Τετάρτη, Ιανουαρίου 09, 2013

Ο Μεσσίας


Τριάντα δύο χρονών μαντράχαλος και δεν έχω δουλέψει ποτέ. 
Δεν χρειάστηκε. Σπουδές, βέβαια, έκανα και με το παραπάνω. Ξεκίνησα με Οικονομικά, το γύρισα στη Διαφήμιση, αλλά πτυχίο κατάφερα να πάρω μόνο στη Δημιουργική Γραφή. Δέκα ολόκληρα χρόνια μου πήραν όλα αυτά στη Νέα Υόρκη. Κι όταν γύρισα επιτέλους πίσω στην πατρίδα, έφερα στις αποσκευές μου την Κρίση, και οι φίλοι μου άρχισαν να μεταναστεύουν για ένα καλύτερο αύριο. Oι παιδικοί μου φίλοι. Οι φίλοι που είχα στους Αμπελόκηπους, πριν μετακομίσουμε στη Φιλοθέη.
   Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος, τις πρώτες μεγάλες δουλειές τις ανέλαβε τη δεκαετία του ’90, και με τους Ολυμπιακούς απογειώθηκε. Είναι πλέον συνταξιούχος. Εκατομμυριούχος συνταξιούχος. Είχε φίλους υψηλά ιστάμενους ο πατέρας και κάρτα στο κόμμα από το ’81 και πληροφορίες από μέσα την κατάλληλη στιγμή. Τα μετρητά πρόφτασε και τα έβγαλε έξω έγκαιρα, άγχος δεν έχει.
Θυμάμαι την ημέρα που ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε απ’ το Καστελόριζο ότι μπήκαμε στο ΔΝΤ, ο πατέρας με κάλεσε στο γραφείο του και μου είπε πως έγραψε στο όνομά μου μια πολυκατοικία στο Νέο Ψυχικό. Πενταόροφη. Όλη δική μου.
Αλλά αυτό δεν θα με βοηθούσε να γίνω συγγραφέας. Είχα ήδη δεχτεί 23 απορριπτικές επιστολές και για αυτοέκδοση ή μεσολάβηση του πατέρα δεν ήθελα να ακούσω κουβέντα. Ό,τι έκανα θα το έκανα με την αξία μου.
Την κατάρα μου να ’χεις να ζεις σε ενδιαφέρουσα εποχή, έλεγε η παλιά κινέζικη παροιμία, αλλά εγώ ζούσα λες και ήμουν σε άλλη εποχή. Ο καθένας ένιωθε την Κρίση στο πετσί του, είχε το υλικό για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, αλλά όχι εγώ. Πώς θα έγραφα το συναρπαστικό έργο που θα αφορούσε την εποχή, το έργο που πάντα ονειρευόμουν; 
Στην αρχή άρχισα να πηγαίνω για έρευνα στα συσσίτια και στις πορείες, να φωτογραφίζω, να κρατώ σημειώσεις. Μα γρήγορα κατάλαβα πως αυτό δεν αρκούσε. Άλλο πράγμα το βίωμα, άλλο παρατηρητής. Αν δεν ξόρκιζα από πάνω μου τις αμαρτίες του πατέρα, πώς θα γινόμουν άνθρωπος του πνεύματος;
«Θα τον σκοτώσω!»
«Σιγά μη σκίσεις κάνα καλσόν», μου είπε η Τζένη το βράδυ της θείας φώτισης σε κάποιο μπαρ του κέντρου.
Κατέβηκα και με τους αγανακτισμένους στην πλατεία Συντάγματος. Χωρίς φωτογραφική μηχανή, χωρίς σημειωματάριο. Κατέβηκα για να ζήσω. Γνώρισα άνεργους, χρεοκοπημένους, υποψήφιους αυτόχειρες. Ένα μυθιστόρημα η ζωή του καθενός, όχι όμως η δική μου.
Εκείνα τα βράδια έμενα άγρυπνος ώς αργά και με τα πολλά αποφάσισα να δωρίσω ένα διαμέρισμα από την πολυκατοικία του Ψυχικού στη μικρότερη αριστερή οργάνωση της χώρας. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για τον κοινό αγώνα. Πήγα, έψαξα, βρήκα την οργάνωση που είχε λάβει τις λιγότερες ψήφους στις εκλογές, κι έβαλα συμβολαιογράφους και τα κανονίσανε. Παρ’ όλα αυτά, το επόμενο πρωί εξακολουθούσα να αισθάνομαι χάλια.
«Θα τον σκοτώσω!»
«Πιες τουλάχιστον πρώτα το ουίσκι σου», μου είπε η Τζένη την ημέρα της θείας φώτισης αποτελειώνοντας το δικό της.
Μάζεψα όλα τα ρούχα μου, τα πανάκριβα ρούχα και παπούτσια μου, και τα πήγα σε μια εκκλησία να τα μοιράσουν στους φτωχούς. Για αντάλλαγμα πήρα από εκεί ό,τι παλιόρουχα βρήκα. Τα φορούσα και κατέβαινα στο κέντρο να αναμειχθώ με το πλήθος,  να  ξεχάσω.
«Θα τον σκοτώσω!»
«Σκάσε επιτέλους, σε βαρέθηκα…»
Ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν που τον είχα πατέρα, που συνέχιζε να γλεντοκοπά με τους διεφθαρμένους του φίλους λες και δεν συνέβαινε τίποτα· που είχα ολόκληρη πολυκατοικία στο Ψυχικό, που για γενέθλιο δώρο μου πήρε πενήντα χιλιάδες ευρώ σε γερμανικά ομόλογα. Ήθελα να βοηθήσω όλους τους απολυμένους, τους χρεοκοπημένους, αλλά δεν ήξερα πώς. Στους ζητιάνους έδινα εικοσάευρα, στα μπαρ κερνούσα συνεχώς, δάνειζα λεφτά σε αγνώστους.
«Το μόνο που θέλω είναι να κάνω τον κόσμο χαρούμενο».
«Σκοτώνοντας τον πατέρα σου δεν νομίζω… Εκτός αν έχεις πατέρα πολιτικό!» 
Ναι, ήθελα να κάνω τον κόσμο χαρούμενο, να δει με αισιοδοξία το αύριο, να χορέψει και πάλι συρτάκι με τον Ζορμπά. Αυτός ήταν πλέον ο στόχος μου. Είχα βρει επιτέλους το δικό μου, το απόλυτο μυθιστόρημα, αλλά θα το έγραφα αφότου το ζούσα.
Ένα απ’ τα πρώτα που σκέφτηκα εκείνο το βράδυ της θείας φώτισης που τρέκλιζα στην μπάρα ήταν να φύγω για το Άγιο Όρος. Το πήρα πίσω μετά το πέμπτο ουίσκι. Ποιος αναχωρητής έκανε τον κόσμο χαρούμενο; Μήπως να γινόμουν επαναστάτης; Τρομοκράτης εκδικητής; Ή μήπως να χάριζα όλη την περιουσία μου σε κάποια φιλανθρωπική οργάνωση;
«Είσαι τρελός;», πετάχτηκε  η Τζένη και με σκούντησε να συνέλθω.
Καθόταν δίπλα μου στην μπάρα και με κοιτούσε με το φλεγόμενο απ’ το ποτό βλέμμα της. Τριανταπεντάρα χορεύτρια σε ένα club που έκλεισε προσφάτως, μελαχρινή και πρόστυχη, γεμάτη τατουάζ και με σκουλαρίκι στη γλώσσα. Πριν από δύο ώρες την είχα γνωρίσει σε εκείνο το μπαρ.
«Θες πολύ να κάνεις τον κόσμο χαρούμενο;», μου είπε.
«Όσο τίποτα…», αποκρίθηκα. «Δεν μπορώ να αντέξω τα μίζερα πρόσωπά τους, παντού, όπου κι αν γυρίσω, με κοιτούν λες και φταίω εγώ!»
«Λοιπόν… σκέφτηκα κάτι», μου είπε και με κοίταξε λοξά αδειάζοντας με μια γουλιά το ποτήρι της. «Βέβαια είναι κάτι που θα έχει αποτέλεσμα μόνο στον μισό πληθυσμό…»
Την κοίταξα απορημένος και είπα:
«Είναι μια αρχή…»
Με τράβηξε απ’ το χέρι και κλειστήκαμε στις γυναικείες τουαλέτες και άνοιξε τα πόδια της, σήκωσε πάνω τη φούστα της, εσώρουχο δεν φορούσε. Τα πόδια της σφριγηλά και καλλίγραμμα και ένας ήλιος τατουάζ ήταν ζωγραφισμένος γύρω απ’ το ξυρισμένο μουνί της. Κοίταξα μέσα της και είδα το φως το αληθινό και έπειτα γύρισα σ’ εκείνη λυτρωμένος.
«Τι με κοιτάς σαν βλάκας», μου είπε, «δεν θες να με κάνεις χαρούμενη; Γλείψε!»
Από τότε ξεκίνησα να τριγυρνώ σε μπαρ και καφέ, σε παραλίες, γυμναστήρια και κολυμβητήρια, με ή χωρίς την Τζένη, αναζητώντας να θυσιαστώ για ένα τους χαμόγελο, να προσφέρω ηδονή. Να πετάξω στα σκουπίδια τη δική μου απόλαυση, να σκύψω, να υποταχτώ, να γλείψω για να δώσω χαρά σ’ εκείνες. Δεν θα έπλενα τα πόδια τους, δεν θα χρησιμοποιούσα καθόλου χέρια. Θα πρόσφερα τη γλώσσα μου, ηδονής ναρκωτικό, να ταξιδέψουν στη νιρβάνα του οργασμού.
Ποτέ μου δεν θα έγραφα το μυθιστόρημα που ονειρευόμουν, δεν είχα το ταλέντο, καιρός ήταν να το παραδεχτώ. Η γλώσσα της θείας φώτισης με έχρισε όμως Μεσσία.


---

Το διήγημά μου στη συλλογή διηγημάτων Crisis: 10+1 (εκδόσεις Vakxikon.gr). Συμμετέχουν: Νίκος Κουνενής, Μαρία Ξυλούρη, Τζούλια Γκανάσου, Βάσια Τζανακάρη, Μαρία Φακίνου, Βαγγέλης Μπέκας, Στέργια Κάββαλου, Μαίρη Κλιγκάτση, Κασσάνδρα Αλογοσκούφι, Ιορδάνης Κουμασίδης, Johnny Handsome. 


Πατώντας εδώ μπορείτε να διαβάσετε ή να κατεβάσετε δωρεάν το βιβλίο.