Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 15, 2011

Ευθεία ή καμπύλη;


Με λέγανε πατριώτη. Κοροϊδευτικά. Επειδή όταν πήγαινα στην πλατεία έπαιρνα μαζί μου τη γαλανόλευκη που ξέμεινε απ' το ταξίδι στα γήπεδα της Πορτογαλίας όπου είχα πάει να δω την Εθνική. Την ιδέα να κατέβω στην πλατεία Συντάγματος την πέταξε ένας κοντός, που περίμενε μπροστά μου στην ουρά του ΟΑΕΔ. Την ιδέα για το ταξίδι στην Πορτογαλία την είχε ρίξει το πρώην αφεντικό μου.

Λένε πως παράτησε την Cayenne και κυκλοφορεί πλέον με παπάκι. Η τεχνική του εταιρεία χρεοκόπησε και έτσι βρέθηκε άνεργος και μόνος στην πλατεία. Ηταν απίστευτο. Μια κατασκήνωση πολιορκούσε τη Βουλή. Χαρούμενα πρόσωπα και γενικές συνελεύσεις και κιθάρες και μπίρες και συζητήσεις με αγνώστους. Είχα χρόνια να πιάσω κουβέντα με κάποιον άγνωστο, αν εξαιρέσουμε φυσικά τον τύπο στον ΟΑΕΔ που μου άνοιξε τα μάτια.

Την πρώτη φορά που την είδα διάβαζε ακουμπισμένη σ' ένα δέντρο. Είχε κατσαρά μαύρα μαλλιά, τα δόντια της ήταν λίγο αραιά, μα χαμογελούσε κι έλαμπε ο τόπος. Φορούσε ριχτά ρούχα και στα πόδια σαντάλια. Προσπάθησα να δω τον τίτλο του βιβλίου που διάβαζε, σήκωσε το βλέμμα και κοιταχτήκαμε.

"Καλό το βιβλίο;" ρώτησα.

"Κάτι παραπάνω από καλό", αποκρίθηκε.

"Με τι έχει να κάνει;".

"Με διάφορα".

"Οπως;".

"Οπως ότι η ευθεία δεν είναι ο πιο σύντομος δρόμος".

Μου έκανε σίγουρα πλάκα ή ήθελε να με βγάλει τρελό.

"Βλακείες", είπα, "έχω λύσει χιλιάδες ασκήσεις στο γυμνάσιο, το λύκειο, τη σχολή βασισμένες όλες σ' αυτόν τον κανόνα".

"Είσαι απ' αυτούς που έχουν κολλήσει στην εποχή του Νεύτωνα", είπε εκείνη, "ο Αϊνστάιν απέδειξε πως η καμπύλη είναι ο πιο σύντομος δρόμος".

Πού τον θυμήθηκε τον παλιο-Εβραίο, σκέφτηκα, ακούμπησα κάτω τη γαλανόλευκη, κι έκανα υπομονή να ολοκληρώσει.

"Μεγαλώσαμε με βεβαιότητες που αποδεικνύονται ψευδαισθήσεις. Δεν ήσουν σίγουρος μέχρι χθες ότι βάδιζες στον σωστό δρόμο;".

Κατάπια τη γλώσσα μου. Εκείνη χαμογέλασε.

"Ωραία βιβλία διαβάζεις", είπα.

"Ταιριαστά με την εποχή μας", αποκρίθηκε εκείνη.

Δεν ήταν εντυπωσιακή, είχε όμως κάτι που σε κέρδιζε, κάτι γήινο και αιθέριο μαζί. Η Μαρία ήταν ένα αίνιγμα. Οταν τέλειωνε την κάθε της φράση, που ήταν πάντα όμορφη και φιλοσοφημένη, ακολουθούσε το αφοπλιστικό της χαμόγελο, σ' έκανε να χαμογελάσεις αντανακλαστικά. Ηθελα να διαβάσω αυτό το βιβλίο οπωσδήποτε, για πόσο ακόμα θα ζούσα στην εποχή του Νεύτωνα; Πριν όμως προφτάσω να ρωτήσω λεπτομέρειες, ένας μουσάτος τη φώναξε, έβαλε το βιβλίο στην τσάντα της, με χαιρέτησε και χάθηκε στο πλήθος. Από τότε την είδα δυο-τρεις φορές ακόμα στην πλατεία, μα είχε παρέα.

Τα παιδιά στις σκηνές της πλατείας, καλά παιδιά, αλλά στράβωναν όταν με έβλεπαν να κρατώ τη σημαία. Στην αρχή. Γιατί μετά κατάλαβαν ότι δεν είχαν να κάνουν με κανέναν φασίστα. Οχι, φασίστας δεν ήμουν με τίποτα. Το δούλεμα πάντως δεν το γλίτωσα, κι ας ήμουν 1.90 και μπρατσωμένος. Με πρόδιδε, βλέπετε, το πρόσωπό μου. Πρόσωπο αγαθού παιδιού με κορμί παλαιστή. "Πού 'σαι, ρε πατριώτη;" μου φώναζαν από μακριά και έβαζαν τα γέλια. Το έπνιγα μέσα μου, σφιγγόμουν.

Παρ' όλα αυτά, ήθελα να βοηθήσω με τα θέματα της πλατείας, χρόνο είχα άφθονο, άνεργος ήμουν και μόνος, τόσο μόνος που με είχα βαρεθεί. Με είχαν στοιχειώσει εκατοντάδες βράδια, εγώ κι ο εαυτός μου μπροστά στην τηλεόραση. Να τα ξορκίσω γύρευα.

Ετρωγα μόνος, κοιμόμουν μόνος, μιλούσα μόνος, ντρέπομαι τώρα που θα το πω, αλλά είναι αλήθεια, και η αλήθεια να λέγεται, είχα διδακτορικό στον αυνανισμό. Οταν με άγγιζε ανθρώπινο χέρι, νόμιζα πως είχε κακό σκοπό.

Εφευγα απ' την πλατεία και τριγυρνούσα στα γύρω στενά, βόλτα εγώ και η γαλανόλευκη, μόνοι οι δυο μας.

Το σκέφτομαι τώρα, τι κόλλημα κι αυτό με τη σημαία. Παρατηρούσα τις γκρίζες πολυκατοικίες, ένας λαβύρινθος ήταν για μένα η Αθήνα, βρώμικος, άσχημος, αφιλόξενος. Αναζητούσα διέξοδο, η πλατεία βοηθούσε, μα δεν θα μ' έσωζε.

Θυμάμαι τη μέρα που αποφασίσαμε να περικυκλώσουμε τη Βουλή. Στην πλατεία δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές και συνθήματα και πλακάτ και φάσκελα. Εψαχνα με το βλέμμα μου τη Μαρία, πουθενά. Ξαφνικά ακούστηκαν εκρήξεις. Δακρυγόνα, σύννεφα καπνού. Το πλήθος υποχώρησε φοβισμένο, μα δεν παρασύρθηκα απ΄ το στριμωξίδι. Εμεινα εκεί μετέωρος μες στο σύννεφο, εγώ και η γαλανόλευκη, με μάτια να καίνε. Στη σκέψη μου ήρθε η παλιά φωτογραφία του παππού δίπλα στο τζάκι, σημαιοφόρος στο αλβανικό έπος, ήρωας, έπεσε στην πρώτη γραμμή. Δεν το χάρηκε το παράσημο η γιαγιά. Εγώ το χάρηκα.

Απ' τη μια ο κόσμος τρομαγμένος. Απ' την άλλη τα ΜΑΤ ετοιμάζονταν για επίθεση. Ποιος ήταν ο πιο σύντομος δρόμος διαφυγής; Η ευθεία ή η καμπύλη; Ευθείες τα κλομπ. Καμπύλες τα κράνη. Δόθηκε το σύνθημα και οι μπάτσοι όρμησαν, χτυπούσαν όποιον κληρωθεί, η άσφαλτος γέμισε αίμα. Στεκόμουν σοκαρισμένος μες στο πανδαιμόνιο, ακίνητος με τη σημαία στο χέρι. Παρατηρούσα αμέτοχος, λες και ζούσα άλλο ένα βράδυ μπροστά στην τηλεόραση. Ανήκα μόνο στον εαυτό μου. Και στη σημαία μου. Ενας φλώρος με γυαλιά μυωπίας βγήκε απ' τους καπνούς και φώναξε στους μπάτσους "Ντροπή σας!" Τον χτύπησαν άγρια, με μανία, έπεσε, σύρθηκε μπρος μου, τον ποδοπάτησαν.

Τρελάθηκα. Στα χέρια μου η σημαία έγινε λοστός, γύρισα, κοίταξα απειλητικά τους μπάτσους, μα η καπνίλα ήταν ανυπόφορη, τα χημικά δηλητήριο, πνιγόμουν. Και τότε με χτύπησε στο κεφάλι μια αδέσποτη πέτρα.

"Tractatus Magico-Philosophicus, Tractatus Magico-Philosophicus". Πέντε-έξι άτομα βρίσκονταν γύρω από μια φωτιά κι ακουγόταν ψιθυριστά μια μεθυστική ψαλμωδία, μια μόνο φράση, που επαναλαμβανόταν ακατάπαυστα: "Tractatus Magico-Philosophicus, Tractatus Magico-Philosophicus", ξανά και ξανά. Πρέπει να ονειρευόμουν. Τα πρόσωπά τους τα 'χαν βαμμένα λευκά, ήταν κάτι ανάμεσα σε γκέισες και αρχαίους πολεμιστές. Θαρρείς και ο καθένας εκπροσωπούσε τη δικιά του φυλή, κάπνιζαν την πίπα της ειρήνης.

Γύρισαν όλοι μαζί και μου χαμογέλασαν με το χαμόγελο της Μαρίας. Σίγουρα ονειρευόμουν. Είχα χάσει τις αισθήσεις μου και ταξίδευα.

Βρισκόμουν μέσα σε μια ινδιάνικη σκηνή. Σε ρόλο αρχηγού γύρω απ' τη φωτιά, κάποιος με μακριά καστανά μαλλιά, κρατούσε το βιβλίο που διάβαζε η Μαρία. Ηταν συγγραφέας, έτσι είπαν. "Αν σκέφτεσαι μόνο, δεν υπάρχεις", μου είπε ο παράξενος συγγραφέας κι αμέσως συμπλήρωσε: "Σκέφτομαι και αισθάνομαι, άρα υπάρχω". Με πλησίασε και μου έδωσε την πίπα της ειρήνης. Εκλεισα τα μάτια και τράβηξα μια γερή ρουφηξιά, έφτασε ο καπνός στις πατούσες μου. Ζαλίστηκα, χάθηκα στο σκοτάδι, κι επέστρεψα απ' τον κόσμο της φαντασίας πίσω στον κόσμο της πραγματικότητας.

Ανοίγοντας τα μάτια, βρέθηκα μέσα σ' ασθενοφόρο, η σειρήνα του ούρλιαζε. Επιασα το κεφάλι μου, ήταν ματωμένο, ο σφυγμός στα αυτιά μου ταμπούρλο. Εκανα να βρω τη σημαία, μα τίποτα. Οταν λίγη ώρα αργότερα ο γιατρός μπάλωσε με βελόνα και κλωστή το κεφάλι μου και βγήκα στον διάδρομο του νοσοκομείου, είδα μαζεμένα μερικά παιδιά απ' την πλατεία. Χάρηκα, τους πλησίασα, και? ήταν κι εκείνη μαζί. Το κορίτσι με τα λίγο αραιά δόντια μου χαμογέλασε. Κάτασπρη, ταλαιπωρημένη, χτυπημένη. Στο κεφάλι είχε και αυτή μια γάζα. "Παράσημο απ' τους προστάτες των πολιτών", είπαν τα παιδιά. Χάιδεψε το πληγωμένο μου κεφάλι και κάτι σαν ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο μου το κορμί. Ζαλισμένος απ' τα χημικά και το δυνατό χτύπημα, χάθηκα βαθιά μες στα μάτια της κι εκεί είδα ένα καταπράσινο νησί και δέντρα και φωτιά στην ακροθαλασσιά, εγώ κι εκείνη.

Μια εικόνα που ζωντάνεψε τέλη καλοκαιριού. Εκείνο το καλοκαίρι που άλλαξαν όλα, που γνώρισα τη Μαρία, και αποφασίσαμε να φύγουμε απ' την τσιμεντούπολη για την όμορφη Ανάβρα, ψηλά στα βουνά. Οσο μακρύτερα γινόταν απ' τους κανόνες εκείνων που όριζαν μέχρι χθες τη μοίρα μας. Ο δρόμος τους ήταν απάνθρωπος, δεν ήταν για μας. Αργήσαμε πολύ να το καταλάβουμε, να ακολουθήσουμε το ένστικτό μας.

"Σαν ντόμινο απλώνονται οι ρωγμές, αν θέλουν οι ψυχές των ανθρώπων, και το τσιμέντο σβήνει κάτω απ' το πράσινο και οι εξουσίες πέφτουν", είχε πει η Μαρία και από ό,τι φάνηκε, τελικά είχε δίκιο.

Δημοσιεύτηκε στο Έθνος 23/8/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου