
Είχε σταματήσει να αισθάνεται από τότε που έπαψε να είναι ερωτευμένος με Εκείνη. Το ηλιοβασίλεμα, ο πόνος, το χαμόγελο, το δάκρυ ήταν βαμμένα για εκείνον απ το ίδιο γκρι. Το μοναδικό που του έδινε πλέον χαρά (γκρίζα κι αυτή βέβαια) ήταν να δημιουργεί έργα τέχνης. Ήταν ο μοναδικός λόγος που δεν είχε τινάξει ακόμα τα μυαλά του στον αέρα.
Έγραφε ποιήματα, ήξερε από πινέλα, από πνευστά, ήξερε κι από μοντάζ και κάμερες… Έλεγαν μάλιστα ότι ήταν ένα καλός video-arter. Όλα κύλαγαν το ίδιο γκρίζα στη ζωή του, ώσπου ένα βράδυ είδε ένα έγχρωμο όνειρο και τον έκανε να ξυπνήσει, ερεθισμένος, ιδρωμένος με μάτια που έσταζαν κόκκινο, ηδονή, σεξ….
Τι όνειρο και κείνο πραγματική σεξουαλική οπτασία. Παλιότερα είχε δοκιμάσει αρκετά ερωτικά παιχνίδια. Μόνος με δύο, δύο με μία, μόνος με μια παρτενέρ παρέα με φωτιά, σκοινιά, βία, βοηθητικά εργαλεία, δαγκωνιές, μώλωπες κι ατέλειωτους οργασμούς αλλά αυτά φάνταζαν πλέον πολύ μακρινά.
Μετά το όνειρο όμως όλα είχαν αλλάξει. Τι όνειρο; Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι η τέχνη, μπορούσε να συνδυαστεί τόσο περίφημα με την ηδονή, το σεξ, τη λαγνεία των σωμάτων. Ανέβηκε σε μια σκάλα και έστησε την κάμερα στη θέση της λάμπας να κοιτά το πάτωμα κατακόρυφα. Άδειασε το δωμάτιο από έπιπλα κι έπειτα πήγε κι αγόρασε ένα τεράστιο αφρολέξ. Το έκοψε σε σχήμα κρεβατιού. Μετά πήρε στόκο, μουσαμά κι ένα καλέμι, το έφτιαξε σαν ένα κρεβάτι-παλέτα και το τοποθέτησε στο κέντρο του άδειου δωματίου.
Έπειτα πετάχτηκε κι αγόρασε χρώματα…. Κόκκινο, πράσινο, κίτρινο, μπλε, πορτοκαλί, χρώμα για body painting… Κουβάδες χρώμα! Τοποθέτησε σε κάθε κουφάλα της κρεβατένιας παλέτας από ένα χρώμα κι έπειτα ανέβηκε στην σκάλα και κοίταξε κατακόρυφα την παλέτα με τα χρώματα. Τέλεια! Τα κεφάλια τους θα ‘ταν τυλιγμένα με γάζες, μονάχα τα κορμιά τους θα φαινόταν γυμνά. Κανείς δεν θα τους αναγνώριζε στα ελιτίστικα φεστιβάλ video art που σκόπευε να στείλει το νέο του έργο…
Υπήρχε όμως κι ένα σημαντικό πρόβλημα. Η γκρίζα αγκαλιά του ήταν στεγνή από ερωμένη εδώ και καιρό. Δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα να πείσει κάποια περαστική να βγάλει τα μάτια της μαζί του, δεδομένου ότι σκόπευε να βιντεοσκοπήσει την όλη «καλλιτεχνική διαδικασία».
Αρχικά πήρε τηλέφωνο όλες τις παλιές του ερωμένες. Μέχρι και ταξίδι στο Βερολίνο έταξε σε κάποια για να του κάτσει αλλά η χυλόπιτα είχε πάλι την ίδια γεύση. Προς στιγμή του ‘ρθε στο νου, να χρησιμοποιήσει κάποια πόρνη αλλά τα τελευταία χρόνια δεν πήγαινε με πόρνες καθαρά για ιδεολογικούς λόγους. Σκάλισε τα πάντα που μπορούσε να φανταστεί, τα έριξε στην περιπτερού, την βιντεοκλαμπού σκέφτηκε ακόμα και μια τρίτη του ξαδέρφη… Κι όταν όλες του οι ελπίδες μας άφησαν χρόνους του απέμεινε μόνο εκείνη που δεν την είχε δει ποτέ. Εκείνη που έκανε chating μέρα παρά μέρα στο internet. Εξάλλου αν έκρινε απ όλα εκείνα τα πορνοδιαστροφικά που συζήταγαν κατά καιρούς, το κορίτσι ήταν έτοιμο για όλα…
Το ίδιο βράδυ της έγραψε εξονυχιστικά για το όραμά του.
«Θα ανέβουμε και οι δυο γυμνοί πάνω στην παλέτα-κρεβάτι.» της είπε. «Τα πρόσωπά μας δεν θα αναγνωρίζονται απ τις γάζες. Κι έπειτα θα αρχίσω να σε αγγίζω, να σε λούζω με χρώματα, να στάζω τη γλώσσα μου μες το κόκκινο και να σε βάφω γλύφοντάς σε στην σπονδυλική σου στήλη ως κάτω χαμηλά. Θα κυλιόμαστε, θα χορεύουμε ο ένας μέσα στον άλλο πλημμυρισμένοι από χρώματα... Και όλα αυτά θα καταγράφονται απ την κάμερα, ώσπου να φτάσουμε στην ερωτική έκσταση… Ώσπου η ίδια η
ερωτική έκσταση να ζωγραφιστεί απ τα κορμιά μας, τα χρώματα και τα αγκομαχητά πάνω στην παλέτα λες και ήταν τελάρο με μουσαμά…»
Εκείνη δεν άργησε πάνω από 5 λεπτά απ την προκαθορισμένη ώρα. Το κουδούνι χτύπησε μονάχα μια φορά. Δεν την είχε δει ποτέ αλλά είχε αποφασίσει ότι όπως και να ήταν θα το έκανε. Η ερωτική έκσταση ήταν ένα όραμα που έπρεπε να πραγματοποιηθεί πάση θυσίας…
Άνοιξε την πόρτα. Έσυρε το βλέμμα απ τα αθλητικά της παπούτσια, στο ξεβαμμένο τζιν, στο αθλητικό μπουφάν της. Έπειτα θαύμασε τις άκρες των κατσαρών μαλλιών της, το πιγούνι, τα σαρκώδη χείλια, τα παιχνιδιάρικα μάτια και σχεδόν ταυτόχρονα το πρόσωπό της στολίστηκε με ένα χαμόγελο.
Δεν είπαν τίποτα. Πλησίασαν και στάθηκαν αντικρινά στην παλέτα, αντίστοιχα απ την μια και την άλλη πλευρά. Κοιτάχτηκαν κατάματα και δίχως να πάρει ο ένας το βλέμμα απ τον άλλο άρχισαν να γδύνονται. Θέε μου, όσο περισσότερο παρατηρούσε το πρόσωπο της, όσο περισσότερο έψαχνε τις γωνίες του, τόσο περισσότερο καταλάβαινε ότι τα κοψίματα του, ήταν τα κοψίματα του κλειδιού που μπορούσε να τον ξεκλειδώσει… Ήταν μια κοπέλα που μπορούσε να τον κάνει να χάσει τα λογικά του, να την ερωτευθεί! Οι γωνίες του προσώπου της πρόδωσαν ότι ήταν το αντικλείδι του…
Προσπάθησε να συγκρατήσει την μορφή του προσώπου της γιατί σε λίγο θα το έκρυβαν οι γάζες. Έτσι κι έγινε. Όταν τα νεανικά κορμιά τους έμειναν γυμνά, τα πρόσωπά κρύφτηκαν αλλά οι γωνίες της ήδη σκάλιζαν την κλειδαριά της ψυχής του. Ανέβηκε στη σκάλα, πάτησε το κουμπί της κάμερας με τη βοήθεια ενός ραβδιού, κι έπειτα την κάλεσε να ανέβει μαζί του στη παλέτα. Τα χρώματα έβαψαν τη γύμνια τους. Δεν μπορούσε να τη φιλήσει. Μπορούσε μόνο να τη χαϊδέψει. Την ξάπλωσε κι άρχισε να αλείφει τους ώμους, τις πλάτες της με κόκκινο χρώμα. Συνέχισε πιο χαμηλά, στο πίσω μέρος της μέσης, στην κοιλιά την άλειψε παντού με κίτρινο… Τους αστραγάλους, τις γάμπες, τα εσωτερικά των μηρών της με πράσινο. Κι έτσι συνέχισε για αρκετή ώρα με τα δάχτυλά του, με τους μηρούς και το στέρνο του, ώσπου την έκανε ένα με το ουράνιο τόξο. Ήταν ήδη πολύ ερεθισμένος, το πέος του είχε γίνει σκληρό σαν το καλέμι του γλύπτη. Έσκυψε, άνοιξε τα πόδια της απαλά κι αφού τράβηξε λίγο τη γάζα που έκρυβε το στόμα του, ακούμπησε τη γλώσσα του στο καυτό της αιδοίο, κάνοντας την να αφήσει ένα βαθύ αναστεναγμό…