
Βρισκόμουν σε μια αλάνα και κρατούσα μια μπάλα του μπάσκετ. Σήκωσα τα μάτια απ το κοκκινόχωμα, ζύγιασα τη μπασκέτα από μακριά και σούταρα. Η μπάλα ακολούθησε μια καμπυλοειδής τροχιά που μου θύμισε τις καμπύλες της Μόνικα Μπελούτσι και πλησίασε αργά-αργά, σχεδόν σε slow-motion προς το καλάθι, όταν αισθάνθηκα ένα φιλικό σκούντημα στην πλάτη και μια γλοιώδης φωνή να λέει:
«Συγνώμη κύριε, μπορώ να έχω την προσοχή σας για ένα λεπτό;»
Δεν ήθελα να χάσω την κατάληξη του σε slow-motion σουτ μου αλλά η φωνή επέμενε.
«Συγνώμη, κύριε συγνώμη…»
Τι αξία όμως μπορούσε να χε μια γλοιώδης φωνή, μπροστά στην κατάληξη του σουτ μου; Αδιαφόρησα λοιπόν και συνέχισα να παρακολουθώ την σέξι πορεία της μπάλας. Τότε όμως είδα με την άκρη του ματιού μου, ένα χέρι που φορούσε ένα ρόλεξ μαϊμού και κρατούσε ένα τηλεκτρόλ, να πατά το στοπ και η μπάλα να «παγώνει» λίγα εκατοστά πριν τον καταληκτικό προορισμό της.
Αισθάνθηκα το θυμό να ξεχειλίζει στο αίμα μου, έσφιξα την γροθιά μου και γύρισα αποφασισμένος να κάνω τον τύπο μαύρο στο ξύλο. Γυρίζοντας όμως είδα ένα μπάτλερ που ήταν ήδη μαύρος, να χαμογελά αποκαλύπτοντας την κατάλευκη οδοντοστοιχία του και να κρατά ένα ασημένιο δίσκο, όπου πάνω του βρισκόταν το τρισκατάρατο τηλεκοντρόλ.
«Ξέρετε κύριε…», συνέχισε ο μαύρος μπάτλερ. «Σας ζήτησε ο κύριος Κωνσταντίνος Μητσοτάκος!»
Γύρισα και κοίταξα την μπάλα… Παρέμενε ακίνητη στον αέρα, λίγα εκατοστά πάνω απ το σίδερο.
«Μην ανησυχείτε κύριε, δεν πρόκειται να πάει πουθενά…»
Σήκωσα το βλέμμα πάνω απ τον μπάτλερ και αντίκρισα ένα μέγαρο, κανονικό παλάτι. Ο μπάτλερ τράβηξε μπροστά κι εγώ ακολούθησα. Περνώντας την μεγαλοπρεπή είσοδο, θαμπώθηκα! Βρέθηκα μπροστά σε μια τεράστια αίθουσα, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένος αρκετός κόσμος. Κύριοι με σμόκιν, κυρίες με αστραφτερά φορέματα, κόκκινα χαλιά, κίονες, πολυέλαιοι, ενώ στο βάθος υπήρχε μια τεράστια μαρμάρινη σκάλα. Άλλοι χόρευαν, άλλοι έπιναν Γαλλική σαμπάνια, όλοι τους όμως φορούσαν υποκριτικά χαμόγελα.
Έκανα να βαδίσω ανάμεσα σε τόσες και τόσες διασημότητες αλλά ο μπάτλερ με χτύπησε στον ώμο και μου έκανε νόημα να σταματήσω. Έπρεπε να ακολουθήσω το εθιμοτυπικό! Μου έδειξε λοιπόν δίπλα ακριβώς στην είσοδο μια αγροτική άμαξα που την έσερνε ένα βόδι. Πάνω στην ξύλινη άμαξα βρισκόταν δυο μεθύστακες με χωριάτικα ρούχα και γκρίζες μουστάκες κι έπιναν εναλλάξ από μια νταμιτζάνα.
«Κύριε Μπονουέλ!», φώναξε ο μπάτλερ απευθυνόμενος σ εκείνον με την πιο κόκκινη μύτη.
Ο μεθύστακας πλησίασε και χαμογέλασε με το ροδοκόκκινο προσωπάκι του.
«Μπορώ να κάνω κάτι για εσάς;», ρώτησε.
«Μπορείς να πας τον Vita Mi, μέχρι τις σκάλες. Ξέρεις τον ζήτησε ο κύριος Μητσοτάκος…»
«Με μεγάλη μου χαρά νέε μου, με μεγάλη μου χαρά…», μου είπε ο Μπονουέλ κι αφού μου άπλωσε το χέρι να ανέβω στην χωριάτικη άμαξα, κάθισα δίπλα του και μου έδωσε να πιω απ το κρασί του.Έπειτα χτύπησε το βόδι με το καμιτσίκι του, εκείνο ξεκίνησε βαριεστημένα κάνοντας σαλιγκαρίσιους ελιγμούς ανάμεσα στους αστραφτερούς καλεσμένους που δεν έδειχναν να ταράζονται και λειτουργούσαν απόλυτα φυσιολογικά. Παίρνοντας ανάμεσα τους αναγνώρισα ένα διάσημο μοντέλο, δύο τηλεοπτικούς ηθοποιούς, τρεις ποδοσφαιριστές της Εθνικής Ομάδας, τέσσερις τηλεπαρουσιαστές και τον προσωπικό μου περιπτερά που την προηγούμενη εβδομάδα είχε κερδίσει το Τζόκερ.
Κι ενώ ήμουν ενθουσιασμένος με την κρουαζιέρα ανάμεσα στις διασημότητες, τους πολυέλαιους, τη μαγευτική μουσική και το γλυκό κρασί του Μπονουέλ, άκουσα τη φωνή του να λέει:
«Ποιος ξέρει τώρα τι να σε θέλει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκος;… Ο κόσμος λέει ότι αν μπλεχτεί στα πόδια σου ο Μητσοτάκος, θα σε βρει μεγάλη καντεμιά αλλά εγώ δεν πιστεύω στον Καζαμία αλλά στις Γέφυρες του Μορφέα… Κάτι σημαίνει αυτό για σένα Vita Mi, βάλε καλά το μυαλό σου να καταλάβεις… Αλήθεια με την μπάλα τι έγινε, μπήκε;»
Τα μάτια του γυάλιζαν. Κοίταξα βαθιά μέσα τους και είδα ένα ξυράφι να πλησιάζει απειλητικά την μπάλα του μπάσκετ, η μπάλα να μεταμορφώνεται στην κόρη του ματιού του Μπονουέλ και το ξυράφι να ετοιμάζεται να την αγγίξει. Τότε όμως το βόδι σταμάτησε, η άμαξα τραντάχτηκε και το κρασί που εκείνη την ώρα προσπαθούσα να γευτώ με έλουσε πατόκορφα!
Ο Μπονουέλ γέλασε τρανταχτά και μου έκανε νεύμα να κατεβώ. Εγώ ακολούθησα την προτροπή του και βρέθηκα δίπλα στον μπάτλερ που κράταγε μια γκρι καμπαρτίνα κι ένα μεξικάνικο σομπρέρο. Μου τα έδωσε, τα φόρεσα πάνω απ’ την αθλητική μου αμφίεση κι ανέβηκα τις παλατιανές σκάλες παρατηρώντας τους κρεμασμένους πίνακες άλλων εποχών.Σε λίγο βρέθηκα μπροστά σε μια μπρούτζινη πόρτα που τη φύλαγαν δυο πελώριοι τύποι με ξυρισμένο κεφάλι, οι οποίοι φορούσαν γαλάζια κουστούμια και λευκό περιβραχιόνιο.
«Από δω τα γαλάζια παιδιά!», μου ‘πε ο μαύρος μπάτλερ κι αυτοί παραμέρισαν, η πόρτα άνοιξε και μπήκα μόνος στην αίθουσα.
Ήταν μια τεράστια, μακρόστενη αίθουσα χωρίς έπιπλα. Κοίταξα στην άλλη άκρη, περίπου 30 μέτρα απόσταση απ το σομπρέρο μου και είδα έναν τύπο με μαύρο κουστούμι να κάθεται πίσω από ένα γραφείο. Έπειτα από 30 βήματα ακριβώς στάθηκα αντίκρυ με τον τύπο που είχε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, Δρακουμέλ ο γκαντέμης. Εκείνος μου χαμογέλασε πρόσχαρα και μου ζήτησε να κάτσω στην μοναδική καρέκλα που βρισκόταν μπροστά στο γραφείο του. Εγώ έκατσα σκεφτόμενος: «Βρε τι γλυκός άνθρωπος που ναι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκος από κοντά;» κι επιστέφοντας πίσω το χαμόγελό που μου πρόσφερε, του είπα:
«Λοιπόν κύριε Μητσοτάκο, μπορώ να μάθω τώρα, τι ακριβώς με θέλετε;»
Συνεχίζεται…
ΥΓ. O τίτλος είναι μια ευγενική χορηγία της Bitch girl.