
(Ο παραμυθένιος βυθός Νο1)
(Ο παραμυθένιος βυθός Νο2)
Μπορεί να την είχαν δει σωτήρες και να είχαν αποφασίσει να πάνε στην Ποσειδωνία… ποιος όμως θα τους έδειχνε το δρόμο για κει; Ο γερο-κάβουρας έψαξε για εθελοντές αλλά δεν βρήκε κανένα… θύμα. Το μόνο που απέμενε λοιπόν ήταν να τους πάει στο μεταλλαγμένο φύκι, τη θαλάσσια γλιστρίδα.
Εκείνη που δεν μπορούσε να βάλει γλώσσα μέσα της, θα τους έδινε θαλασσινό χρησμό για το που βρισκόταν η Ποσειδωνία και το πως θα έβρισκαν το δρόμο του γυρισμού. Να όμως που η γλιστρίδα μιλούσε τόσο γρήγορα που ακόμα κι αν κατάφεραν να συγκρατήσουν τον δρόμο του "πήγαινε", ήταν αδύνατο να συγκρατήσουν το δρόμο του "έλα"…
«Καταλάβατε;», είπε η γλιστρίδα αφού τους τα ‘πε επί τροχάδην.
«Μήπως μπορείτε να μας τα πείτε άλλη μία φορά;», ρώτησε με σεβασμό η Σουπιά την μεγάλη ιέρεια και αγκάλιασε σφιχτά τον αγαπημένος της προσπαθώντας να ενώσει τις δυνάμεις του μαζί του.
Συγκεντρώθηκαν όσο περισσότερο μπορούσαν, ένωσαν το χτύπο των καρδιών τους και μόλις ακούστηκε η πρώτη φράση της γλιστρίδας, τους επισκέφτηκε ταυτόχρονα σαν υποθαλάσσιος κεραυνός μια πρωτόγνωρη ιδέα.
Η Σουπιά τυλίχτηκε γύρω απ το Βήτα κι έχυσε λίγο μελάνη, ενώ εκείνος που ‘ταν μανούλα στον προσανατολισμό, σήκωσε ένα βότσαλο από χάμω και με τα πλοκάμια της άρχισε να σχεδιάζει ένα χάρτη! Κι όταν τα λόγια της γλιστρίδας στέρεψαν, ο χάρτης είχε τελειώσει κι αυτό ήταν κάτι που χε συμβεί για πρώτη φορά στον κόσμο του βυθού. Συνδυάζοντας τη μελάνι και τα πλοκάμια της Σουπιάς, με την ικανότητα του Ιππόκαμπου στο προσανατολισμό είχαν γεννήσει κάτι νέο… Τον πρώτο χάρτη του βυθού, το πρώτο τους παιδί!
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έκαναν να φτάσουν στην Ποσειδώνια κι όταν πέρασαν το Δυτικό Κοράλι και κοίταξαν, αντίκρισαν εκατοντάδες αγκίστρια με λαβωμένα σκουλήκια, δίχτυα και βατραχανθρώπους να κυκλοφορούν τριγύρω. Τα ψάρια κρύβονταν κυνηγημένα από δω κι από κει. Μονάχα ο στρατός των σμέρνων κυκλοφορούσε ανενόχλητος σ αυτό το χάος.
Η γλιστρίδα τους είχε πει για ένα πέρασμα, σίρριζα στα βράχια και στην άμμο του βυθού, που αν το ακολουθούσαν θα τους έβγαζε στη βασιλική αίθουσα. Δεν μπορούσαν να φανταστούν καλύτερο σχέδιο απ το να αιφνιδιάσουν τον Ποσειδώνα junior και να τον πιάσουν όμηρο. Για αντάλλαγμα θα ζητούσαν να πάρουν μαζί τους στην Ουτοπία, όποιους κατοίκους της Ποσειδώνας το επιθυμούσαν.
Ιππόκαμπος+Σουπιά vs Λευκό Καρχαρία;
Υπήρχε άραγε κάποιος σ ολόκληρο τον κόσμο του βυθού που να τόλμαγε να ποντάρει πάνω τους;!
Ο Ιππόκαμπος συμβουλεύτηκε τον χάρτη, έκανε νόημα στη Σουπιά και θαρρείς ταυτόχρονα μπήκαν στο πέρασμα του βράχου κι αφού σύρθηκαν για αρκετή ώρα έφτασαν μια σπιθαμή απ τη βασιλική αίθουσα. Κοίταξαν μέσα και είδαν το λευκό καρχαρία να χει αποκοιμηθεί στο θρόνο, με το ναργιλέ στο χέρι. Στα πόδια του κοιμόταν επίσης δυο ημίγυμνες καρχαριοπούλες και κανείς φρουρός δεν υπήρχε τριγύρω!
«Πάμε!», είπε αποφασίστηκα ο ιππόκαμπος κι όρμησαν καταπάνω του αλλά τότε ακούστηκε ένα δυνατό τράνταγμα στην πόρτα και μπήκε ο Θεός Ποσειδώνας με τη συνοδεία του!
«Με ζήτησες γι…»,πήγε να πει ο μουσάτος Θεός αλλά αντικρίζοντας τους εισβολείς σήκωσε τη χρυσή τρίαινα του κι ετοιμάστηκε να την εκσφενδονίσει προς το μέρος τους.
Ο Ποσειδώνας junior ξύπνησε απ τη βροντερή φωνή του πατέρα του και δίνοντας ένα τίναγμα πετάχτηκε πάνω! Μες τη βασιλική αίθουσα υπήρχαν πλέον τρεις λευκοί καρχαρίας, κι ένας Θεός με τη συνοδεία του, εναντίον του Ιππόκαμπου και της Σουπιάς που χαν αγκαλιστεί τόσο σφιχτά που νόμιζες πως είχες να κάνεις με ένα θαλάσσιο άλογο με πλοκάμια…
Υπήρχε μόνο μια ελπίδα! (Υπήρχε;) Ίσως αν έχυνε όλο το μελάνι που έκρυβε στο στομάχι της, να θόλωναν τα πάντα και να κατάφερναν να ξεφύγουν έξω απ το παλάτι. Βέβαια εκεί θα τους περίμεναν αγκίστρια, δίχτυα, τρίαινες βατραχανθρώπων… Όλοι περίμεναν από κάποιον άλλο να κάνει την πρώτη κίνηση και τότε ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος σαν έκρηξη ηφαιστείου. Δεκάδες μάτια αντάλλαξαν ματιές, το παλάτι ράγισε, η οροφή άνοιξε σαν κοραλλένιο καρπούζι και οι άκρες δέκα τεράστιων πλοκαμιών εισέβαλαν στην αίθουσα!!
Μα όχι, όχι αυτά που χαν αρπάξει την οροφή δεν ήταν πλοκάμια, ήταν δάχτυλα!
Δάχτυλα;! Μα ένας λευκός καρχαρίας δεν ξεπερνούσε σε μέγεθος ούτε το μικρότερο νύχι τους. Ο Ιππόκαμπος-Σουπιά γύρισε και κοίταξε με μιας τις δυο τεράστιες παλάμες και θυμήθηκε εκείνο που του είχε πει ο γεροκάβουρας:
«…έχεις και συ το βύσμα σου στον Πάνω κόσμο…»
Ο βασιλέας, η συνοδεία του ακόμα και ο Θεός Ποσειδώνας είχαν σαστίσει με τον απρόσκλητο επισκέπτη, είχαν σοκαριστεί κοιτάζοντας έντρομοι εκείνα τα δάχτυλα που βλέπω κι εγώ αυτή τη στιγμή να χτυπούν με τη μανία του Σοπέν τα πλήκτρα του keyboard!
H μια παλάμη χαμήλωσε και πλησίασε τον Ιππόκαμπο-Σουπιά κι εκείνος ακούμπησε μέσα της το χάρτη. Η παλάμη σήκώσε το χάρτη ψηλά, πολύ ψηλά, θαρρείς μπροστά στα μάτια που αυτή τη στιγμή κοιτάνε τα γράμματα που γεννιούνται χορεύοντας πάνω στην οθόνη. Η άλλη παλάμη με μια απότομη κίνηση μάζεψε όλα τα «καλά ψάρια» της Ποσειδώνας στη χούφτα της. Έπειτα χτύπησε με τη γροθιά της το βυθό δυνατά, τα κοραλλιά τραντάχτηκαν, έσπασαν και διασκορπίστηκαν παντού. Κι όταν ακούμπησαν χάμω στο βυθό, σχημάτισαν ένα κοραλλένιο δρόμο, δρόμο ψηφιδωτό. Ο Ιππόκαμπος-Σουπιά χαμογέλασε και ξεκίνησε πρώτος, ενώ από πίσω του ακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι. Ήξεραν ότι το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να ακολουθήσαν τον κοραλλένιο δρόμο για την Ουτοπία, χωρίς να έχουν να φοβηθούν τίποτα. Είχαν για ομπροσθοφυλακή τους τα δέκα δάχτυλα…