Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006

Απ τον Μπονουέλ στον Δρακουμέλ...



Βρισκόμουν σε μια αλάνα και κρατούσα μια μπάλα του μπάσκετ. Σήκωσα τα μάτια απ το κοκκινόχωμα, ζύγιασα τη μπασκέτα από μακριά και σούταρα. Η μπάλα ακολούθησε μια καμπυλοειδής τροχιά που μου θύμισε τις καμπύλες της Μόνικα Μπελούτσι και πλησίασε αργά-αργά, σχεδόν σε slow-motion προς το καλάθι, όταν αισθάνθηκα ένα φιλικό σκούντημα στην πλάτη και μια γλοιώδης φωνή να λέει:
«Συγνώμη κύριε, μπορώ να έχω την προσοχή σας για ένα λεπτό;»
Δεν ήθελα να χάσω την κατάληξη του σε slow-motion σουτ μου αλλά η φωνή επέμενε.
«Συγνώμη, κύριε συγνώμη…»
Τι αξία όμως μπορούσε να χε μια γλοιώδης φωνή, μπροστά στην κατάληξη του σουτ μου; Αδιαφόρησα λοιπόν και συνέχισα να παρακολουθώ την σέξι πορεία της μπάλας. Τότε όμως είδα με την άκρη του ματιού μου, ένα χέρι που φορούσε ένα ρόλεξ μαϊμού και κρατούσε ένα τηλεκτρόλ, να πατά το στοπ και η μπάλα να «παγώνει» λίγα εκατοστά πριν τον καταληκτικό προορισμό της.

Αισθάνθηκα το θυμό να ξεχειλίζει στο αίμα μου, έσφιξα την γροθιά μου και γύρισα αποφασισμένος να κάνω τον τύπο μαύρο στο ξύλο. Γυρίζοντας όμως είδα ένα μπάτλερ που ήταν ήδη μαύρος, να χαμογελά αποκαλύπτοντας την κατάλευκη οδοντοστοιχία του και να κρατά ένα ασημένιο δίσκο, όπου πάνω του βρισκόταν το τρισκατάρατο τηλεκοντρόλ.
«Ξέρετε κύριε…», συνέχισε ο μαύρος μπάτλερ. «Σας ζήτησε ο κύριος Κωνσταντίνος Μητσοτάκος!»
Γύρισα και κοίταξα την μπάλα… Παρέμενε ακίνητη στον αέρα, λίγα εκατοστά πάνω απ το σίδερο.
«Μην ανησυχείτε κύριε, δεν πρόκειται να πάει πουθενά…»

Σήκωσα το βλέμμα πάνω απ τον μπάτλερ και αντίκρισα ένα μέγαρο, κανονικό παλάτι. Ο μπάτλερ τράβηξε μπροστά κι εγώ ακολούθησα. Περνώντας την μεγαλοπρεπή είσοδο, θαμπώθηκα! Βρέθηκα μπροστά σε μια τεράστια αίθουσα, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένος αρκετός κόσμος. Κύριοι με σμόκιν, κυρίες με αστραφτερά φορέματα, κόκκινα χαλιά, κίονες, πολυέλαιοι, ενώ στο βάθος υπήρχε μια τεράστια μαρμάρινη σκάλα. Άλλοι χόρευαν, άλλοι έπιναν Γαλλική σαμπάνια, όλοι τους όμως φορούσαν υποκριτικά χαμόγελα.
Έκανα να βαδίσω ανάμεσα σε τόσες και τόσες διασημότητες αλλά ο μπάτλερ με χτύπησε στον ώμο και μου έκανε νόημα να σταματήσω. Έπρεπε να ακολουθήσω το εθιμοτυπικό! Μου έδειξε λοιπόν δίπλα ακριβώς στην είσοδο μια αγροτική άμαξα που την έσερνε ένα βόδι. Πάνω στην ξύλινη άμαξα βρισκόταν δυο μεθύστακες με χωριάτικα ρούχα και γκρίζες μουστάκες κι έπιναν εναλλάξ από μια νταμιτζάνα.
«Κύριε Μπονουέλ!», φώναξε ο μπάτλερ απευθυνόμενος σ εκείνον με την πιο κόκκινη μύτη.
Ο μεθύστακας πλησίασε και χαμογέλασε με το ροδοκόκκινο προσωπάκι του.
«Μπορώ να κάνω κάτι για εσάς;», ρώτησε.
«Μπορείς να πας τον Vita Mi, μέχρι τις σκάλες. Ξέρεις τον ζήτησε ο κύριος Μητσοτάκος…»
«Με μεγάλη μου χαρά νέε μου, με μεγάλη μου χαρά…», μου είπε ο Μπονουέλ κι αφού μου άπλωσε το χέρι να ανέβω στην χωριάτικη άμαξα, κάθισα δίπλα του και μου έδωσε να πιω απ το κρασί του.Έπειτα χτύπησε το βόδι με το καμιτσίκι του, εκείνο ξεκίνησε βαριεστημένα κάνοντας σαλιγκαρίσιους ελιγμούς ανάμεσα στους αστραφτερούς καλεσμένους που δεν έδειχναν να ταράζονται και λειτουργούσαν απόλυτα φυσιολογικά. Παίρνοντας ανάμεσα τους αναγνώρισα ένα διάσημο μοντέλο, δύο τηλεοπτικούς ηθοποιούς, τρεις ποδοσφαιριστές της Εθνικής Ομάδας, τέσσερις τηλεπαρουσιαστές και τον προσωπικό μου περιπτερά που την προηγούμενη εβδομάδα είχε κερδίσει το Τζόκερ.

Κι ενώ ήμουν ενθουσιασμένος με την κρουαζιέρα ανάμεσα στις διασημότητες, τους πολυέλαιους, τη μαγευτική μουσική και το γλυκό κρασί του Μπονουέλ, άκουσα τη φωνή του να λέει:
«Ποιος ξέρει τώρα τι να σε θέλει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκος;… Ο κόσμος λέει ότι αν μπλεχτεί στα πόδια σου ο Μητσοτάκος, θα σε βρει μεγάλη καντεμιά αλλά εγώ δεν πιστεύω στον Καζαμία αλλά στις Γέφυρες του Μορφέα… Κάτι σημαίνει αυτό για σένα Vita Mi, βάλε καλά το μυαλό σου να καταλάβεις… Αλήθεια με την μπάλα τι έγινε, μπήκε;»
Τα μάτια του γυάλιζαν. Κοίταξα βαθιά μέσα τους και είδα ένα ξυράφι να πλησιάζει απειλητικά την μπάλα του μπάσκετ, η μπάλα να μεταμορφώνεται στην κόρη του ματιού του Μπονουέλ και το ξυράφι να ετοιμάζεται να την αγγίξει. Τότε όμως το βόδι σταμάτησε, η άμαξα τραντάχτηκε και το κρασί που εκείνη την ώρα προσπαθούσα να γευτώ με έλουσε πατόκορφα!

Ο Μπονουέλ γέλασε τρανταχτά και μου έκανε νεύμα να κατεβώ. Εγώ ακολούθησα την προτροπή του και βρέθηκα δίπλα στον μπάτλερ που κράταγε μια γκρι καμπαρτίνα κι ένα μεξικάνικο σομπρέρο. Μου τα έδωσε, τα φόρεσα πάνω απ’ την αθλητική μου αμφίεση κι ανέβηκα τις παλατιανές σκάλες παρατηρώντας τους κρεμασμένους πίνακες άλλων εποχών.Σε λίγο βρέθηκα μπροστά σε μια μπρούτζινη πόρτα που τη φύλαγαν δυο πελώριοι τύποι με ξυρισμένο κεφάλι, οι οποίοι φορούσαν γαλάζια κουστούμια και λευκό περιβραχιόνιο.
«Από δω τα γαλάζια παιδιά!», μου ‘πε ο μαύρος μπάτλερ κι αυτοί παραμέρισαν, η πόρτα άνοιξε και μπήκα μόνος στην αίθουσα.

Ήταν μια τεράστια, μακρόστενη αίθουσα χωρίς έπιπλα. Κοίταξα στην άλλη άκρη, περίπου 30 μέτρα απόσταση απ το σομπρέρο μου και είδα έναν τύπο με μαύρο κουστούμι να κάθεται πίσω από ένα γραφείο. Έπειτα από 30 βήματα ακριβώς στάθηκα αντίκρυ με τον τύπο που είχε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, Δρακουμέλ ο γκαντέμης. Εκείνος μου χαμογέλασε πρόσχαρα και μου ζήτησε να κάτσω στην μοναδική καρέκλα που βρισκόταν μπροστά στο γραφείο του. Εγώ έκατσα σκεφτόμενος: «Βρε τι γλυκός άνθρωπος που ναι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκος από κοντά;» κι επιστέφοντας πίσω το χαμόγελό που μου πρόσφερε, του είπα:
«Λοιπόν κύριε Μητσοτάκο, μπορώ να μάθω τώρα, τι ακριβώς με θέλετε;»

Συνεχίζεται…

ΥΓ. O τίτλος είναι μια ευγενική χορηγία της Bitch girl.


Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006

Η ζωή μας είναι σουρεάλ…



Μάλλον έχω το κοκαλάκι της νυχτερίδας που το έσκασε απ το Δαφνί και η μοίρα μου επιφυλάσσει αρκετά συχνά σουρεαλιστικές απολαύσεις. Σας παρουσιάζω το τοπ 3 του περασμένου Σαββατοκύριακου:

Σουρεαλιστική σκηνή Νο1
Εγώ και τρεις φίλοι καθόμασταν σ ένα παραδοσιακό ουζερί. Γύρω μας πλακόστρωτα σοκάκια, τραπέζια, γελαστά πρόσωπα, ρεμπέτικα, τσικνίλα, σούσουρο. Πάνω στο τραπέζι μας: θαλασσινοί μεζέδες, ποτήρια με ούζο, πακέτα τσιγάρα και μερικές πεντάδες δάχτυλα.
Εγώ, ο Αλ-Μπάρουακ κι ένας γυαλάκιας ναυτικός συζητούσαμε με ένταση αλκοολικών ψηφοφόρων σχετικά με τα αποτελέσματα. Στην άλλη άκρη του τραπεζιού καθόταν, όπως συνήθως στον κόσμο του, ο ποιητής της παρέας. Η άκρη του ματιού μου έπιασε ότι είχε μόλις σηκώσει το κινητό του. Πράγματι άκουσα τη βραχνή φωνή του να λέει:
«Ναι… Θα ήθελα να κάνω μια παραγγελία!»
Έξι ζευγάρια μάτια κι ένα ζευγάρι γυαλιά ταξίδεψαν πάνω από χταπόδια, καλαμαράκια και σουπιές κι ανταμώθηκαν πάνω στο πρόσωπό του. Κι εκεί που περιμέναμε τον Μπονιουέλ να φωνάξει: «Cut! Πάμε πάλι απ την αρχή τη σκηνή!», η βραχνή φωνή του ποιητή συνέχισε απτόητη:
«Θα ήθελα να παραγγείλω ένα σάντουιτς… Τυρί, ζαμπόν, πιπεριά…» Μερικά δεύτερα παύσης για να προλάβει ο τύπος απ την άλλη πλευρά της γραμμής να σημειώσει την παραγγελιά. «…μπιφτέκι, πατάτες και τυροσαλάτα!»
Στη συνέχεια ακολούθησε η διεύθυνση του σπιτιού του «ποιητή» κι εμείς γίναμε απολιθωμένοι ουρακοτάγκοι.
«Τι κοιτάτε έτσι βρε μαλάκες;!», μας είπε. «Με έκοψε η πείνα! Θα το χτυπήσω όταν γυρίσω σπίτι…»
Η πλάκα είναι ότι το βράδυ που ξαναβρεθήκαμε, μας παραπονέθηκε ότι η αδελφή του τον άφησε νηστικό, γιατί όταν γύρισε σπίτι το μισό σάντουιτς είχε ήδη αποθηκευτεί στο στομάχι της.

Σουρεαλιστική σκηνή Νο2
Την επόμενη μέρα βρέθηκα στο ίδιο ουζερί, με άλλη παρέα αλλά τα ούζα, οι μεζέδες, τα σοκάκια και οι χαμογελαστές φάτσες βρισκόταν ακριβώς στο ίδιο σκορ. Κάποιος απ την παρέα με καστανά μαλλιά και στρουμπουλά μάγουλα περίμενε τον πελαργό να του φέρει κορούλα μες τα επόμενα εικοσιτετράωρα και η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από την πατρότητα. Ο ίδιος μας είπε:
«Εγώ θα ακολουθήσω το Αμερικάνικο πρότυπο. Όταν φτάσει δεκαέξι θα της πω: Θες να βγεις δεσποινίς μου; Να φέρεις το συνοδό να σε πάρει απ το σπίτι… Να τσεκάρω μαύρες σακούλες κάτω απ τα μάτια και λοιπά, κι αν δεν μου γεμίσει το μάτι, λύνω τα σκυλιά και γίνεται της μπουκιάς το κάγκελο…»
Εμείς συμφωνήσαμε μαζί του γελώντας αλλά ο μορφονιός του συγκροτήματος, γνωστός και ως Ρίο(απ το Ντι Κάμπριο) πετάχτηκε και είπε με ύφος Mr. Ήπειρος:
«Αυτά είναι ξεπερασμένα πράγματα… Γιατί να αφήσεις το κορίτσι στα 16-17 να πειραματιστεί με το κάθε τσογλάνι; Νομίζω θα ΄ταν πολύ καλύτερα να πάει με κάποιον έμπειρο την πρώτη της φορά.»Ενός δευτερολέπτου σιγή «Κάποιον που θα ξέρει τα κόλπα και θα το προσέξει το κορίτσι…», συμπλήρωσε κλείνοντας και κορδώθηκε σαν άλλος Μαρκήσιος Ντε Σαντ.

Σουρεαλιστική σκηνή Νο3
Ο κολλητός μου καθόταν δίπλα μου σ ένα μακρόστενο μπαρ και κάρφωνε μια καστανή λίγο παραπέρα. Δεν ήταν όμορφη αλλά τα μάτια της φιλοξενούσαν σπίθες, ενώ ο κολλητός ήταν ήδη αλοιφή απ την κίτρινη τεκίλα. Πλησίασε και της μίλησε. Εκείνη έδειξε να ξαφνιάζεται. Ο δικός μου όμως συνέχισε απτόητος και η καστανή που αρχικά έμοιαζε προβληματισμένη, χαμογέλασε, γελάσε, ξεκαρδίστηκε στο γέλιο και η πάρλα συνεχίστηκε πλέον εναλλάξ.
Ο κολλητός γύρισε κοντά μου μετά από ένα μισάωρο(μετρημένο!).
«Την ήξερες», ρώτησα.
«Όχι!», μου απάντησε.
«Και καλά τί λέγατε τόση ώρα;»
«Για μια εκδρομή που ‘χαμε πάει οι δυο μας στην Κωνσταντινούπολη…»
«Πας καλά;! Μα εσύ μόλις είπες πως δεν την ήξερες!»
«Κοίτα να δεις σύμπτωση, το ίδιο ακριβώς είπε κι εκείνη στην αρχή αλλά μετά από λίγο της άρεσε, μπήκε στο τριπάκι και παραδέχτηκε πως θυμόταν κι αυτή. Της περιέγραψα το ξενοδοχείο, το θυμήθηκε! Μάλιστα θυμήθηκε ότι μέναμε στον τρίτο όροφο και πως το κρεβάτι μας ήταν σχετικά στενό για διπλό.»
«Δεν πας καλά;!»
«Εγώ δεν πάω καλά;… Έπρεπε να την δεις πως έκανε όταν της είπα: Θυμάσαι τότε που περνάγαμε πάνω απ τη γέφυρα του Βοσπόρου με ταξί και ακριβώς μπροστά μας ήταν ένα κάρο με μήλα. Θυμάσαι που έσπασε η αριστερή ρόδα του κάρου και γέμισε η άσφαλτος μήλα κι ο κόσμος τα κυνηγούσε πριν πέσουν στη θάλασσα και τα φαν τα ψάρια;…»
«Κι αυτή τι σου ‘πε, θυμόταν;!»
«Φυσικά! Εκείνο όμως που της είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν το πατζούρι στο ξενοδοχείο, που τραβώντας το κορδονάκι μαζευόταν πάνω με μιας…»

Οι Ojos de Brujo στην Ελλάδα



ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΟΛΛΕΚΤΙΒΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΟΝΙΑ
ΔΙΝΕΙ ΡΥΘΜΟ ΣΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ, ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ 21.30

ΑΘΗΝΑ: ΣΑΒΒΑΤΟ 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ»
ΠΕΙΡΑΙΩΣ 254 – ΚΤΙΡΙΟ 6
ΕΝΑΡΞΗΣ 21.30

ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ: Metropolis, Ticket House, i-ticket.gr
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ: Θεσσαλονίκη 35 €, Αθήνα 45 €

Δευτέρα, Οκτωβρίου 16, 2006

Η τελευταία επιστολή

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ.

Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.

Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι.

Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.»


ΥΓ του Βήτα Μι Μπάρουακ:
Εγώ δεν είμαι ποιητής
είμαι ληστής που κλέβει στίχους
Εκεί που εσύ έχυσες το αίμα σου
εγώ μάτωσα τα γόνατά μου…
…αδερφέ, ινδιάνε!



Για περισσότερο Καρυωτάκη:
http://users.otenet.gr/~lost/karyotakis/index.htm

Παρασκευή, Οκτωβρίου 13, 2006

Πριν τις εκλογές το γλέντι…

… και μετά το πισωγλέντι!

Ήταν πριν 4 χρόνια σ ένα στούντιο της ΕΤ3. Στο πάνελ ένας μπουλούκος δημοσιογράφος με γυαλιά, αριστερά του ο Ψωμιάδης και δεξιά του κάποιος πολιτικός του αντίπαλος. Εγώ μαζί με κάτι φιλαράκια ήμασταν μεταξύ του κοινού.

Ήθελε ακόμα 10 λεπτά για να ξεκινήσει η εκπομπή και ο Ψωμιάδης έσταζε θυμαρίσιο μέλι για όλους τους παρευρισκόμενους. Με το συμπάθιο αλλά τους είχε σπατουλάρει κανονικά με τη γλωσσίτσα του. Το αγαπημένο του όμως γλυφιτζουράκι ήταν ο πολιτικός τους αντίπαλος.
«Πως πάνε οι δουλειές αγαπητέ κύριε τάδε μου; Τα παιδιά καλά; Συγχαρητήρια για εκείνο λατρεμένε τάδε μου» κι όλο κάτι τέτοιες πουτανιές.
Ο τρόπος του Ψωμιάδη ήταν τόσο φιλικός προς τον πολιτικό του αντίπαλο, που μεταξύ μας ψιθυρίζαμε: «Να δεις που στο ημιχρόνιο θα πάρει το μικρόφωνο, θα σηκωθεί και θα του τραγουδήσει: Σ αγαπώ μ αγαπάς, τι θα γίνει μ εμάς…»

Όταν όμως ο δημοσιογράφος σφύριξε την έναρξη της εκπομπής το γλυκανάλατο αγοράκι με τα γκρίζα μαλλιά μεταμορφώθηκε σε μανιασμένο ουρακοτάγκο. Ακολούθησε καταιγισμός χτυπημάτων του Ψωμιάδη κάτω απ τη μέση του τάδε, με αποτέλεσμα εκείνος να τα χάσει εντελώς και μέχρι το τέλος της εκπομπής να τα τα μασάει γενικώς και αορίστως. Απ την πλευρά του ο γυαλάκιας δημοσιογράφος παρακολουθούσε τη σφαγή σαν να ‘ταν κυανόκρανος του ΟΗΕ. Εμείς πάθαμε την πλάκα μας με την πονηριά του Ψωμιάδη. Τρόπος… για επίδειξη σε σεμινάρια fairplay, ως παράδειγμα προς αποφυγή.

Γι αυτό θα κατέβω να ψηφίσω στις εκλογές! Για να βάψω τη μούρη κάτι καλόπαιδων σαν του Ψωμιάδη κατάμαυρη. Όχι κύριε Φραντζόλα μας, εμάς δεν μας δουλεύετε ψιλό γαζί. Ξέρουμε ότι οι Φραντζολάδες(απ' το φουστανελάδες) φυτρώνουν στην Ελλαδίτσα μας σαν τα μανιτάρια και φέρουν την κύρια ευθύνη για το κατάντημά μας αλλά πολύ περισσότερο γνωρίζουμε, ότι φταίμε εμείς, που πατάμε την πεπονόφλουδα και τους ψηφίζουμε!

ΥΓ1. Αν αγαπητοί Θεσσαλονικείς ξαναβγάλετε τον Ψωμιάδη, συγχωράτε με, αλλά δεν θέλω να ακούσω τίποτα ξανά, περί «αδικημένης συμπρωτεύουσας και ΠΑΟΚ». Θα είστε άξιοι της μοίρας σας!!

ΥΓ2. Ο τίτλος κλεμμένος από ατάκα του Ν.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

Ο ληστής Ουάκ κι ο γεωργός Μπαρ - Νο2

(Το 1ο μέρος: http://barouak.blogspot.com/2006/10/blog-post_09.html)



Ο άγνωστος με τη μαύρη κάπα και τα χαμένα στο άπειρο γκρίζα μάτια, σήκωσε την νταμιτζάνα με το κρασί και ήπιε όλο το περιεχόμενό της με μια παρατεταμένη γουλιά. Έπειτα ρεύτηκε σαν μωρό νεκροθάφτη μετά τη σκατζοχοιρόσουπα κι αφού στράφηκε στο ληστή Ουάκ, είπε με φωνή καταρράχτη που έσταζε βουβά, μεθυσμένα χικ, χικ:
«Σου φέρνω άσχημα νέα Ουάκ! Η κόρη σου γεννάει αυτή την ώρα… αλλά η γέννα είναι δύσκολη και μπορεί να χαθούν παιδί και μάνα με μιας.»

Ο ληστής Ουάκ αισθάνθηκε ένα πυρωμένο καρφί να εισβάλει στο στήθος του. Σηκώθηκε κι έκανε να φύγει τρέχοντας, αλλά κάπου σκόνταψε κι έγινε ένα με την κόκκινη προβιά που σκέπαζε το πάτωμα. Κάτι τον κράταγε δεμένο εκεί. Κοίταξε το πόδι του και διαπίστωσε ότι μια χοντρή αλυσίδα είχε τυλιχτεί γύρω απ τον αστράγαλο σαν το φίδι που προσπαθεί να κάνει έρωτα στο ταίρι του.

Μια πολυγαμική αλυσίδα γιατί εκτός απ αυτόν, ήταν επίσης τυλιγμένη γύρω απ τα πόδια του τραπεζιού και φυσικά γύρω απ τον αστράγαλο του γεωργού Μπαρ. Έκανε κι εκείνος να φύγει, μάταια όμως. Η αλυσίδα είχε ερωτευθεί παράφορα τους δυο εχθρούς και τους είχε εγκλωβίσει στην μεταλλική αγκαλιά της. Τράβηξε ο ένας από δω, ο άλλος από κει, παραλίγο να ξεκολλήσουν τις πατούσες τους, όμως η αλυσίδα θαρρείς είχε γίνει ένα σώμα, μια ψυχή με τη σάρκα τους.

Ποιος ήταν άραγε ο ξένος με τα μαύρα; Μήπως ήταν μάγος ή μήπως ο χάρος, η μοίρα, κάποιος σοφός; Γύρισαν και οι δυο ταυτοχρόνως και τον κοίταξαν κατάματα. Κρατούσε ένα μαύρο μεταλλικό κουτί και μια κλεψύδρα. Με μια απότομη κίνηση, άδειασε το περιεχόμενο του κουτιού πάνω στην τάβλα και τότε χιλιάδες πολύχρωμα κομματάκια γυαλιού ξεπήδησαν έξω, κάνοντας το ξύλο κολάζ ουράνιου τόξου.
«Η μοναδική ελπίδα να σωθούν μάνα και παιδί είναι να καταφέρετε να φτιάξετε σωστά το ψηφιδωτό, μέχρι να αδειάσει η κλεψύδρα.», είπε ο μάγος ή σοφός ή χάρος και τοποθέτησε την κλεψύδρα στο τραπέζι με μια απότομη κίνηση. «Λοιπόν τι κοιτάτε σαν αποβλακωμένοι γορίλες, ξεκινάτε!»

Έβρισαν, έφτυσαν, έκαναν αυτό, έκαναν το άλλο, πιάστηκαν στα χέρια, σφαλιαρίστηκαν, διαφώνησαν, ούρλιαξαν, μάτωσαν, οι τελευταίοι κόκκοι της κλεψύδρας περιστρέφονταν λίγο πριν την οπή αλλά το ψηφιδωτό δεν είχε καν ξεκινήσει. Το μόνο που τους έμενε ήταν να παρακαλέσουν τον άγνωστο να τους σώσει κι επειδή το γλείψιμο είναι μες στην ανθρώπινη φύση, έτσι έκαναν δίχως δεύτερη σκέψη. Έπεσαν γονατιστοί και τον παρακάλεσαν κλαίγοντας να τους βοηθήσει.

«Θα το πω μόνο μια φορά κι όποιος καταλάβει. Πιάστε ο ένας το σπαθί, ο άλλος το τσαπί και τσαπίστε, σπαθίστε, ρυθμικά, συντονισμένα, σαν να ‘στε μια ορχήστρα. Προσπαθήσετε να συντονίσετε, να συνθέστε τις κινήσεις σας μεταμορφώνοντας σπαθί και τσαπί σε μαγικό ραβδί που θα κάνει αυτά που δεν μπορούν να κάνουν τα χέρια σας…»

Έτσι κι έκαναν. Πήραν τα εργαλεία της δουλειά τους στα χέρια και σπάθισαν, σκάλισαν, προσπάθησαν, δάκρυσαν, έφτυσαν σάλιο, αίμα, δάκρυα(ιδρώτα όχι!), ώσπου κατάφεραν να συντονιστούν σαν χορωδία. Τότε σηκώθηκε στρόβιλος στο κέντρο του χαοτικού ψηφιδωτού και τα κομμάτια πήραν ως δια μαγείας τις θέσεις τους σε λίγες στιγμές.
Τα γυαλάκια έδεσαν μεταξύ τους σαν πληγές που επουλώθηκαν, το ψηφιδωτό κλείδωσε, και το πολύχρωμο πεδίο που σχηματίστηκε έγινε, υγρό κάτοπτρο, επιφάνεια λίμνης που αποκάλυψε την κόρη του Ουάκ να βογκά και να γέννα, τον γιο του Μπαρ γονατιστό να προσεύχεται και το νεογέννητο να κλαίει και να κρύβεται στην αγκαλιά της μάνας.

Ο ληστής Βήτα Ουάκ κι ο γεωργός Μι Μπαρ έδωσαν τα χέρια πάνω απ το υγρό ψηφιδωτό χαμογελώντας ικανοποιημένοι. Και τότε σηκώθηκε ξανά στρόβιλος που έκανε θρύψαλα την μητρομανή αλυσίδα που τους κρατούσε δέσμιους κι αφού σκόρπισε τα κομμάτια του ψηφιδωτού πάνω τους, τους έκανε μέρος του ψηφιδωτού.


Πρέπει να ‘ταν τότε που κάτω από την κόκκινη μύτη του λήσταρχου Ουάκ, το πράσινο, αστραφτερό στόμα του είπε:
«Προτείνω να ονομάσουμε το μωρό Βήτα Μι Μπάρουακ!»
Και ήταν το πορτοκαλί στόμα του γεωργού Μπαρ, κάτω από το κίτρινο χαμογελαστό μουστάκι που απάντησε:
«Ό,τι πεις αδερφέ μου!»

ΥΓ1. Εναλλακτικός τίτλος: «Η Αυτοβιογραφία του DNA»

ΥΓ2. Πίνακας του Νταλί




Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006

Ο ληστής Ουάκ κι ο γεωργός Μπαρ



Μια φορά κι ένα καιρό ήταν δυο φίλοι, οι οποίοι ήταν τόσο αγαπημένοι που έκαναν τις κακές γλώσσες να στάζουν αρκετές πισωγλέντικες ιστορίες αφιερωμένες σ αυτούς. Πριν όμως γίνουν αχώριστοι μέχρι παρεξηγήσεως, υπήρξαν μισητοί εχθροί.

Ο ένας, ο ληστής Βήτα Ουάκ είχε βλέμμα και ορμή ερεθισμένου τίγρη και ήταν ο πιο σκοτεινός εφιάλτης κάθε πλούσιου διαβάτη. Είκοσι και πλέον ώρες τη μέρα τις πέρναγε καβάλα στο μαύρο του άλογο. Δεν αισθανόταν φόβο για χειμώνα, για πείνα, για εχθρό, γιατί ότι ήθελε το έπαιρνε με το καλό ή το κακό, χάρη στο ξακουστό του γιαταγάνι.

Ο άλλος, ο γεωργός Μι Μπαρ, είχε ανάστημα ψηλόσωμου πυγμαίου και φαρδιές πλάτες από το τσαπί, το σκάλισμα, το πότισμα της γης. Κάθε φορά που συναντούσε κάποιον αφέντη, έσκυβε το κεφάλι και έσταζε δουλικότητα. Φοβόταν μην του κλέψει ο καιρός τη σοδειά του, ο αφέντης τα απομεινάρια της κι ο λύκος τα λιγοστά του πρόβατά. Κι αυτοί οι φόβοι, τον είχαν στοιχειώσει. Να ‘ταν όμως μονάχα αυτοί;…

Ο γεωργός Μι Μπαρ φοβόταν πάνω απ όλα, μήπως ο ξακουστός ληστής Βήτα Ουάκ του κλέψει το βίος, ενώ ο Ουάκ απ την πλευρά του κατηγορούσε το γεωργό ως συκοφάντη, γιατί ποτέ δεν είχε κλέψει φτωχό άνθρωπο. Και η εχθρότητά τους αυτή φούσκωνε όσο πέρναγε ο καιρός όλο και περισσότερο, λες και κάποιο αόρατο πνεύμα της είχε βάλει μια χούφτα baking powder….

Μια ηλιόλουστη μέρα συνέβη όμως ένα γεγονός που τάραξε συθέμελα τις δυο φαμίλιες. Η κόρη του ληστή Ουάκ, γνωστό πιπινό-τσουλο της περιοχής, συνάντησε το γιο του Μπαρ στα λιβάδια κι αφού τον έριξε στα στάχυα με μια Γιαπωνέζικη λαβή, τον έγδυσε, ανέβηκε καβάλα του και γλέντησε μαζί του για ώρες. Κι από τότε, εκείνο το γλέντι απόκτησε περιοδικό χαρακτήρα και 2-3 φορές τη βδομάδα έβγαζαν τα μάτια τους πίσω απ τους θάμνους, στους αχυρώνες, στα πλυσταριά…

Το νέο μαθεύτηκε. Τα καπηλεία, οι ταβέρνες και τα πανδοχεία του κάμπου έκρυβαν με το σκούφο τους το στόμα με τα σκουληκιασμένα δόντια και γέλαγαν πίσω απ την πλάτη των δύο εχθρών.

Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν, ληστής και γεωργός έπραξαν με τον παραδοσιακό τρόπο των αγροίκων. Πλάκωσαν τα παιδιά τους στις ανάποδες και τα κλείδωσαν σπίτι, για να κρατήσουν το ένα μακριά απ το άλλο. Κι από τότε οι δυο εχθροί ξετύλιξαν όλο τους το ταλέντο στην πουστιά, προσπαθώντας να σκάψει ο ένας το λάκκο του άλλου. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που τα κατάφεραν…

Ο γεωργός Μπαρ έχασε δεκάδες φορές σοδειά και ζώα από διαφόρων ειδών σκιές κι ο λήσταρχος Ουάκ έπεσε πολλές φορές σε ενέδρα μπατσόσκυλων. Όλα πήγαιναν απ το κακό στο χειρότερο, ώσπου μια μέρα ο λήσταρχος Ουάκ μπήκε στο δωμάτιο της κόρης του και διαπίστωσε ότι η κοιλιά της είχε φτάσει το μέγεθος του όρους των ελαίων. Εκείνο το πρόβλημα που έκρυβε στα σπλάχνα της η κόρη του, δεν ήταν όμως μόνο δικό του. Έπρεπε πάση θυσία να συναντήσει το μισητό εχθρό του.

Το ραντεβού δόθηκε στο πανδοχείο, «Η Καταραμένη Συκιά», εκεί που σύχναζαν, ληστές, δολοφόνοι, φτηνές πόρνες και ξεπεσμένοι αυλικοί.

Στις έντεκα κι ένα λεπτό μπήκε ο ληστής Ουάκ. Έκανε πίσω την κόκκινη μπέρτα του, ακούμπησε το κοφτερό του γιαταγάνι πάνω στην μεγάλη τάβλα και παρήγγειλε μια νταμιτζάνα απ το καλύτερο κόκκινο κρασί.
Στις έντεκα και δύο λεπτά μπήκε ο γεωργός Μπαρ. Τίναξε την κάπα του απ τ’ άχυρο και τις τσοπάνικες μυρωδιές, έκατσε αντίκρυ στο ληστή Ουάκ, ακούμπησε το τσαπί του στην ίδια τάβλα και ζήτησε να του φέρουν μια κούπα, για να μοιραστεί το κρασί του.
Στις έντεκα και τρία λεπτά μπήκε ένα ξένος που μύριζε ξεροψημένη δάφνη και φορούσε μια μαύρη κάπα που τον σκέπαζε ολόκληρο. Με τη βοήθεια ενός ραβδιού για τυφλούς και σκουντουφλώντας μια στο πρησμένο μπούστο κάποιας κοκκινομάλλας πόρνης και μια στο ξεφούσκωτο μπούστο της ταβερνιάρισσας, πλησίασε κι έκατσε μαζί με το ληστή Ουάκ και το γεωργό Μπαρ.

Συνεχίζεται…

ΥΓ. Πίνακας του Σαγκάλ.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 04, 2006

Γάμος με συνοικέσιο…



Χτες γύρισα σπίτι κουρασμένος απ τη δουλειά, έβαλα το κλειδί στην πόρτα, άνοιξα, μπήκα κι αντι να βρεθώ στην τραπεζαρία του σπιτιού μου, βρέθηκα στο σαλόνι του πατρικού μου. Στο δεξιά καναπέ αντίκρισα τις χαμογελαστές φατσούλες της μανούλας και του πατερούλη(όχι το Στάλην, του Θωμά!) και απ την άλλη τη σκατόφατσα του Αλογοσκούφη και της Μαριέττας που ‘ταν πιασμένοι χέρι-χεράκι και με κοιτούσαν σαν χλωρο-λούκουμο.

Σίγουρα ονειρευόμουν! Φυσικά και ονειρευόμουν γιατί στην αντικρινή πολυθρόνα καθόταν μια κοπελιά που έφερνε μεταξύ της Μόνικα Μπελούτσι, της Μέρλιν Μονρό και του Μάγου Μέρλιν γιατί με μάγεψε με την ομορφιά της και βούλιαξα σε μια άλλη πολυθρόνα, κοιτάζοντάς την σαν ερωτευμένος ηλίθιος…
«Από δω η Ζωή!», μου είπε η μητέρα μου. «Η κόρη της Μαριέττας και του Αλογοσκούφη!»
Τι χαρά! Ξανά! Τι χαρά!!
«Ζωήηηηηηηη!!», είπε αυστηρά εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Μαρίεττα και η Ζωή, η Ζωή μου, πετάχτηκε πάνω τρομαγμένη.
«Συγνώμη μητέρα. Ξεχάστηκα!»
Πήγε ως την κουζίνα, έφερε ένα γλυκό κουταλιού και το άφησε μπροστά μου στο τραπεζάκι. Αμέσως μετά ακολούθησε άκρα του τάφου μούγκα στη στρούγκα. Όλοι περίμεναν πλέον με αγωνία την επόμενη κίνηση του κελεπουριού, δηλαδή εμού. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή γίναμε μάρτυρες του συναγερμού πείνας που ξεπήδησε άθελα μου απ το στομάχι μου, κάνοντας: γουρρρρρρρρρρ.

Δεν έβαλα τίποτα το κακό στο νου μου, εξάλλου πείναγα του… γκέη και χλαπάκισα το γλυκό σαν πεντάχρονος Κογκολέζος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων. Τότε λοιπόν πετάχτηκαν όλοι πάνω κι άρχισαν τις αγκαλιές και τους πανηγυρισμούς. Ορκίζομαι ότι κάποιος φώναξε ακόμα και Γκοοοολ.
Με πλησίασε λοιπόν η Μαριέττα και προσφέροντάς μου το χέρι της κόρης της μου είπε:
«Το ήξερα εγώ ότι έχεις μυαλό και θα δεχόσουν να φας το γλυκό, θα δεχόσουν το χέρι της κόρη μου ακολουθώντας αυτό το παραδοσιακό έθιμο.»
Μααααα… το γλυκό το έφαγα γιατί πείναγα, δεν ήξερα ότι ακολουθούσαμε κάποιο εθιμοτυπικό, γαμώ τα έθιμά μου, γαμώ! Κρατούσα όμως ήδη το χέρι της Μέρλιν-Μόνικα που την έλεγαν Ζωή και δεν έβγαλα λέξη, σκεφτόμενος: «Άσε μην πω καμιά μαλακία και πάρουν πίσω το μωρό!»

Αισθανόμουν πολύ περίεργα, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Προς στιγμή επέστρεψα στην κατάσταση του πεντάχρονου Κογκολέζου και μου ‘ρθε να την πετάξω έξω και να τους καταβρέξω με το πουλάκι μου. Κρατήθηκα όμως γιατί βρισκόμουν σε όνειρο και θα έβρεχα τα σεντονάκια μου. Πραγματικά την επόμενη στιγμή βρέθηκα στο κρεβάτι μαζί με τη Ζωή και οι δυο γυμνοί κάτω απ τα σεντονάκια. Την αγκάλιασα και προσπάθησα να της κάνω έρωτα, ενώ ακριβώς πάνω απ τα κεφάλια μας, πάνω απ τα σεντονάκια μας συγκεκριμένα, βρισκόταν σε απαρτία όλο το σόι φωνάζοντας ρυθμικά:
«Μέσα! Μέσα! Μέσα!»
Κι όλα αυτά ενώ εγώ προσπαθούσα να μπω μέσα στη ΖΩΗ ΜΟΥ. Όσο όμως κι αν προσπάθησα τρύπα δεν βρήκα. Κι όταν ησύχασαν οι φωνές και τόλμησα να τραβήξω το σεντόνι, την έψαξα καλά, την έψαξα παντού αλλά τρύπα δεν βρήκα.
«Ζωή μου!», της είπα αλλά απόκριση δεν πήρα.
Σήκωσα το κεφάλι μου, την κοίταξα στο πρόσωπό αλλά η Ζωή, η Ζωή μου, είχε γίνει μα κούκλα. Μια κούκλα όπως εκείνες που ναι φυλακισμένες στις βιτρίνες των φτηνομάγαζων.

Δεν έχασα χρόνο. Την πέρασα στον ώμο και την κουβάλησα κάτω στο δρόμο. Τότε συνειδητοποίησα όμως ότι από πίσω μας ακολουθούσαν τα παιδιά μας. Πλαστικά πλευμομπήλ που έκαναν βήμα σαν στρατιωτάκια σε παρέλαση.
Απ το πουθενά έπεσα πάνω στο Αλογοσκούφη και τη Μαρίεττα. Του πετάω την κούκλα στην μάπα και του λέω:
«Κοίτα πως κατάντησες της Ζωή μου, Αλογοσκούφη! Χαλάλι σου!»
Εκείνος την πήρε αγκαλιά και τράβηξε Δυτικά, ενώ ταυτόχρονα η Μαρίεττα έδωσε σήμα στα στρατιωτάκια-παιδιά μου τα οποία την ακολούθησαν με ρυθμικό βήμα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κι εγώ έμεινα μετέωρος στο πεζοδρόμιο, κοιτάζοντας εναλλάξ τη «Ζωή μου!» και τα «Παιδιά μου!» να απομακρύνονται.
Έτσι λοιπόν έμεινα μετέωρος, είμαι μετέωρος, για πόσο ακόμα θα ‘μαι μετέωρος;

Χτες το βράδυ είδα ένα όνειρο καθώς περπατούσα στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστήμιου…

Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006

Η τελευταία σκηνή

Στα πλαίσια της σειράς αίμα, σπέρμα και μία άλφα



Ένα ηδονικό αγκομαχητό τον έκανε να ξυπνήσει. Άνοιξε τα μάτια και ξεχώρισε μες το ημίφως, δυο γυμνά κορμιά να γλιστρούν τελετουργικά το ένα μέσα στο άλλο. Στήθη, οπίσθια, πόδια, ώμοι, φιλιά, δαγκώματα, μυρωδιές πλεγμένα με παρατεταμένα βογκητά. Κι όλα αυτά πάνω σε κάτι κουρέλια που ‘ταν πεταμένα στη γωνία. Γύρισε το κεφάλι δεξιά-αριστερά, κάποιοι άλλοι κοιμόvταν σε στρώματα που ‘ταν αραδιασμένα στο πάτωμα.
Πήρε τη μηχανή του στα χέρια, έβγαλε το φιλμ κι ετοιμάστηκε να βάλει άλλο. Τόσα χρόνια φωτογράφος είχε μάθει να το αλλάζει κυριολεκτικά με κλειστά τα μάτια. Όπως ο φυλακισμένος που έχει μάθει να στρίβει το απαγορευμένο χαρμάνι, στη μαυρίλα της «βραδινής» φυλακής.
«Το πρωί τα μαζεύω και φεύγω», μουρμούρισε. «Τα χρόνια πέρασαν, δεν είμαι πια για…»

Πριν όμως τελειώσει τη φράση του, ακούστηκαν φωνές ανάκατες με βρισιές από την αυλή. Το γυμνά κορμιά που έκαναν έρωτα τρόμαξαν, τα καστανά μαλλιά της έντυσαν τις πλάτες του εραστή της κι αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Κάποια κοιμισμένα κεφάλια άνοιξαν τα μάτια τους ξαφνιασμένα. Τότε ακούστηκαν γυαλιά και ξύλα που έσπαγαν βίαια.
-«Οι μπάτσοι μας έκαναν ντου!», ούρλιαξε ένας τύπος που χε δεκάδες σκουλαρίκια αντί για πρόσωπο, μπαίνοντας πανικόβλητος στο δωμάτιο.
Οι περισσότεροι πετάχτηκαν πάνω και τον ακολούθησαν τρέχοντας στο διάδρομο. Ο Άρης πήρε τη μηχανή του και πλησίασε στο παράθυρο. Τρεις γεροδεμένοι με πλαστικές πανοπλίες είχαν στριμώξει στα κάγκελα του φράχτη μια μαυροφορεμένη κοπελιά και την χτυπούσαν αλύπητα με τα κλομπ τους. Άνοιξε το παράθυρο, σήκωσε τη μηχανή, εστίασε… κλικ!
Χέρι, κλομπ, σπασμένη μύτη, ανοιγμένο κεφάλι, αίμα!

Στο διάδρομο ακούστηκαν ποδοβολητά! «Κουμμούνια σας φάγαμε!», ούρλιαξε κάποιος. Ποιος όμως στεκόταν εκείνη την ώρα να εξηγήσει ότι το κοινόβιο ήταν καλλιτεχνικό και απολύτως απολιτικό.
Ξαφνικά μπήκαν στο δωμάτιο δυο αστυνομικοί με κράνη και ασπίδες σαν σταυροφόροι σε κυνήγι χανουμισσών. Ο ένας κλώτσησε τον γυμνό εραστή στα «αμελέτητα» κάνοντας τον να χοροπηδήσει σαν καγκουρό που μόλις ευνουχίστηκε. Κι έπειτα συνέχισε χτυπώντας τον με το κλομπ στο κεφάλι. Ο άλλος άρπαξε την κοπελιά από τα καστανά μαλλιά της κι αφού την στρίμωξε στη γωνιά, μαστίγωσε με το κλομπ του άγρια το γυμνό της κορμί.
Ο μόνος παρατηρητής που βρισκόταν μες το δωμάτιο ήταν ο Άρης. 1.75, κρητικός, γεροδεμένος, μελαχρινός. Έκανε να σηκώσει τη μηχανή του αλλά σχεδόν ταυτόχρονα άλλαξε γνώμη. Άρπαξε μια καρέκλα και την κατέβασε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του ματατζή κάνοντας τον να σωριαστεί κάτω σαν κούκλα βιτρίνας με φετίχ ρουχισμό. Μετά έπιασε την κοπελιά απ’ το χέρι και της έκανε νόημα να φύγουν.
Ο άλλος μπάτσος αντικρίζοντας τον συνάδερφό του αναίσθητο στο πάτωμα, τρελάθηκε κι όρμησε εναντίον τους. Ο Άρης όμως άρπαξε σβέλτα ένα καδρόνι από κάτω και τον χτύπησε με μια γρήγορη κίνηση στο γόνατο. Το κόκαλο έσπασε. Το δωμάτιο γέμισε πλαστικούρα, αίματα και ουρλιαχτά…

Τότε λοιπόν η κοπελιά με τα μελαγχολικά μάτια και το γυμνό, εφηβικό κορμί βρήκε την ευκαιρία και σύρθηκε ως τον εραστή της. Είχε φάει δυο τρεις καλές και το κεφάλι του έμοιαζε σαν χε λουστεί με τοματοπελτέ.
-«Φύγε Έλενα!», ψέλλισε εκείνος, «Εγώ δε μπορώ!»
Η Έλενα φόρεσε παντελόνι και παπούτσια, έσκυψε να τον ντύσει κι αυτόν αλλά τότε μπήκαν άλλοι δύο με πλαστική πανοπλία έτοιμοι να επιβάλουν την τάξη. Την κάρφωσαν απειλητικά με το γυάλινο βλέμμα τους κι εκείνη πετάχτηκε πάνω τρομαγμένη.
-«Φύγαμε!», είπε η Έλενα γυρίζοντας στον Άρη.
Με στήθος και πλάτη γυμνά του έδωσε το χέρι, πλησίασαν στο παράθυρο και πήδηξαν στο κενό…

Οι τίτλοι τέλους έτρεξαν στο μαύρο φόντο της οθόνης...
Το τελευταίο όνομα που πέρασε ήταν το δικό της.
Σκηνοθεσία: Δράκου Έλενα.
Τα φώτα άναψαν και οι θεατές ξέσπασαν σε χειροκροτήματα, ενώ κάποιοι τολμηροί άρχισαν τα σφυρίγματα επιδοκιμασίας. Γύρισε κοίταξε τον Άρη που καθόταν δίπλα της κι εκείνος πλησίασε και τη φίλησε στο στόμα. Πρώτη φορά παιζόταν κάποια ταινία της σε διεθνές φεστιβάλ και αισθανόταν υπέροχα!


ΥΓ. Η «φώτο» από video art του Αλ Μπάρουακ.