Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2011

Οι πρώτες σελίδες από το "Φετίχ" - Βαγγέλης Μπέκας

Έβαλε μία σφαίρα. Γύρισε μανιασμένα το μύλο του περιστρόφου. Τι δουλειά είχε εκείνος με τέτοια παιχνίδια; Μόνο από διαφημιστικά κείμενα ήξερε, ιταλικές σπεσιαλιτέ και μοναχικές περιπλανήσεις.

Έκλεισε τα μάτια· σκοτάδι. Ένα λαχταριστό γυναικείο στήθος ήρθε στη σκέψη του, μια ρώγα μεγάλη, σκληρή. Έβγαλε τη γλώσσα, έγλειψε την κάννη του όπλου, και με μια απότομη κίνηση την έχωσε μες στο στόμα του. Το παγωμένο μεταλλικό αντικείμενο ήταν μακρύ σαν καυλί, δεν έμοιαζε με στήθος. Απέδρασε αηδιασμένος απ’ τη φαντασίωσή του.

Βρισκόταν μπροστά στον υπολογιστή. Δύο το πρωί. Το μπουκάλι με το κρασί είχε τελειώσει. Η κάννη του περιστρόφου παρέμενε βαθιά μες στο στόμα του, έκλεισε τα μάτια πάλι. Ακούμπησε το δάχτυλο στη σκανδάλη και τότε ένα ξαφνικό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα που παραλίγο να τον κάνει να πυροβολήσει. Σφήνα σμπαραλιασμένα μυαλά. Ανοιγόκλεισε τρομαγμένος τα βλέφαρα.
«Ποιος είναι;» φώναξε κι έκρυψε το πιστόλι στο συρτάρι του γραφείου.

Δεν περίμενε κανέναν. Σπάνια κάποιος απ’ τους φίλους του έκανε τον κόπο να τον επισκεφτεί. Σηκώθηκε. Έκλεισε το συναγερμό. Απασφάλισε την τετραπλή κλειδαριά ασφαλείας, κοίταξε απ’ το ματάκι της πόρτας.
Ήταν εκείνη. Με φοβισμένο βλέμμα και μια μυτούλα που έσταζε αίμα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά νευρικά, ασυναίσθητα έξυσε το πιγούνι του, άνοιξε.
«Είσαι καλά, Δανάη;»

Η Δανάη. Το κορίτσι της απέναντι πόρτας. Το κορίτσι με τα τακούνια που σόλαραν κάθε τόσο στο διάδρομο. Τ’ άκουγε, πεταγόταν απ’ τον καναπέ, έτρεχε να μυρίσει το άρωμά της κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας. Κι έπειτα, παρακολουθούσε απ’ το ματάκι τις γάμπες της να απομακρύνονται.
«Μπορώ να περάσω;» ρώτησε εκείνη ψυχρά δαγκώνοντας ασυναίσθητα το σκουλαρίκι που είχε στα χείλη.
Λυγερό κορμί, καστανά μαλλιά, πιασμένα κότσο ψηλά. Αμαζόνα. Η ματιά της ανήσυχη. Μπήκε βιαστικά μέσα δίχως να περιμένει απόκριση και κάθισε στον καναπέ.
«Ματώνει συχνά;» τη ρώτησε ο Παύλος και της πρόσφερε χαρτομάντιλο.
«Καμιά φορά, όταν αγχώνομαι».

Το βλέμμα της γύρισε προς την είσοδο, λες και περίμενε κάτι. Και τότε ακούστηκαν βήματα. Βήματα βαριά. Βήματα ανθρώπων που ήθελαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Ακολούθησε ο μονότονος ήχος ενός κουδουνιού. Μια, δυο, τρεις, κι αμέσως ένα θηριώδες χέρι να χτυπάει την πόρτα του αντικρινού διαμερίσματος. Του δικού της διαμερίσματος.
Η Δανάη σηκώθηκε απ’ τον καναπέ, πλησίασε• ο Παύλος την ακολούθησε. Κόλλησαν στην πόρτα κι έστησαν αυτί. Αισθάνθηκε το μηρό του να φλερτάρει αδέξια με τον δικό της, χαμογέλασε. Μια βροντερή φωνή ακούστηκε αποφασισμένη και τον έκανε να καταπιεί τις πονηρές του σκέψεις.
«Να τη σπάσω;»
«Δεν μπορώ να καταλάβω, πριν από δυο λεπτά που τηλεφώνησα ήταν εδώ», απάντησε μια άλλη φωνή, σχεδόν καρτουνίστικη.
Δυο φωνές τελείως αντίθετες. Η μια βραχνή, αντρίκεια. Η άλλη τσιριχτή.
«Να τη σπάσω; Λέγε», επέμεινε η βραχνή.
«Πάμε, θα ’χει κάνει εκτροπή κλήσης», τσίριξε η άλλη.

Ακούστηκαν βήματα υποχώρησης, και μετά το ασανσέρ να κατεβαίνει. Η Δανάη γύρισε, κοίταξε τον Παύλο ανακουφισμένη.
«Παίζει άλλο κρασί;»
Εκείνος διέκοψε απογοητευμένος το φλερτ των μηρών τους και πήγε στην κουζίνα. Πήρε ένα μπουκάλι, γύρισε πίσω και γέμισε το ποτήρι της. Σκούπισε τη μικροσκοπική σταγόνα αίματος που έσταζε απ’ τη μύτη της και τη ρώτησε:
«Τρέχει κάτι;»
Δεν είχαν μιλήσει περισσότερες από δυο-τρεις φορές, αλλά είχε μόλις χρησιμοποιήσει το σπίτι του για να αποφύγει τους τύπους. Είχε δικαίωμα να μάθει.
«Τίποτα σοβαρό», αποκρίθηκε η Δανάη και ήπιε μια γενναία γουλιά κρασί. «Απλάαα... αύριο φεύγω ταξίδι και θέλω να σου ζητήσω μια χάρη».
«Έχει να κάνει με τους τύπους;»
Η Δανάη προσπέρασε την ερώτηση.
«Θα λείψω δύο μέρες και ο Τζιμ, ο Τζίμυ και η Τζάνις, τα ψαράκια μου, έχουν συνηθίσει να τρώνε του σκασμού. Μπορείς να τα ταΐζεις για όσο θα βρίσκομαι μακριά τους;»
«Μήπως... μήπως το ταξίδι έχει να κάνει με τους τύπους που ήρθαν πριν από λίγο;» επέμεινε ο Παύλος προσπαθώντας να πνίξει τη λαχτάρα του να μπει στο σπίτι της. Το φαντασιωνόταν ώς τα άγια των αγίων του αισθησιασμού και ανατρίχιαζε.
«Ποιους τύπους;» πέταξε πίσω την ερώτηση η Δανάη και κατέβασε μονοκοπανιά όσο κρασί είχε απομείνει στο ποτήρι της, κάνοντάς του νόημα να ξαναγεμίσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου