανάληψη. Ξανά και ξανά στο ρόλο του Επίκουρου, του Πλάτωνα, του Σωκράτη. Γιατί λέγε, λέγε κάτι θα μείνει.
Πρέπει να χάσω κιλά, να τεντωθώ, επειγόντως, πάνω στο κρεβάτι του Προκρούστη. Να φοράω αστραφτερά brand, να αποκτήσω ύφος.
Το αισθάνομαι, σου λέω, μέσα μου φουντώνει. 20 χρόνια μετά την πτώση του τείχους, επιτέλους γίνομαι άριος. Αν δεν με πιστεύεις, ρίξε μια ματιά στα καινούργια μου παπούτσια. Με ψήλωσαν 3 πόντους.
Οδηγώ το αστραφτερό μου αυτοκίνητο αναζητώντας, επειγόντως, την κότα που θέλει να πετάξει. Ε όχι και ποια κότα; Βρουμ, βρουμ! Σταματώ στο φανάρι. Φτύνω αγανακτισμένος εκείνους που θέλουν να καθαρίσουν το παρμπρίζ μου. Ουστ από δω βρομόσκυλα, την κότα ψάχνω!
Έτσι μπράβο. Από μακριά κι αγαπημένοι. Εγώ στο joystick, ΠΥΡ κατά βούληση, κι εσείς να φλέγεστε μες στην οθόνη. Ο καθένας στη θέση του.
Οι μετανάστες στο πεδίο βολής. Οι άνεργοι με τους άνεργους. Οι μικρομεσαίοι αργήσατε, θέση θα βρείτε μονάχα δίπλα στους μικρούς ή στους άνεργους. Ελπίζω να βλέπετε από κει.
20 χρόνια από την πτώση του τείχους.
Σιγά το τείχος...
Εγώ έχω χτίσει καλύτερο.
Σε σχήμα κύβου.
Και μέσα του έχω κλειστεί.

Vita Mi Barouak

Πέμπτη, Νοεμβρίου 05, 2009

Τα αληθινά ξαφνιάσματα της Αντίστασης.


Σημείωμα στο περιθώριο της «Ψυχής Βαθιάς».

Οι τελευταίες μέρες του εμφυλίου στους κινηματογράφους. Είναι ο Π. Βούλγαρης στην νέα του ταινία «Ψυχή Βαθιά». Στις βουνοκορφές του Γράμμου δυο αδέλφια σε απέναντι πολεμικά οχυρώματα. Εδώ δεν θα διαβάσετε μια κινηματογραφική κριτική αλλά μια καθαρά προσωπική άποψη ενός θεατή. Το ζήτημα του εμφυλίου είναι πραγματικά μεγάλο. Οι ιστορίες του, που μπορεί να σου ξετυλιχτούν άμα ασχοληθείς με το θέμα, είναι συγκλονιστικές. Ο πόλεμος έτσι και αλλιώς είναι αποκρουστικός από την φύση του και ο εμφύλιος και ο ιμπεριαλιστικός. Δυστυχώς όμως η συγκεκριμένη ταινία είναι κατασκευασμένη για να τα έχει με όλους καλά. Τι εννοώ, ο δημιουργός χρησιμοποιεί και αναδεικνύει τα συναισθηματικά στοιχεία του δράματος ώστε να συμπληρώνουν και να αποδομούν τα ιστορικά και πολιτικά στοιχειά . Και αυτό για να προβάλει την ανιστόρητη και επιφανειακή άποψη του «αλληλοσπαραγμού».

Ο σκηνοθέτης αναδεικνύει τον «συναισθηματικό παράγοντα» για να επηρεάσει τα υπόλοιπα στοιχεία τις ταινίας. Δεν είναι τυχαίο που οι κεντρικοί του ήρωες είναι αδέλφια, τα ίδια συμβολίζουν τον εμφύλιο κάτι που όμως δεν είναι ο κανόνας σε μια τέτοια διαδικασία. Δεν αμφισβητώ ότι σίγουρα και βιολογικά αδέλφια έχουν βρεθεί σε τέτοια κατάσταση και ότι η φιγούρες των μανάδων ήταν και είναι τραγικές σε αυτές τις περιπτώσεις, αλλά πραγματικά το πρόβλημα είναι άλλου.

Η ταινία είναι ιστορική αλλά έχει την ιστορία γραμμένη εκεί που δεν παίρνει. Για παράδειγμα δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά για το πώς βρεθήκαμε στο να γίνονται αυτές οι μάχες στα βουνά! Σκεφτείτε απλά ότι οι κουρελιασμένοι αντάρτες που βλέπουμε στην ταινία πριν λίγο καιρό σαν εθελοντές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ κυριαρχούσαν σε όλη την χώρα. Είχαν κατατροπώσει τον χιτλερικό στρατό και όλη η Ευρώπη μιλούσε για το μεγαλύτερη αντίσταση. Εργάτες , αγρότες, διανοούμενοι και ιδιαίτερα οι φτωχοί νεολαίοι της καθημερινότητας ύψωσαν το ανάστημα τους στην βαρβαρότητα του 2ου παγκοσμίου πολέμου, ίδια ξαφνιάσματα της φύσης. Δυστυχώς όμως ο δημιουργός παρουσιάζει το γεγονός αυτό λες και έγινε ξαφνικά χωρίς αιτία και τους αντάρτες σαν κάποια παιδάκια που δεν «ξέρουν». Αλήθεια, τι χλιαρή προσέγγιση και δεν είναι τυχαίο ότι η πιο προβληματικές ερμηνείες ήταν αυτές των ηθοποιών που έπαιζαν τους αντάρτες.

« Έλληνες να σκοτώνουν Έλληνες;» Λέει ο Θανάσης Βέγγος στην αρχή της ταινίας που πάει να παραλάβει τον νεκρό εγγονό του. Πολύ δυνατή σκηνή αλλά δεν δικαιολογεί πως φτάσαμε στον θάνατο του εγγονού που ήταν κληρωτός στον εθνικό στρατό. Ούτε μια αναφορά στην Αντίσταση, ούτε η επέμβαση των Άγγλων, ούτε ο Δεκέμβρης του ‘44 ούτε τίποτα. Φαίνονται όλα σαν να ήρθαν ξαφνικά σαν τα αμερικανικά αεροπλάνα με τις Ναπάλμ. Γιατί όλοι αυτοί που θέλουν να μας μιλήσουν για τον «αδελφοκτόνο» πόλεμο ξεχνούν ότι ο ΕΛΑΣ παρέδωσε τα όπλα του και οι ταγματασφαλίτες με τους χίτες έσφαζαν τους αντάρτες, άοπλους πια; Εύκολα ξεχνάμε το ανελέητο κυνηγητό των ανταρτών με φυλακίσεις και βασανισμούς. Είναι πραγματικά αστείες οι σκηνές που δείχνουν τους Αμερικανούς και Εθνικόφρονες Έλληνες αξιωματικούς να διαφωνούν για το πόσο οι επιθέσεις θα είναι καταστροφικές για τον αντίπαλο με τους δεύτερους να είναι πιο διστακτικοί.

Όσο και να προσπάθησε ο δημιουργός να κάνει το έργο «νεωτερικό» με διάφορα εφέ δεν το κατάφερε. Οι πολεμικές σκηνές αλά Σπήλμπεργκ για παράδειγμα είναι αδιάφορες σε σχέση με το σενάριο. Τι ακριβώς ήθελε να στηρίξει ο σεναριογράφος βάζοντας εφετζίδικες πολεμικές σκηνές για τόση ώρα; Μήπως το «μικρό» και «ιστορικά ελλιπές» σενάριο; Ακόμα και το κατά πιο πολύ εφετζίδικο παραμύθι του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο «ο λαβύρινθος του Πάνα» μας οδηγεί στην αλήθεια της εποχής που πραγματεύεται (το τέλος του ισπανικού εμφυλίου). Σίγουρα η ταινία δεν έχει μόνο αρνητικά στοιχεία. Όσοι την έχετε δει θα απολαύσατε την καταπληκτική φωτογραφία, την μουσική του Γιάννη Αγγελάκα άλλα και την ερμηνεία κάποιον ηθοποιών όπως των παιδιών.

Η αντίσταση και ο εμφύλιος ήταν μια μεγάλη επανάσταση που δυστυχώς έχασε και καρατομήθηκε από την Ελληνική άρχουσα τάξη , την δεξιά και τους Αμερικανούς. Στα επιχειρήματα όσων πιστεύουν την θεωρία του «αλληλοσπαραγμού» υπάρχει και το «ευτυχώς δεν κέρδισαν οι αντάρτες γιατί θα είχαμε γίνει Αλβανία του Χότζα». Βλακείες, συγνώμη για την έκφραση, αλλά το κράτος και το παρακράτος της δεξιάς μαζί με τον Βασιλιά και τους Αμερικανούς ένα τέτοιο σύστημα είχαν φτιάξει!

Χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να φύγουν στην ανατολική Ευρώπη για να σωθούν, άλλοι τόσοι βασανιστήκαν και εξοριστήκαν στα ξερονήσια. Στην Μακρόνησο προσπάθησαν να διαλύσουν τον ανθό και την πρωτοπορία τις νεολαίας της εποχής . Ολόκληρα χωριά της ελληνικής υπαίθρου ερημώθηκαν με αίτιο την πείνα και τις διώξεις, με τους κατοίκους τους να πηγαίνουν στα ορυχεία του Βελγίου και στα εργοστάσια την Γερμανίας. Χιλιάδες αριστεροί να μην μπορούν να βρουν δουλειά και ακόμα να υπάρχουν άνθρωποι που ζούσαν στην παρανομία για πολλά χρόνια. Η χωροφυλακή και η ασφάλεια να κατασκοπεύει έξω από τα σπίτια των ανθρώπων και να δέρνει μέσα στα τμήματα. Η Φρειδερίκη να έχει αρχίσει το παιδομάζωμα… Κάπως έτσι μοιάζουν και οι περιγραφές για την Αλβανία του Χότζα από μετανάστες που έχουν έρθει από εκεί.

Τι θα γινόταν όμως αν επικρατούσαν οι αντάρτες; Αυτό είναι μια άλλη συζήτηση που πρέπει να συνεχιστεί. Ιδιαίτερα μετά τον Δεκέμβρη του 08 που κάποια παιδιά (σαν αυτά του έργου) ξανακάλυψαν τα οδοφράγματα και το να πετάνε πέτρες στους «συνομήλικους μπάτσους». Θα πρότεινα πρώτα όμως κάποιος να διαβάσει τον λόγο του Άρη Βελουχιώτη στην Λαμία στης 29 Οκτωβρίου 1944, θα μάθει πολλά για τις προθέσεις της μέγιστης και ηρωικής γενιάς της Αντίστασης.


Photo.Εικαστική απεικόνιση (κριτικός ρεαλισμός) της φωτογραφίας με τα κομμένα κεφάλια ανταρτών στον εμφύλιο. Ο δημιουργος είναι ο ζωγράφος Δημήτρης Περδικήδης που ήταν και αυτός αντάρτης και αναγκάστηκε να φυγει στο εξωτερικό την εποχή εκείνη στην αρχή στην Γαλλία και μετά Ισπανία.


al.barouak



Δευτέρα, Νοεμβρίου 02, 2009

Η Ψυχή Βαθιά ήταν άψυχη;



Στους διαδρόμους του Περισσού η Αλέκα, η Λιάνα και η υπόλοιπη παλιοπαρέα έχουν βγάλει τα αριστερόμετρα και μετρούν κατά πόσο η τελευταία ταινία του Παντελή Βούλγαρη πληροί τις προδιαγραφές RED ISO. Το κακό είναι ότι στο σύνολό της, σχεδόν, η δημοσιογραφία (και όχι μόνο) λειτούργησε αναλόγως, αδιαφορώντας για κάτι βασικό. Ότι η Ψυχή Βαθιά είναι έργο τέχνης και όχι ιστορική μαρτυρία.
Πρωταγωνιστές στο στόρι είναι δυο αδέρφια που πολεμούν σε αντίπαλα στρατόπεδα κατά τη διάρκεια του τελικού ξεκαθαρίσματος του εμφυλίου, μεταξύ των ανταρτών και του στρατού. Παρακολουθούμε, λοιπόν, το ανθρωπιστικό δράμα των τελευταίων ημερών στο Γράμμο.
Σε επίπεδο σεναρίου, η ιστορία δεν αποτυπώνεται δυναμικά, παρά τις εντυπωσιακές εκρήξεις του γαρνιρίσματος. Στην προσπάθεια του σεναριογράφου να κρατήσει ίσες αποστάσεις και να προβάλει ανθρωπιστικά και αντιπολεμικά μηνύματα, είπε μισές αλήθειες. Γεγονός μάλλον αναπόφευκτο, δεδομένου των προθέσεών του. Επίσης, χρησιμοποίησε ατάκες-σύμβολα που δεν ταίριαξαν με τη ρεαλιστική κινηματογράφηση.
Από τεχνικής άποψης η Ψυχή Βαθιά είναι σχεδόν άρτια (για τα ελληνικά δεδομένα) Ρεαλιστικές τεχνικές κινηματογράφησης, εντυπωσιακοί ήχοι κι εκρήξεις, ταιριαστή μουσική και πειστικότατη φωτογραφία με background πανέμορφα βουκολικά τοπία.

Ο κινηματογράφος, όμως δεν είναι μόνο τεχνική, είναι και ψυχή (και μάλιστα βαθιά!) Εφόσον, λοιπόν ο Βούλγαρης στήριξε το εγχείρημά του στον συναισθηματισμό του σεναρίου, θα έπρεπε να προετοιμάσει κατάλληλα και τους υποκριτές. Δυστυχώς, όμως, ο σκηνοθέτης (ίσως γιατί επέμεινε υπερβολικά στην τεχνική αρτιότητα) άφησε σε δεύτερη μοίρα τις ψυχές των πρωταγωνιστών του.

Οι ηθοποιοί βαφτίστηκαν αντάρτες, αδέρφια, μάνα, αλλά στην ουσία δεν το βίωσαν και γι’ αυτό δεν το υποκρίθηκαν σωστά, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Και έτσι κάπως: Οι ματιές που ανταλλάσσουν τα αδέρφια δεν είναι αδερφικές. Η φωνή της μάνας απλά μιμείται τη φωνή της μάνας, σαν ανάγνωση σε κάποιο casting. Οι ατάκες τους αχρωμάτιστες, φαντάζουν μηχανικά φτιαγμένες.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, οι ψυχές των πρωταγωνιστών έμειναν έξω απ’ το κάδρο, με αποτέλεσμα η Ψυχή Βαθιά να καταντήσει άψυχη.

Vita Mi Barouak