Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2011

Τα σκοτάδια


Έχω σταματήσει να βλέπω τη μάνα μου στα σκοτάδια. Πάει πάνω από μήνας που την είδα τελευταία φορά, σας λέω είμαι πλέον καλά, βλέπω μονάχα έναν τύπο με φθαρμένο γκρι σακάκι να με παρακολουθεί κρυμμένος στις γωνιές του δρόμου, λεπτός, αρρωστιάρης, τα μάγουλά του μαζεμένα μες στο στόμα του, μασάει και τα δαγκώνει. Θα ’χει μάθει για τα περασμένα μεγαλεία, ο ηλίθιος, θα ’χει βάλει στο μάτι την περιουσία που σκόρπισα στα μπαρ και τις πουτάνες. Ωραίες οι πουτάνες, αλλά και το ουισκάκι, α, όλα κι όλα, το άγιο ουισκάκι, το φόρτωσαν βέβαια φόρους, στο διάολο το ουίσκι, στο διάολο ρε, ζήτω η ρετσίνα, ζήτω η Ελλάδα!

Πριν μέρες, που κατέβηκα στο κέντρο και στήθηκα στην ουρά για το συσσίτιο, τον είδα πάλι, στεκόταν μπάστακας, επτά-οκτώ ζήτουλες πίσω από μένα. Τον μαλάκα. Δεν έχει προσέξει τις τρύπιες μπότες μου, το παλιό παλτό που φοράω, πώς είναι δυνατόν να κρύβω μέσα στο σπίτι λεφτά, στο συσσίτιο γιατί έρχομαι, για να βγάλω γκόμενες με σάπια δόντια; Τρελός είναι, θεόμουρλος, δεν σας έτυχε ποτέ να σας παρακολουθεί κάποιος που ’χει χάσει τα λογικά του; Τον κοίταζα κι απέφευγε το βλέμμα μου, έσκυβε δήθεν για να δέσει τα κορδόνια του, ο διεστραμμένος, ο σιχαμένος, ο ασβός.
Νομίζει πως στο σπίτι έχω ακόμα πράγματα αξίας, σε γελάσανε φιλαράκο, τα πούλησα όλα όταν ξέμεινα, εδώ κι αρκετό καιρό, τα έπιπλα, την τηλεόραση, το παλιό πικάπ, το κρεβάτι, τα πάντα... Έπειτα άρχισα να πουλάω και τα βιβλία.

Στο σπίτι μου έχουν απομείνει μόνο βιβλία, εκατοντάδες, χιλιάδες παλιά βιβλία της μάνας μου, ένα στρώμα και μια κουβέρτα. Είχε εμμονή με τα βιβλία η μάνα μου, ήθελε να με κάνει ακαδημαϊκό της λογοτεχνίας, να διδάσκω σε πανεπιστημιακές αίθουσες, να γίνω σπουδαίος, μεγάλος και τρανός, βέβαια, θα προτιμούσε να γίνω συγγραφέας, αλλά από μικρός φάνηκε πως δεν είχα αρκετό ταλέντο, έτσι έκρινε η μάνα μου. Γιατί η μάνα μου δεν ήθελε να γίνω ένας τυχαίος συγγραφέας, ήθελε να γίνω μεγάλος συγγραφέας, σαν τους Ρώσους κλασικούς που λάτρευε από μικρή.

Αυτή με πήρε στο λαιμό της, να ξεκινήσω το διδακτορικό για τους μεγάλους Ρώσους, «θα σε στηρίξω οικονομικά εγώ», μου ’πε, αλλά η παλιοαρρώστια την ξέκανε σε ένα τρίμηνο. Παράτησα αμέσως το διδακτορικό, είχα σκυλοβαρεθεί εδώ και καιρό. Αχ μάνα, μ’ άφησες μόνο κι έφυγες, μ’ άφησες μόνο με τα βιβλία και τις πουτάνες, αλλά και οι πουτάνες έφυγαν, τα παλιοπούτανα, έμεινε μόνο η ρετσίνα, χεχέ…

Έχω σταματήσει να βλέπω τη μάνα μου στα σκοτάδια.

Από τότε που ξεκίνησα να πουλάω τα βιβλία της συλλογής της, πρέπει να ’ταν πάνω από πέντε χιλιάδες βιβλία, κι έχω πουλήσει ήδη τα μισά. Είχα αποφασίσει να μην πουλήσω κανέναν Ρώσο, τους είχε μεγάλη αδυναμία η μάνα μου, μα γρήγορα κατάλαβα ότι οι κλασικοί αξίζουν πολλά, ξέρετε πόσο πιάνει Το έγκλημα και τιμωρία; Όσο ένα μπουκάλι ρετσίνα. Και η ρετσίνα με κάνει και βλέπω τα πράγματα καθαρά, ενώ τα χιλιάδες βιβλία μες στο σπίτι δημιουργούν απίστευτες κρυψώνες για τους δαίμονες.

Προχτές είδα πάλι εκείνον τον ξερακιανό να με παρακολουθεί, έκανε τον αδιάφορο, μα ξαφνικά με πλησίασε σαν άνεμος, κρύφτηκε στη σκιά μου, κι όταν άνοιξα την πόρτα του σπιτιού, πέρασε σβέλτα πίσω απ’ την πλάτη μου, και χάθηκε πίσω από τους σωρούς των βιβλίων...

Έχω σταματήσει να βλέπω τη μάνα μου στα σκοτάδια.

Το βράδυ όμως που ξυπνώ, ακούω ψιθύρους μες στο σπίτι, ακούω τον ξερακιανό τύπο να μιλά με μια γριά, ρώσικα, ναι, ρώσικα είν’ αυτά, ορμάω με ουρλιαχτά, προσπαθώ να τους ξετρυπώσω, μα τίποτα, είναι σβέλτοι σαν σκιές, κρύβονται στα σκοτάδια.

Συνωμοτούν εναντίον μου, το αισθάνομαι, κινδυνεύω. Μάζεψα βιβλία κι έφτιαξα φρούριο γύρω απ’ το στρώμα μου, στην μπότα μου έχω μόνιμα περασμένο το παλιό σκουριασμένο τραπεζομάχαιρο, μου τρώει τον αστράγαλο, μούσκεψα στο αίμα, αλλά δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, σας λέω, κινδυνεύω.

Ο τύπος και η γριά αναμασούν ρώσικες προσευχές και τριγυρνούν μες στο σπίτι ανάμεσα στις σκιές των βιβλίων. Ήταν εχθροί, μα τώρα, τώρα είναι ολοφάνερο, αποφάσισαν να συνωμοτήσουν εναντίον μου, αναζητούν εκδίκηση, αναζητούν τιμωρία, δεν έκανα και κανένα έγκλημα, ρε μάνα, είναι έγκλημα να πουλήσεις ένα βιβλίο για ένα μπουκάλι κρασί, το κρασί ευφραίνει καρδία... το βιβλίο.... το βιβλίο... όχι, όχι δεν είναι έγκλημα που αξίζει τέτοια τιμωρία.

Eχω να κλείσω μάτι από χτες και στην τουαλέτα έχω σταματήσει να πηγαίνω, τα κάνω εδώ, δίπλα στο στρώμα μου, δικά μου σκατά είναι, τα χρησιμοποιώ για λάσπη και μεζέ για τη ρετσίνα, χεχέ, κολλάω τα βιβλία σαν τούβλα, το κάστρο μου πρέπει να είναι γερό, και τα σκατά κολλάνε εξαιρετικά· καφέ μυρωδάτο τσιμέντο.
Το μάτι του Ρώσου γυαλίζει, μάνα, έχεις δει, μανούλα, πώς χειρίζονται αυτά τα ρεμάλια τη φαλτσέτα; Παραφυλά πίσω από τις στοίβες των βιβλίων, θέλει να με πιάσει κοιμισμένο και να μου κόψει το λαρύγγι στα δυο.
Αλλά δεν θα σου κάνω το χατίρι να κοιμηθώ, μουνόπανο!

Αχ, μάνα, τι το ’θελα να πουλήσω το Έγκλημα και Τιμωρία, τόσα βιβλία, αυτό βρήκα, το αγαπημένο σου, το βιβλίο που διάβαζες ξανά και ξανά τις τελευταίες μέρες στο νοσοκομείο, κι έπειτα όταν τα μάτια σου έλειωσαν, το πρόσωπό σου έγινε ζάρες και κόκαλα, μου ζήτησες να σου το διαβάζω εγώ, ναι εγώ, εγώ, ξανά και ξανά από την αρχή, φορές αμέτρητες, ώσπου να ξεψυχήσεις, μανούλα, κι από τότε οι σκιές πύκνωσαν γύρω μου, οι ψίθυροι δυνάμωσαν και το κρύο ήρθε και με βρήκε, τουρτουρίζω, μάνα, τρέμω… Μ’ ακούς καριόλη, θα σου μπήξω το μαχαίρι στ’ αρχίδια, θα σε σκίσω, θέλω να σε δω να τραντάζεσαι, να πεθαίνεις, καριόλη, θα σου ξεριζώσω τη γλώσσα, τα αυτιά, θα σου βγάλω τα μάτια.

Ακούστε, ακούστε τη γριά, φωνάζει: «Όρμα, Ρασκόλνικοφ!»
Σκάσε, μπαμπόγρια, θα σου ξεριζώσω τα βυζιά!
Κρατώ τραπεζομάχαιρο.
Σκοπεύω να την κάνω από δω…
Αλίμονο αν με σταματήσει κανείς στα σκοτάδια.



Κυκλοφόρησε στη συλλογή διηγηματων "Ιστορίες Βιβλίων" (εκδ. Κaστανιώτη). Το σχέδιο που κοσμεί την ιστορία είναι του Φίλιππου Παπανικολάου

5 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Διαμάντι...με αρετές θεατρικού μονολόγου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τα συγχαρητήριά μου. Το έχω διαβάσει τουλάχιστον πέντε φορές από προχτές που το ανακάλυψα. Τόσο ζωντανό που πονάει.
    Πραγματικά εκπληκτικό κείμενο.
    Ήθελα απλά να σας το πω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μάι μαν, πολύ καλό ποστ, χαίρομαι που σε ξαναβρίσκω. Αν και η πραγματικότητα μάλλον σε έχει ξεπεράσει.
    Το λέω επειδή αποπειράθηκα πρόσφατα να πουλήσω βιβλία... και ξέρεις... δεν πιάνουν μια πια.
    Όποιος το σκέφτεται, καλύτερα να τα δωρίσει σε καμία δανειστική βιβλιοθήκη ή σε καμία φυλακή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή