Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2011

Τα σκοτάδια


Έχω σταματήσει να βλέπω τη μάνα μου στα σκοτάδια. Πάει πάνω από μήνας που την είδα τελευταία φορά, σας λέω είμαι πλέον καλά, βλέπω μονάχα έναν τύπο με φθαρμένο γκρι σακάκι να με παρακολουθεί κρυμμένος στις γωνιές του δρόμου, λεπτός, αρρωστιάρης, τα μάγουλά του μαζεμένα μες στο στόμα του, μασάει και τα δαγκώνει. Θα ’χει μάθει για τα περασμένα μεγαλεία, ο ηλίθιος, θα ’χει βάλει στο μάτι την περιουσία που σκόρπισα στα μπαρ και τις πουτάνες. Ωραίες οι πουτάνες, αλλά και το ουισκάκι, α, όλα κι όλα, το άγιο ουισκάκι, το φόρτωσαν βέβαια φόρους, στο διάολο το ουίσκι, στο διάολο ρε, ζήτω η ρετσίνα, ζήτω η Ελλάδα!

Πριν μέρες, που κατέβηκα στο κέντρο και στήθηκα στην ουρά για το συσσίτιο, τον είδα πάλι, στεκόταν μπάστακας, επτά-οκτώ ζήτουλες πίσω από μένα. Τον μαλάκα. Δεν έχει προσέξει τις τρύπιες μπότες μου, το παλιό παλτό που φοράω, πώς είναι δυνατόν να κρύβω μέσα στο σπίτι λεφτά, στο συσσίτιο γιατί έρχομαι, για να βγάλω γκόμενες με σάπια δόντια; Τρελός είναι, θεόμουρλος, δεν σας έτυχε ποτέ να σας παρακολουθεί κάποιος που ’χει χάσει τα λογικά του; Τον κοίταζα κι απέφευγε το βλέμμα μου, έσκυβε δήθεν για να δέσει τα κορδόνια του, ο διεστραμμένος, ο σιχαμένος, ο ασβός.
Νομίζει πως στο σπίτι έχω ακόμα πράγματα αξίας, σε γελάσανε φιλαράκο, τα πούλησα όλα όταν ξέμεινα, εδώ κι αρκετό καιρό, τα έπιπλα, την τηλεόραση, το παλιό πικάπ, το κρεβάτι, τα πάντα... Έπειτα άρχισα να πουλάω και τα βιβλία.

Στο σπίτι μου έχουν απομείνει μόνο βιβλία, εκατοντάδες, χιλιάδες παλιά βιβλία της μάνας μου, ένα στρώμα και μια κουβέρτα. Είχε εμμονή με τα βιβλία η μάνα μου, ήθελε να με κάνει ακαδημαϊκό της λογοτεχνίας, να διδάσκω σε πανεπιστημιακές αίθουσες, να γίνω σπουδαίος, μεγάλος και τρανός, βέβαια, θα προτιμούσε να γίνω συγγραφέας, αλλά από μικρός φάνηκε πως δεν είχα αρκετό ταλέντο, έτσι έκρινε η μάνα μου. Γιατί η μάνα μου δεν ήθελε να γίνω ένας τυχαίος συγγραφέας, ήθελε να γίνω μεγάλος συγγραφέας, σαν τους Ρώσους κλασικούς που λάτρευε από μικρή.

Αυτή με πήρε στο λαιμό της, να ξεκινήσω το διδακτορικό για τους μεγάλους Ρώσους, «θα σε στηρίξω οικονομικά εγώ», μου ’πε, αλλά η παλιοαρρώστια την ξέκανε σε ένα τρίμηνο. Παράτησα αμέσως το διδακτορικό, είχα σκυλοβαρεθεί εδώ και καιρό. Αχ μάνα, μ’ άφησες μόνο κι έφυγες, μ’ άφησες μόνο με τα βιβλία και τις πουτάνες, αλλά και οι πουτάνες έφυγαν, τα παλιοπούτανα, έμεινε μόνο η ρετσίνα, χεχέ…

Έχω σταματήσει να βλέπω τη μάνα μου στα σκοτάδια.

Από τότε που ξεκίνησα να πουλάω τα βιβλία της συλλογής της, πρέπει να ’ταν πάνω από πέντε χιλιάδες βιβλία, κι έχω πουλήσει ήδη τα μισά. Είχα αποφασίσει να μην πουλήσω κανέναν Ρώσο, τους είχε μεγάλη αδυναμία η μάνα μου, μα γρήγορα κατάλαβα ότι οι κλασικοί αξίζουν πολλά, ξέρετε πόσο πιάνει Το έγκλημα και τιμωρία; Όσο ένα μπουκάλι ρετσίνα. Και η ρετσίνα με κάνει και βλέπω τα πράγματα καθαρά, ενώ τα χιλιάδες βιβλία μες στο σπίτι δημιουργούν απίστευτες κρυψώνες για τους δαίμονες.

Προχτές είδα πάλι εκείνον τον ξερακιανό να με παρακολουθεί, έκανε τον αδιάφορο, μα ξαφνικά με πλησίασε σαν άνεμος, κρύφτηκε στη σκιά μου, κι όταν άνοιξα την πόρτα του σπιτιού, πέρασε σβέλτα πίσω απ’ την πλάτη μου, και χάθηκε πίσω από τους σωρούς των βιβλίων...

Έχω σταματήσει να βλέπω τη μάνα μου στα σκοτάδια.

Το βράδυ όμως που ξυπνώ, ακούω ψιθύρους μες στο σπίτι, ακούω τον ξερακιανό τύπο να μιλά με μια γριά, ρώσικα, ναι, ρώσικα είν’ αυτά, ορμάω με ουρλιαχτά, προσπαθώ να τους ξετρυπώσω, μα τίποτα, είναι σβέλτοι σαν σκιές, κρύβονται στα σκοτάδια.

Συνωμοτούν εναντίον μου, το αισθάνομαι, κινδυνεύω. Μάζεψα βιβλία κι έφτιαξα φρούριο γύρω απ’ το στρώμα μου, στην μπότα μου έχω μόνιμα περασμένο το παλιό σκουριασμένο τραπεζομάχαιρο, μου τρώει τον αστράγαλο, μούσκεψα στο αίμα, αλλά δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, σας λέω, κινδυνεύω.

Ο τύπος και η γριά αναμασούν ρώσικες προσευχές και τριγυρνούν μες στο σπίτι ανάμεσα στις σκιές των βιβλίων. Ήταν εχθροί, μα τώρα, τώρα είναι ολοφάνερο, αποφάσισαν να συνωμοτήσουν εναντίον μου, αναζητούν εκδίκηση, αναζητούν τιμωρία, δεν έκανα και κανένα έγκλημα, ρε μάνα, είναι έγκλημα να πουλήσεις ένα βιβλίο για ένα μπουκάλι κρασί, το κρασί ευφραίνει καρδία... το βιβλίο.... το βιβλίο... όχι, όχι δεν είναι έγκλημα που αξίζει τέτοια τιμωρία.

Eχω να κλείσω μάτι από χτες και στην τουαλέτα έχω σταματήσει να πηγαίνω, τα κάνω εδώ, δίπλα στο στρώμα μου, δικά μου σκατά είναι, τα χρησιμοποιώ για λάσπη και μεζέ για τη ρετσίνα, χεχέ, κολλάω τα βιβλία σαν τούβλα, το κάστρο μου πρέπει να είναι γερό, και τα σκατά κολλάνε εξαιρετικά· καφέ μυρωδάτο τσιμέντο.
Το μάτι του Ρώσου γυαλίζει, μάνα, έχεις δει, μανούλα, πώς χειρίζονται αυτά τα ρεμάλια τη φαλτσέτα; Παραφυλά πίσω από τις στοίβες των βιβλίων, θέλει να με πιάσει κοιμισμένο και να μου κόψει το λαρύγγι στα δυο.
Αλλά δεν θα σου κάνω το χατίρι να κοιμηθώ, μουνόπανο!

Αχ, μάνα, τι το ’θελα να πουλήσω το Έγκλημα και Τιμωρία, τόσα βιβλία, αυτό βρήκα, το αγαπημένο σου, το βιβλίο που διάβαζες ξανά και ξανά τις τελευταίες μέρες στο νοσοκομείο, κι έπειτα όταν τα μάτια σου έλειωσαν, το πρόσωπό σου έγινε ζάρες και κόκαλα, μου ζήτησες να σου το διαβάζω εγώ, ναι εγώ, εγώ, ξανά και ξανά από την αρχή, φορές αμέτρητες, ώσπου να ξεψυχήσεις, μανούλα, κι από τότε οι σκιές πύκνωσαν γύρω μου, οι ψίθυροι δυνάμωσαν και το κρύο ήρθε και με βρήκε, τουρτουρίζω, μάνα, τρέμω… Μ’ ακούς καριόλη, θα σου μπήξω το μαχαίρι στ’ αρχίδια, θα σε σκίσω, θέλω να σε δω να τραντάζεσαι, να πεθαίνεις, καριόλη, θα σου ξεριζώσω τη γλώσσα, τα αυτιά, θα σου βγάλω τα μάτια.

Ακούστε, ακούστε τη γριά, φωνάζει: «Όρμα, Ρασκόλνικοφ!»
Σκάσε, μπαμπόγρια, θα σου ξεριζώσω τα βυζιά!
Κρατώ τραπεζομάχαιρο.
Σκοπεύω να την κάνω από δω…
Αλίμονο αν με σταματήσει κανείς στα σκοτάδια.



Κυκλοφόρησε στη συλλογή διηγηματων "Ιστορίες Βιβλίων" (εκδ. Κaστανιώτη). Το σχέδιο που κοσμεί την ιστορία είναι του Φίλιππου Παπανικολάου

Πέμπτη, Νοεμβρίου 10, 2011

Βιβλιοκριτικες για τα μυθιστορήματά μου

Οι αισιόδοξοι:




Γιάννης ΠαπαγιάννηςΌταν η πολιτική εμπλέκεται στην τέχνη και γίνεται τέχνη, "Ελεύθερος Τύπος", 28.9.2013


Τζούλια ΓκανάσουΟι αισιόδοξοι, www.vakxikon.gr, τχ. 23, Σεπτέμβριος 2013


Φίλιππος ΦιλίππουΈγκλημα α λα ελληνικά, "Το Βήμα"/ "Βιβλία", 23.6.2013






Φετίχ:

Κωνσταντίνος ΜπούραςΕργοτάξιο παράλληλων συγγραφέων, "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 685, 17.12.2011


Κώστας ΔρουγαλάςAnd now… the news, Περιοδικό "Ένεκεν", τχ. 21, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011


Νέστορας ΠουλάκοςΦετίχ, www.vakxikon.gr, τχ. 14, Ιούνιος - Αύγουστος 2011

Άρτεμις ΚαπούλαΦετίχ, www.protagon.gr, 20.5.2011


Νίκος ΚουνενήςΦετίχ, www.pressinaction.gr, 9.5.2011

"Βιτρίνα"Φετίχ, Περιοδικό "Index", τχ. 45, Μάιος 2011

Μυρτώ ΤσελέντηΚατανάλωση, η νέα θρησκεία, "Ο Κόσμος του Επενδυτή"/ Ένθετο "Culture", 7.4.2011




Το 13ο υπόγειο:

Κωνσταντίνος ΜπούραςΗ γενιά των 700 ευρώ διαβάζει Μπέκα;, "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 621, 18.9.2010

Γιάννης ΑσδραχάςΤο 13ο υπόγειο, "Εξπρές", 4.7.2010


Νίκος ΑραπάκηςΤο 13ο υπόγειο, Περιοδικό "Bookmarks", τχ. 3, 9.12.2009


Γιώργος ΓιαννόπουλοςΤο 13ο υπόγειο, Περιοδικό "Ένεκεν", τχ. 13, Μάιος 2009

Ευτυχία ΠαναγιώτουΤο 13ο υπόγειο, Περιοδικό "Index", τχ. 31, Μάιος 2009



Νίκη Κεφαλά«Συνουσία και φυλακή», "Αγγελιοφόρος", 21.3.2009


Λώρη ΚέζαΟι συγγραφείς του αύριο, "Το Βήμα"/ "Βιβλία", 15.3.2009

Παρασκευή, Νοεμβρίου 04, 2011

Αναζητούνται εθελοντές


Αναζητούνται εθελοντές (Xριστιανοί κατά προτίμηση) για να βάλουν ένα χεράκι στον ασήκωτο σταυρό μαρτυρίου του ΓΑΠ.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2011

Έγραψε στην παλάμη του ένα ποίημα


Έγραψε στην παλάμη του ένα ποίημα. Έγραψε και το όνομα του ποιητή. Και στην παρέλαση σήκωσε την παλάμη του και τους το έδειξε, μπας και διαβάσουν και δουν το μέλλον και καταλάβουν. Μα εκείνοι οι ηλίθιοι, οι μύωπες νάνοι το πήραν για προσβολή.

"Μην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες".
Νίκος Καρούζος

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 29, 2011

"Καλύτερα να το πάρει η τράπεζα, ν' απαλλαγώ"

Οπτική γωνία Α:
«Ο ενοικιαστής του διαμερίσματος μ' έβαλε μέσα 12 ενοίκια, τα κοινόχρηστα και τους λογαριασμούς του τελεταίου εξαμήνου. Συνολικά 11.000 ευρώ. Επιπλέον κατέστρεψε την γκαραζόπορτα κι έκαψε τον εντοιχισμένο φούρνο. Παρέδωσε το σπίτι με τα πιο παρδαλά χρώματα που υπάρχουν. Πέρασαν δύο χρόνια κι ακόμα δεν πήρα τα χρήματα που οφείλει. Αλλά ο φόρος γι' αυτά έχει πληρωθεί».
Οπτική γωνία Β:
Μια οικογένεια ενοικιαστών, στην οδό Σουλτάνη στα Εξάρχεια, ζει χωρίς ρεύμα και νερό. Τα ξημερώματα παίρνουν τα παγούρια και κατεβαίνουν στην οδό Θεμιστοκλέους. Τα γεμίζουν από τις παροχές άλλων, που βρίσκονται στο πεζοδρόμιο, ανασηκώνοντας το μεταλλικό καπάκι. Το ίδιο κάνει και μια οικογένεια στο Γαλάτσι. Κατεβαίνουν στην αυλή και γεμίζουν πλαστικά μπουκάλια από την κοινόχρηστη βρύση.
Επιστροφή στην οπτική γωνία Α:
Η Τίνα Π. αγόρασε με δάνειο ένα δυάρι στην πλατεία Βικτωρίας. Το επισκεύασε και το νοίκιασε 380 ευρώ: «Δύο φορές νοικιάστηκε. Την πρώτη φορά ο ενοικιαστής έχασε τη δουλειά του. Αφησε χρέος 2.000 ευρώ σε ενοίκια κι όλους τους λογαριασμούς απλήρωτους. Τη δεύτερη τηλεφωνούσαμε ζητώντας το ενοίκιο και μας απειλούσαν. Πηγαίναμε συνοδεία αστυνομικών. Εξαφανίστηκαν αφήνοντας κι άλλα τόσα χρέη. Αλλά οι καταστροφές που έκαναν είναι μεγαλύτερες. Πέρασε καιρός, βάζουμε αγγελίες, αλλά δεν νοικιάζεται. Το κλειδώσαμε. Και το δάνειο τρέχει. Καλύτερα να το πάρει η τράπεζα, ν' απαλλαγώ».


Πηγή: Ελευθεροτυπία

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 15, 2011

Ευθεία ή καμπύλη;


Με λέγανε πατριώτη. Κοροϊδευτικά. Επειδή όταν πήγαινα στην πλατεία έπαιρνα μαζί μου τη γαλανόλευκη που ξέμεινε απ' το ταξίδι στα γήπεδα της Πορτογαλίας όπου είχα πάει να δω την Εθνική. Την ιδέα να κατέβω στην πλατεία Συντάγματος την πέταξε ένας κοντός, που περίμενε μπροστά μου στην ουρά του ΟΑΕΔ. Την ιδέα για το ταξίδι στην Πορτογαλία την είχε ρίξει το πρώην αφεντικό μου.

Λένε πως παράτησε την Cayenne και κυκλοφορεί πλέον με παπάκι. Η τεχνική του εταιρεία χρεοκόπησε και έτσι βρέθηκε άνεργος και μόνος στην πλατεία. Ηταν απίστευτο. Μια κατασκήνωση πολιορκούσε τη Βουλή. Χαρούμενα πρόσωπα και γενικές συνελεύσεις και κιθάρες και μπίρες και συζητήσεις με αγνώστους. Είχα χρόνια να πιάσω κουβέντα με κάποιον άγνωστο, αν εξαιρέσουμε φυσικά τον τύπο στον ΟΑΕΔ που μου άνοιξε τα μάτια.

Την πρώτη φορά που την είδα διάβαζε ακουμπισμένη σ' ένα δέντρο. Είχε κατσαρά μαύρα μαλλιά, τα δόντια της ήταν λίγο αραιά, μα χαμογελούσε κι έλαμπε ο τόπος. Φορούσε ριχτά ρούχα και στα πόδια σαντάλια. Προσπάθησα να δω τον τίτλο του βιβλίου που διάβαζε, σήκωσε το βλέμμα και κοιταχτήκαμε.

"Καλό το βιβλίο;" ρώτησα.

"Κάτι παραπάνω από καλό", αποκρίθηκε.

"Με τι έχει να κάνει;".

"Με διάφορα".

"Οπως;".

"Οπως ότι η ευθεία δεν είναι ο πιο σύντομος δρόμος".

Μου έκανε σίγουρα πλάκα ή ήθελε να με βγάλει τρελό.

"Βλακείες", είπα, "έχω λύσει χιλιάδες ασκήσεις στο γυμνάσιο, το λύκειο, τη σχολή βασισμένες όλες σ' αυτόν τον κανόνα".

"Είσαι απ' αυτούς που έχουν κολλήσει στην εποχή του Νεύτωνα", είπε εκείνη, "ο Αϊνστάιν απέδειξε πως η καμπύλη είναι ο πιο σύντομος δρόμος".

Πού τον θυμήθηκε τον παλιο-Εβραίο, σκέφτηκα, ακούμπησα κάτω τη γαλανόλευκη, κι έκανα υπομονή να ολοκληρώσει.

"Μεγαλώσαμε με βεβαιότητες που αποδεικνύονται ψευδαισθήσεις. Δεν ήσουν σίγουρος μέχρι χθες ότι βάδιζες στον σωστό δρόμο;".

Κατάπια τη γλώσσα μου. Εκείνη χαμογέλασε.

"Ωραία βιβλία διαβάζεις", είπα.

"Ταιριαστά με την εποχή μας", αποκρίθηκε εκείνη.

Δεν ήταν εντυπωσιακή, είχε όμως κάτι που σε κέρδιζε, κάτι γήινο και αιθέριο μαζί. Η Μαρία ήταν ένα αίνιγμα. Οταν τέλειωνε την κάθε της φράση, που ήταν πάντα όμορφη και φιλοσοφημένη, ακολουθούσε το αφοπλιστικό της χαμόγελο, σ' έκανε να χαμογελάσεις αντανακλαστικά. Ηθελα να διαβάσω αυτό το βιβλίο οπωσδήποτε, για πόσο ακόμα θα ζούσα στην εποχή του Νεύτωνα; Πριν όμως προφτάσω να ρωτήσω λεπτομέρειες, ένας μουσάτος τη φώναξε, έβαλε το βιβλίο στην τσάντα της, με χαιρέτησε και χάθηκε στο πλήθος. Από τότε την είδα δυο-τρεις φορές ακόμα στην πλατεία, μα είχε παρέα.

Τα παιδιά στις σκηνές της πλατείας, καλά παιδιά, αλλά στράβωναν όταν με έβλεπαν να κρατώ τη σημαία. Στην αρχή. Γιατί μετά κατάλαβαν ότι δεν είχαν να κάνουν με κανέναν φασίστα. Οχι, φασίστας δεν ήμουν με τίποτα. Το δούλεμα πάντως δεν το γλίτωσα, κι ας ήμουν 1.90 και μπρατσωμένος. Με πρόδιδε, βλέπετε, το πρόσωπό μου. Πρόσωπο αγαθού παιδιού με κορμί παλαιστή. "Πού 'σαι, ρε πατριώτη;" μου φώναζαν από μακριά και έβαζαν τα γέλια. Το έπνιγα μέσα μου, σφιγγόμουν.

Παρ' όλα αυτά, ήθελα να βοηθήσω με τα θέματα της πλατείας, χρόνο είχα άφθονο, άνεργος ήμουν και μόνος, τόσο μόνος που με είχα βαρεθεί. Με είχαν στοιχειώσει εκατοντάδες βράδια, εγώ κι ο εαυτός μου μπροστά στην τηλεόραση. Να τα ξορκίσω γύρευα.

Ετρωγα μόνος, κοιμόμουν μόνος, μιλούσα μόνος, ντρέπομαι τώρα που θα το πω, αλλά είναι αλήθεια, και η αλήθεια να λέγεται, είχα διδακτορικό στον αυνανισμό. Οταν με άγγιζε ανθρώπινο χέρι, νόμιζα πως είχε κακό σκοπό.

Εφευγα απ' την πλατεία και τριγυρνούσα στα γύρω στενά, βόλτα εγώ και η γαλανόλευκη, μόνοι οι δυο μας.

Το σκέφτομαι τώρα, τι κόλλημα κι αυτό με τη σημαία. Παρατηρούσα τις γκρίζες πολυκατοικίες, ένας λαβύρινθος ήταν για μένα η Αθήνα, βρώμικος, άσχημος, αφιλόξενος. Αναζητούσα διέξοδο, η πλατεία βοηθούσε, μα δεν θα μ' έσωζε.

Θυμάμαι τη μέρα που αποφασίσαμε να περικυκλώσουμε τη Βουλή. Στην πλατεία δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές και συνθήματα και πλακάτ και φάσκελα. Εψαχνα με το βλέμμα μου τη Μαρία, πουθενά. Ξαφνικά ακούστηκαν εκρήξεις. Δακρυγόνα, σύννεφα καπνού. Το πλήθος υποχώρησε φοβισμένο, μα δεν παρασύρθηκα απ΄ το στριμωξίδι. Εμεινα εκεί μετέωρος μες στο σύννεφο, εγώ και η γαλανόλευκη, με μάτια να καίνε. Στη σκέψη μου ήρθε η παλιά φωτογραφία του παππού δίπλα στο τζάκι, σημαιοφόρος στο αλβανικό έπος, ήρωας, έπεσε στην πρώτη γραμμή. Δεν το χάρηκε το παράσημο η γιαγιά. Εγώ το χάρηκα.

Απ' τη μια ο κόσμος τρομαγμένος. Απ' την άλλη τα ΜΑΤ ετοιμάζονταν για επίθεση. Ποιος ήταν ο πιο σύντομος δρόμος διαφυγής; Η ευθεία ή η καμπύλη; Ευθείες τα κλομπ. Καμπύλες τα κράνη. Δόθηκε το σύνθημα και οι μπάτσοι όρμησαν, χτυπούσαν όποιον κληρωθεί, η άσφαλτος γέμισε αίμα. Στεκόμουν σοκαρισμένος μες στο πανδαιμόνιο, ακίνητος με τη σημαία στο χέρι. Παρατηρούσα αμέτοχος, λες και ζούσα άλλο ένα βράδυ μπροστά στην τηλεόραση. Ανήκα μόνο στον εαυτό μου. Και στη σημαία μου. Ενας φλώρος με γυαλιά μυωπίας βγήκε απ' τους καπνούς και φώναξε στους μπάτσους "Ντροπή σας!" Τον χτύπησαν άγρια, με μανία, έπεσε, σύρθηκε μπρος μου, τον ποδοπάτησαν.

Τρελάθηκα. Στα χέρια μου η σημαία έγινε λοστός, γύρισα, κοίταξα απειλητικά τους μπάτσους, μα η καπνίλα ήταν ανυπόφορη, τα χημικά δηλητήριο, πνιγόμουν. Και τότε με χτύπησε στο κεφάλι μια αδέσποτη πέτρα.

"Tractatus Magico-Philosophicus, Tractatus Magico-Philosophicus". Πέντε-έξι άτομα βρίσκονταν γύρω από μια φωτιά κι ακουγόταν ψιθυριστά μια μεθυστική ψαλμωδία, μια μόνο φράση, που επαναλαμβανόταν ακατάπαυστα: "Tractatus Magico-Philosophicus, Tractatus Magico-Philosophicus", ξανά και ξανά. Πρέπει να ονειρευόμουν. Τα πρόσωπά τους τα 'χαν βαμμένα λευκά, ήταν κάτι ανάμεσα σε γκέισες και αρχαίους πολεμιστές. Θαρρείς και ο καθένας εκπροσωπούσε τη δικιά του φυλή, κάπνιζαν την πίπα της ειρήνης.

Γύρισαν όλοι μαζί και μου χαμογέλασαν με το χαμόγελο της Μαρίας. Σίγουρα ονειρευόμουν. Είχα χάσει τις αισθήσεις μου και ταξίδευα.

Βρισκόμουν μέσα σε μια ινδιάνικη σκηνή. Σε ρόλο αρχηγού γύρω απ' τη φωτιά, κάποιος με μακριά καστανά μαλλιά, κρατούσε το βιβλίο που διάβαζε η Μαρία. Ηταν συγγραφέας, έτσι είπαν. "Αν σκέφτεσαι μόνο, δεν υπάρχεις", μου είπε ο παράξενος συγγραφέας κι αμέσως συμπλήρωσε: "Σκέφτομαι και αισθάνομαι, άρα υπάρχω". Με πλησίασε και μου έδωσε την πίπα της ειρήνης. Εκλεισα τα μάτια και τράβηξα μια γερή ρουφηξιά, έφτασε ο καπνός στις πατούσες μου. Ζαλίστηκα, χάθηκα στο σκοτάδι, κι επέστρεψα απ' τον κόσμο της φαντασίας πίσω στον κόσμο της πραγματικότητας.

Ανοίγοντας τα μάτια, βρέθηκα μέσα σ' ασθενοφόρο, η σειρήνα του ούρλιαζε. Επιασα το κεφάλι μου, ήταν ματωμένο, ο σφυγμός στα αυτιά μου ταμπούρλο. Εκανα να βρω τη σημαία, μα τίποτα. Οταν λίγη ώρα αργότερα ο γιατρός μπάλωσε με βελόνα και κλωστή το κεφάλι μου και βγήκα στον διάδρομο του νοσοκομείου, είδα μαζεμένα μερικά παιδιά απ' την πλατεία. Χάρηκα, τους πλησίασα, και? ήταν κι εκείνη μαζί. Το κορίτσι με τα λίγο αραιά δόντια μου χαμογέλασε. Κάτασπρη, ταλαιπωρημένη, χτυπημένη. Στο κεφάλι είχε και αυτή μια γάζα. "Παράσημο απ' τους προστάτες των πολιτών", είπαν τα παιδιά. Χάιδεψε το πληγωμένο μου κεφάλι και κάτι σαν ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο μου το κορμί. Ζαλισμένος απ' τα χημικά και το δυνατό χτύπημα, χάθηκα βαθιά μες στα μάτια της κι εκεί είδα ένα καταπράσινο νησί και δέντρα και φωτιά στην ακροθαλασσιά, εγώ κι εκείνη.

Μια εικόνα που ζωντάνεψε τέλη καλοκαιριού. Εκείνο το καλοκαίρι που άλλαξαν όλα, που γνώρισα τη Μαρία, και αποφασίσαμε να φύγουμε απ' την τσιμεντούπολη για την όμορφη Ανάβρα, ψηλά στα βουνά. Οσο μακρύτερα γινόταν απ' τους κανόνες εκείνων που όριζαν μέχρι χθες τη μοίρα μας. Ο δρόμος τους ήταν απάνθρωπος, δεν ήταν για μας. Αργήσαμε πολύ να το καταλάβουμε, να ακολουθήσουμε το ένστικτό μας.

"Σαν ντόμινο απλώνονται οι ρωγμές, αν θέλουν οι ψυχές των ανθρώπων, και το τσιμέντο σβήνει κάτω απ' το πράσινο και οι εξουσίες πέφτουν", είχε πει η Μαρία και από ό,τι φάνηκε, τελικά είχε δίκιο.

Δημοσιεύτηκε στο Έθνος 23/8/2011

Παρασκευή, Μαΐου 20, 2011

Το μανιφέστο του «Πραγματική Δημοκρατία τώρα»

Στη δημοσιότητα έχει δοθεί το μανιφέστο της κίνησης «Πραγματική Δημοκρατία τώρα» (Democracia Real Ya), που τις τελευταίες ημέρες έχει βρεθεί στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος με τις ογκώδεις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας που έχει οργανώσει στη Μαδρίτη και σε πολλές μεγάλες πόλεις της Ισπανίας. Το enet.gr επιχείρησε μια απόδοση του κειμένου στα ελληνικά:

Είμαστε απλοί άνθρωποι. Είμαστε σαν κι εσάς: άνθρωποι που κάθε πρωί πηγαίνουν να σπουδάσουν, να εργαστούν ή να βρουν δουλειά, άνθρωποι που έχουν οικογένεια και φίλους. Είμαστε άνθρωποι που εργάζονται σκληρά κάθε ημέρα για να ζήσουν και να προσφέρουν ένα καλύτερο μέλλον στους γύρω μας.

Κάποιοι από εμάς είναι προοδευτικοί, κάποιοι άλλοι συντηρητικοί. Μερικοί έχουν «πιστεύω», μερικοί δεν έχουν. Μερικοί έχουν συγκεκριμένη ιδεολογία, και άλλοι είναι απολίτικοι. Ολοι μας όμως είμαστε ανήσυχοι και θυμωμένοι από τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που βλέπουμε γύρω μας. Από τη διαφθορά των πολιτικών, των επιχειρηματιών, των τραπεζιτών… Από το ότι οι απλοί άνθρωποι αισθάνονται αβοήθητοι.

Αυτή η κατάσταση μας πληγώνει όλους καθημερινά. Ομως αν ενωθούμε μπορούμε να την αλλάξουμε. Ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε το χτίσιμο μιας καλύτερης κοινωνίας.

Πιστεύουμε ότι:

-Προτεραιότητα για κάθε προηγμένη κοινωνία πρέπει να είναι η ισότητα, η πρόοδος, η αλληλεγγύη, η ελευθερία της συμμετοχής στον πολιτισμό, την οικολογική βιωσιμότητα και την ανάπτυξη, την ευημερία και την ευτυχία των ανθρώπων.

-Υπάρχουν βασικά δικαιώματα που πρέπει να προστατεύονται στην κοινωνία μας: το δικαίωμα στη στέγαση, την απασχόληση, τον πολιτισμό, την υγεία, την εκπαίδευση, την πολιτική συμμετοχή, την ελεύθερη προσωπική ανάπτυξη, τα δικαιώματα του καταναλωτή, το δικαίωμα για μια υγειή και ευτυχισμένη ζωή.

-Με τον τρόπο που λειτουργούν σήμερα η κυβέρνηση και το οικονομικό μας σύστημα αδυνατούν να αντιμετωπίσουν αυτές τις προτεραιότητες και αυτό αποτελεί πλέον εμπόδιο για την πρόοδο των ανθρώπων.

-Δημοκρατία σημαίνει κυβέρνηση του λαού (δήμος = λαός, κράτος = κυβέρνηση), και αυτό θα πρέπει να συμβαίνει. Αντίθετα, ξέρουμε όλοι ότι το πολιτικό μας σύστημα δεν θέλει καν μας ακούσει. Το καθήκον τους θα έπρεπε να είναι να μεταφέρουν τη φωνή μας στα εθνικά και διεθνή θεσμικά όργανα, να διευκολύνουν την συμμετοχή των πολιτών μέσα από κανάλια άμεσης επικοινωνίας, να λειτουργούν προς όφελος της ευρύτερης κοινωνίας και όχι υπέρ των πλουσίων που ευημερούν εις βάρος μας, όχι ακολουθώντας πιστά μονάχα τις προσταγές των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων τα οποία έχουν επιβάλει τη δικτατορία και την κομματοκρατία.

-Η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια των λίγων παράγει ανισότητα, προκαλεί εντάσεις, φέρνει αδικία, η οποία οδηγεί στη βία. Κι εμείς την απορρίπτουμε.Το απαρχαιωμένο οικονομικό μοντέλο παγιδεύει την ατμομηχανή της κοινωνίας μέσα σε ένα φαύλο κύκλο όπου οι λίγοι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι πολλοί βουλιάζουν στη φτώχεια τη μιζέρια. Και έτσι καταρρέουμε. Μοναδικός σκοπός του συστήματος είναι η συσσώρευση κεφαλαίων σε βάρος της αποτελεσματικότητας και της ευημερίας της κοινωνίας.

-Η σπατάλη πόρων οδηγεί στην καταστροφή του πλανήτη, δημιουργώντας ανεργία και οι καταναλωτές πολίτες αποτελούν μέρος του κέντρου βάρους σε ένα μηχάνημα σχεδιασμένο να εμπλουτίσει μια μειοψηφία που δεν ξέρει τις ανάγκες μας.

-Είμαστε ανώνυμοι αλλά χωρίς εμάς τίποτα δεν θα μπορούσε να υπάρξει, καθώς εμείς κινούμε τον κόσμο. Αν σαν κοινωνία μάθουμε να μην εμπιστευόμαστε αφηρημένες οικονομικές αποδόσεις που ποτέ δεν ωφελούν τους πολλούς, μπορούμε να εξαλείψουμε τις καταχρήσεις και τις ελλείψεις από τις οποίες σήμερα όλοι υποφέρουμε. Χρειάζεται μια ηθική επανάσταση… Είμαστε άνθρωποι, όχι προϊόντα σε μια αγορά…

Για όλα τα παραπάνω, είμαι εξοργισμένος.
Νομίζω ότι μπορώ να το αλλάξουμε.
Νομίζω ότι μπορώ να βοηθήσω.
Ξέρω ότι μαζί μπορούμε.
Παρέα με εμάς. Είναι δικαίωμά σας.


Πηγή: http://ecoleft.wordpress.com

Πέμπτη, Μαΐου 12, 2011

Παρουσίαση βιβλίου: «Φετίχ» του Βαγγέλη Μπέκα

Σας προσκαλώ στην παρουσίαση του νέου μου βιβλίου

με τίτλο «Φετίχ»

τη Δευτέρα 16 Μαΐου 2011, ώρα 20:00
στο Bar Hoxton (Βουτάδων 42, Γκάζι, στάση μετρό «Κεραμεικός»).

Ομιλητές:
Βασίλης Κ. Καλαμαράς, δημοσιογράφος τής «Ελευθεροτυπίας»
Δημήτρης Αθηνάκης, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας

Αποσπάσματα του βιβλίου θα διαβάσει η ποιήτρια Ευτυχία Παναγιώτου.
Θα ακολουθήσει συζήτηση.

Τρίτη, Μαΐου 10, 2011

Κριτική του Νίκου Κουνενή για το «Φετίχ»

Το τέλος μιας μακράς περιόδου ομφαλοσκοπικών εστιάσεων της ελληνικής λογοτεχνίας, που- με ευδιάκριτες και αξιοσημείωτες εξαιρέσεις- διήρκεσε μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, συνοδεύτηκε από μια εντυπωσιακή επιστροφή του κοινωνικοπολιτικού μυθιστορήματος, στην προσπάθεια πεζογραφικής αποτύπωσης της σύγχρονης – κατά το μάλλον ή ήττον ζοφερής- πραγματικότητας του εγχώριου και διεθνούς «δημόσιου χώρου». Η πρωτοτυπία της θεματολογίας, ο διεισδυτικός και στις περισσότερες περιπτώσεις ριζοσπαστικός πολιτικός στοχασμός και η απόπειρα οργανικής σύνδεσης της ατομικής «μοίρας» των λογοτεχνικών ηρώων με τις ραγδαίες και ασφυκτικά ηγεμονευόμενες από τις πάσης φύσεως αγοραίες στοχεύσεις των σύγχρονων ηγεμονικών ελίτ, αποτελούν μερικά από τα πλέον ευδιάκριτα χαραγτηριστικά αυτής της στροφής, εκφρασμένης σε ένα μεγάλο ποσοστό από νέους δημιουργούς.
Από την πρώτη του εμφάνιση, με το μυθιστόρημα κοινωνικοπολιτικής φαντασίας «Το δέκατο τρίτο υπόγειο», ο Βαγγέλης Μπέκας έκανε εμφανείς τις προθέσεις του: Εκκινώντας από την παράδοξη ιδέα ενός γιγαντιαίου εμπορικού κέντρου που επεκτείνεται σαν καρκίνωμα κάτω από τη γη, υπονομεύοντας τον υπέργειο κοινωνικό ιστό, μας παρουσιάζει τους ήρωές του σαν θύματα μιας ασύλληπτης και δύσκολα αντιμετωπίσημης από τους ίδιους δυστοπικής πραγματικότητας. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας μας μιλάει για τις πανίσχυρες δομές ενός καπιταλισμού χωρίς όρια, αλλά και για την ανάγκη της αντίστασης, προσωπικής και συλλογικής, σαν μοναδικό όρο απεγκλωβισμού από τις καταστροφικές προοπτικές του.
Δύο χρόνια αργότερα ο Μπέκας επιμένει στην ίδια θεματική, σε περισσότερο «γήινο»- και αναγνωρίσιμο εν καιρώ μνημονίων και επιτηρήσεων- πλαίσιο αλλά και με πλέον άρτιο, από την άποψη της λογοτεχνικής σύνθεσης, τρόπο. Στο νέο του πολιτικό σύμπαν η πλειοψηφία του πληθυσμού στενάζει βιώνοντας τις συνέπειες της υστερικής σπουδής της κυβέρνησης για την ακατάπαυστη αύξηση της παραγωγικότητας και κάθε τι που υπονομεύει την τελευταία τίθεται εκτός νόμου (ανάμεσα τους και η εξόχως «αντιπαραγωγική» ποιητικη δημιουργία). Ταυτόχρονα, ένα μυστηριώδες Ινστιτούτο δρα αδιαφανώς στο πλάι της κυβέρνησης και πειραματίζεται ακατάπαυστα πάνω σε μέγα πλήθος ανθρώπων.
Ο Παύλος και η Δανάη ζουν στην ίδια πολυκατοικία και γνωρίζονται υπό παράξενες συνθήκες, προκύπτουσες από το γεγονός ότι η δεύτερη συμμετέχει επ’ αμοιβή στα πειράματα του Ινστιτούτου. Ο Παύλος είναι ένας αρκετά επιτυχημένος διαφημιστής, που κλέβει στίχους από διακεκριμένους ποιητές και τους διασκευάζει ευφυώς σε σλόγκαν και μότο για την προώθηση των εταιρικών προιόντων. Η Δανάη καλείται να συμμετάσχει εθελοντικά και σε άλλα «πειράματα» αισθησιακού τύπου- με οργανωτές τους φίλους της Μαρία και Ιάσονα- αλλά τελικώς δεν το αποτολμά. Στην υπόθεση εμπλέκονται και διάφοροι ακόμα μυστήριοι τύποι: ο παραβατικός Άρης, που προμηθεύει τον Παύλο με ένα περίστροφο και του σπάει τα νεύρα αποκαλώντας τον «λόρδο» και εμπλέκοντάς τον σε διάφορες μπελαλίδικες καταστάσεις, ο στρατολόγος του Ινστιτούτου κύριος Πικρός, ο γεροχίππης Τέο με τις ανορθολογικές και ενίοτε υπερβατικές επιλογές του κ.ά.
Στο πλαίσιο των συνεχών αναδιαρθρωτικών κυβερνητικών πολιτικών η πορεία της ζωής των ηρώων ακολουθεί φθίνουσα πορεία και οι προοπτικές της διαφαίνονται μάλλον ζοφερές. Ταυτόχρονα η αμοιβαία ερωτική έλξη τους «κολλάει» πάντα την τελευταία στιγμή, μη βρίσκοντας τη φυσική της έκφραση. Στον έξω κόσμο, τα θύματα του Ινστιτούτου «βγάζουν» παράξενες παρενέργειες κινητοποιώντας τον κρατικό μηχανισμό ο οποίος επιχειρεί την άνευ όρων αποκατάσταση της τάξης. Η Δανάη και ο Παύλος αναζητούν με κάθε τρόπο απαντήσεις σχετικά με τον ρόλο και τις πραγματικές στοχεύσεις του Ινστιτούτου και εμπλέκονται σε όλο και πιο παράδοξες περιπέτειες με ένα ακόμη πιο απρόσμενο- και οπωσδήποτε λιγότερο ρεαλιστικό- τέλος.
Το «Φετίχ» είναι ένα ζωηρό και αρκούντως γοητευτικό μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας με στοιχεία νουάρ. Βασισμένο σε πρωτότυπες εμπνεύσεις, με αποτελεσματικό σμίλεμα των χαρακτήρων, ζωντανή γλώσσα επαρκή εικονοποιία και ζωηρή ανέλιξη της πλοκής, καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, μιλώντας του με όρους μυθοπλαστικής απογείωσης για πράγματα που ήδη του είναι οδυνηρώς οικεία.

Δημοσιεύτηκε εδώ.

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2011

Οι πρώτες σελίδες από το "Φετίχ" - Βαγγέλης Μπέκας

Έβαλε μία σφαίρα. Γύρισε μανιασμένα το μύλο του περιστρόφου. Τι δουλειά είχε εκείνος με τέτοια παιχνίδια; Μόνο από διαφημιστικά κείμενα ήξερε, ιταλικές σπεσιαλιτέ και μοναχικές περιπλανήσεις.

Έκλεισε τα μάτια· σκοτάδι. Ένα λαχταριστό γυναικείο στήθος ήρθε στη σκέψη του, μια ρώγα μεγάλη, σκληρή. Έβγαλε τη γλώσσα, έγλειψε την κάννη του όπλου, και με μια απότομη κίνηση την έχωσε μες στο στόμα του. Το παγωμένο μεταλλικό αντικείμενο ήταν μακρύ σαν καυλί, δεν έμοιαζε με στήθος. Απέδρασε αηδιασμένος απ’ τη φαντασίωσή του.

Βρισκόταν μπροστά στον υπολογιστή. Δύο το πρωί. Το μπουκάλι με το κρασί είχε τελειώσει. Η κάννη του περιστρόφου παρέμενε βαθιά μες στο στόμα του, έκλεισε τα μάτια πάλι. Ακούμπησε το δάχτυλο στη σκανδάλη και τότε ένα ξαφνικό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα που παραλίγο να τον κάνει να πυροβολήσει. Σφήνα σμπαραλιασμένα μυαλά. Ανοιγόκλεισε τρομαγμένος τα βλέφαρα.
«Ποιος είναι;» φώναξε κι έκρυψε το πιστόλι στο συρτάρι του γραφείου.

Δεν περίμενε κανέναν. Σπάνια κάποιος απ’ τους φίλους του έκανε τον κόπο να τον επισκεφτεί. Σηκώθηκε. Έκλεισε το συναγερμό. Απασφάλισε την τετραπλή κλειδαριά ασφαλείας, κοίταξε απ’ το ματάκι της πόρτας.
Ήταν εκείνη. Με φοβισμένο βλέμμα και μια μυτούλα που έσταζε αίμα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά νευρικά, ασυναίσθητα έξυσε το πιγούνι του, άνοιξε.
«Είσαι καλά, Δανάη;»

Η Δανάη. Το κορίτσι της απέναντι πόρτας. Το κορίτσι με τα τακούνια που σόλαραν κάθε τόσο στο διάδρομο. Τ’ άκουγε, πεταγόταν απ’ τον καναπέ, έτρεχε να μυρίσει το άρωμά της κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας. Κι έπειτα, παρακολουθούσε απ’ το ματάκι τις γάμπες της να απομακρύνονται.
«Μπορώ να περάσω;» ρώτησε εκείνη ψυχρά δαγκώνοντας ασυναίσθητα το σκουλαρίκι που είχε στα χείλη.
Λυγερό κορμί, καστανά μαλλιά, πιασμένα κότσο ψηλά. Αμαζόνα. Η ματιά της ανήσυχη. Μπήκε βιαστικά μέσα δίχως να περιμένει απόκριση και κάθισε στον καναπέ.
«Ματώνει συχνά;» τη ρώτησε ο Παύλος και της πρόσφερε χαρτομάντιλο.
«Καμιά φορά, όταν αγχώνομαι».

Το βλέμμα της γύρισε προς την είσοδο, λες και περίμενε κάτι. Και τότε ακούστηκαν βήματα. Βήματα βαριά. Βήματα ανθρώπων που ήθελαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Ακολούθησε ο μονότονος ήχος ενός κουδουνιού. Μια, δυο, τρεις, κι αμέσως ένα θηριώδες χέρι να χτυπάει την πόρτα του αντικρινού διαμερίσματος. Του δικού της διαμερίσματος.
Η Δανάη σηκώθηκε απ’ τον καναπέ, πλησίασε• ο Παύλος την ακολούθησε. Κόλλησαν στην πόρτα κι έστησαν αυτί. Αισθάνθηκε το μηρό του να φλερτάρει αδέξια με τον δικό της, χαμογέλασε. Μια βροντερή φωνή ακούστηκε αποφασισμένη και τον έκανε να καταπιεί τις πονηρές του σκέψεις.
«Να τη σπάσω;»
«Δεν μπορώ να καταλάβω, πριν από δυο λεπτά που τηλεφώνησα ήταν εδώ», απάντησε μια άλλη φωνή, σχεδόν καρτουνίστικη.
Δυο φωνές τελείως αντίθετες. Η μια βραχνή, αντρίκεια. Η άλλη τσιριχτή.
«Να τη σπάσω; Λέγε», επέμεινε η βραχνή.
«Πάμε, θα ’χει κάνει εκτροπή κλήσης», τσίριξε η άλλη.

Ακούστηκαν βήματα υποχώρησης, και μετά το ασανσέρ να κατεβαίνει. Η Δανάη γύρισε, κοίταξε τον Παύλο ανακουφισμένη.
«Παίζει άλλο κρασί;»
Εκείνος διέκοψε απογοητευμένος το φλερτ των μηρών τους και πήγε στην κουζίνα. Πήρε ένα μπουκάλι, γύρισε πίσω και γέμισε το ποτήρι της. Σκούπισε τη μικροσκοπική σταγόνα αίματος που έσταζε απ’ τη μύτη της και τη ρώτησε:
«Τρέχει κάτι;»
Δεν είχαν μιλήσει περισσότερες από δυο-τρεις φορές, αλλά είχε μόλις χρησιμοποιήσει το σπίτι του για να αποφύγει τους τύπους. Είχε δικαίωμα να μάθει.
«Τίποτα σοβαρό», αποκρίθηκε η Δανάη και ήπιε μια γενναία γουλιά κρασί. «Απλάαα... αύριο φεύγω ταξίδι και θέλω να σου ζητήσω μια χάρη».
«Έχει να κάνει με τους τύπους;»
Η Δανάη προσπέρασε την ερώτηση.
«Θα λείψω δύο μέρες και ο Τζιμ, ο Τζίμυ και η Τζάνις, τα ψαράκια μου, έχουν συνηθίσει να τρώνε του σκασμού. Μπορείς να τα ταΐζεις για όσο θα βρίσκομαι μακριά τους;»
«Μήπως... μήπως το ταξίδι έχει να κάνει με τους τύπους που ήρθαν πριν από λίγο;» επέμεινε ο Παύλος προσπαθώντας να πνίξει τη λαχτάρα του να μπει στο σπίτι της. Το φαντασιωνόταν ώς τα άγια των αγίων του αισθησιασμού και ανατρίχιαζε.
«Ποιους τύπους;» πέταξε πίσω την ερώτηση η Δανάη και κατέβασε μονοκοπανιά όσο κρασί είχε απομείνει στο ποτήρι της, κάνοντάς του νόημα να ξαναγεμίσει.

Τρίτη, Μαρτίου 08, 2011

Βαγγέλης Μπέκας - "Φετίχ"

Ο Παύλος έκλεβε τους Νομπελίστες ποιητές, άλλαζε λέξεις, φράσεις, νοήματα, κι έτοιμο το διαφημιστικό. Η υψηλή λογοτεχνία στην υπηρεσία του πελάτη. Όχι πια. Από τότε που η κυβερνητική οδηγία υποχρέωσε τα βιβλιοπωλεία να μην τοποθετούν στα ράφια τους ποίηση, δεν είχε από πού να εμπνευστεί.

Αυτό ήταν μόνο ένα από τα αλλεπάλληλα νέα μέτρα της κυβέρνησης. Μέτρα για την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Προϊόντα νοσηρής φαντασίας. Οι πλούσιες συνοικίες άδειαζαν, οι φτωχές ασφυκτιούσαν.

Ποιος ο ρόλος του Ινστιτούτου, του μυστηριώδους συμμάχου της κυβέρνησης, σε όλα τούτα; Η Δανάη μπλέκεται με το Ινστιτούτο, θέλει να μάθει τι τους κρύβουν. Ζητά τη βοήθεια του Παύλου και η ιδιόμορφη σχέση τους ξεκινά. Τα αλλεπάλληλα νέα μέτρα οδηγούν το ζευγάρι στο περιθώριο. Μοναδική τους διέξοδος να λύσουν το γρίφο του Ινστιτούτου.

Στο γαϊτανάκι της πλοκής συμμετέχουν ακόμη ο Άρης (ο σύγχρονος πειρατής), ο κύριος Πικρός ή Νυφίτσας (ο καλύτερος στρατολόγος του Ινστιτούτου), ο Τέο (το συνταξιοδοτημένο παιδί των λουλουδιών με τα «μαγικά ξόρκια»), η Μαρία και ο Ιάσονας (που έχουν εμμονή με τα ομαδικά σπορ του Μαρκήσιου ντε Σαντ).

Ένα νουάρ μυθιστόρημα-ταξίδι από τον θείο Μαρκήσιο μέχρι το φετιχισμό του εμπορεύματος, όπου αποκαλύπτεται κάτι στο οποίο αποδίδονται υπερφυσικές ιδιότητες. Ένα φετίχ. Μια ελπιδοφόρα ρομαντική ειρωνεία.



Πέμπτη, Φεβρουαρίου 24, 2011

Μασκέ πάρτι με θέμα «φετίχ» με αφορμή το νέο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα

Με αφορμή το νέο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα «Φετίχ» που κυκλοφορεί στις 25/2 από τις εκδ. Μπαρτζουλιάνος, το Acidart κάνει μασκέ πάρτι και σας καλεί ντυθείτε το δικό σας κόλλημα, το δικό σας φετίχ.

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 22:30

BIOS (Πειραιώς 84, basement)


Θα μας κάνουν να χορέψουμε με τις μουσικές τους τα μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας του Acidart που είναι και μουσικοί παραγωγοί:

Ελένη Μητσιάκη (elafini, Poplie.eu)

Δημήτρης Κοτσέλης (special acid art dj set)

oksikemia (guest dj Poplie.eu)

Παναγιώτης Ιωαννίδης (X dj set)

---

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

Ο Παύλος έκλεβε τους Νομπελίστες ποιητές, άλλαζε λέξεις, φράσεις, νοήματα, κι έτοιμο το διαφημιστικό. Η υψηλή λογοτεχνία στην υπηρεσία του πελάτη. Όχι πια. Από τότε που η κυβερνητική οδηγία υποχρέωσε τα βιβλιοπωλεία να μην τοποθετούν στα ράφια τους ποίηση, δεν είχε από πού να εμπνευστεί.

Αυτό ήταν μόνο ένα από τα αλλεπάλληλα νέα μέτρα της κυβέρνησης. Μέτρα για την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Προϊόντα νοσηρής φαντασίας. Οι πλούσιες συνοικίες άδειαζαν, οι φτωχές ασφυκτιούσαν.

Ποιος ο ρόλος του Ινστιτούτου, του μυστηριώδους συμμάχου της κυβέρνησης, σε όλα τούτα; Η Δανάη μπλέκεται με το Ινστιτούτο, θέλει να μάθει τι τους κρύβουν. Ζητά τη βοήθεια του Παύλου και η ιδιόμορφη σχέση τους ξεκινά. Τα αλλεπάλληλα νέα μέτρα οδηγούν το ζευγάρι στο περιθώριο. Μοναδική τους διέξοδος να λύσουν το γρίφο του Ινστιτούτου.

Στο γαϊτανάκι της πλοκής συμμετέχουν ακόμη ο Άρης (ο σύγχρονος πειρατής), ο κύριος Πικρός ή Νυφίτσας (ο καλύτερος στρατολόγος του Ινστιτούτου), ο Τέο (το συνταξιοδοτημένο παιδί των λουλουδιών με τα «μαγικά ξόρκια»), η Μαρία και ο Ιάσονας (που έχουν εμμονή με τα ομαδικά σπορ του Μαρκήσιου ντε Σαντ).

Ένα νουάρ μυθιστόρημα-ταξίδι από τον θείο Μαρκήσιο μέχρι το φετιχισμό του εμπορεύματος, όπου αποκαλύπτεται κάτι στο οποίο αποδίδονται υπερφυσικές ιδιότητες. Ένα φετίχ. Μια ελπιδοφόρα ρομαντική ειρωνεία.



***

O Βαγγέλης Μπέκας γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1976. Σπούδασε Μηχανικός Παραγωγής και Διοίκησης στο Πολυτεχνείο Κρήτης, και ΜΜΕ. Στη συνέχεια εργάστηκε σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ.

Δραστηριοποιείται στην καλλιτεχνική ομάδα Barouak. Συντονίζει τον Κόμβο Πολιτισμού Acidart.gr. Τον Οκτώβριο του 2010 πραγματοποίησε την «Πerformance Διήγημα Δρόμου», ενώ τo 2009 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Το 13o υπόγειο (εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος).