Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2009

Το ουρλιαχτό του Δεκέμβρη

Θυμάμαι ξύπνησα απ’ το θυροτηλέφωνο. Το μεθυσμένο μου κεφάλι κουδούνισε μαζί με την επίμονη διάθεση του επισκέπτη. Ήταν πρωί Κυριακής. Η κυρία με το χαμηλωμένο βλέμμα θα μου καθάριζε το σπίτι.
Εκείνη μου το είπε.
Ενώ εγώ μπεκρόπινα σε κάποιο μπαρ του κέντρου, κάποιος μπάτσος είχε σκοτώσει ένα δεκαπεντάχρονο παιδί με μια σφαίρα στην καρδιά, μερικά στενά πιο πέρα.
Από τη μια στιγμή στην άλλη, τέρμα η ζωή. Σκοτάδι...
Βούρκωσα. Βγήκα στο μπαλκόνι.
Ο ουρανός απέραντος, καταγάλανος, μα η ψυχή μου είχε γεμίσει φουγάρα και μαύρη αιθάλη και εργοστάσια κι ένα τάνκς που γκρέμιζε την πύλη του Πολυτεχνείου και χιλιάδες σηκωμένες γροθιές.
Τα δάκρυα ήρθαν πάλι.
Μπήκα στον πειρασμό να ανοίξω την τηλεόραση. Η Ερμού είχε πυρποληθεί. Χάος. Πήρα το κινητό και τηλεφώνησα στους φίλους. Σε λίγες ώρες ξεκίναγε πορεία. Ποιος την κάλεσε άραγε; Οι μπαχαλάκηδες, οι κοκκινόμαυροι ή κόκκινοι μήπως; Για τους ανθρώπους με τα ακριβά κουστούμια που φιγουράρουν στο γυαλί, έτσι κι αλλιώς, όλοι το ίδιο είναι. Επικίνδυνοι...
Λίγες ώρες αργότερα όταν επισκέφτηκα την Ερμού δεν έδειχνε να ναι το ίδιο πληγωμένη. Η TV μεγεθύνει.
Την πορεία δεν την αντάμωσα. Ίσως γιατί φοβήθηκα τους μαύρους. Όχι τους ίδιους φυσικά. Από τους ίδιους τι θα μπορούσα να φοβηθώ; Το γεγονός, όμως ότι τραβάνε τους μπάτσους σαν μαγνήτης είναι πολύ επικίνδυνο για καθένα που δεν έχει βαρβαρική καταγωγή.
Tο βράδυ στις ειδήσεις η Αλεξάνδρας θύμιζε Γένοβα. Στον ύπνο μου είδα κοκκινόμαυρους εφιάλτες. Οι ώρες πέρασαν σαν μια στιγμή στον κόσμο του Μορφέα, ξημέρωσε Δευτέρα και πήγα στη δουλειά. Κάθισα στην καρέκλα του γραφείου μου, λες και ήμουν θανατοποινίτης κι όπου να ‘ταν θα μου περνούσαν τα καλώδια, θα κατέβαζαν το μοχλό.
Το κάλεσμα για την πορεία της Δευτέρας αυτή τη φορά ήταν γενικό. Φεύγοντας από τη δουλειά άκουγα στο ραδιόφωνο τους ανταποκριτές. Μας έλεγαν να μην φοβόμαστε. Μας καλούσαν να πάμε στην πορεία. «Είμαστε πολλοί συγκεντρωμένοι», λέγανε, «χιλιάδες!» Φυσικά δεν είχα πει σε κανέναν στη δουλειά πού θα πήγαινα. Οι εποχές έχουν αλλάξει.
Όταν έφτασα στην Ομόνοια είχε σκοτεινιάσει. Βγαίνοντας από τον ηλεκτρικό, άκουσα το πλήθος, εκρήξεις, είδα ανθρώπους να τρέχουν να ξεφύγουν από κάτι που δεν έβλεπα. Έψαξα τους συντρόφους μέσα στο χάος και τελικά τους βρήκα.
Μπήκα κι εγώ στο μπλοκ, ενώ ανέβαινε τη Σταδίου με κατεύθυνση προς το Σύνταγμα. Ήμασταν δεκάδες χιλιάδες.
Θλίψη, οργή, συνωστισμός, σκοτάδι, ο αέρας μύριζε χημικά.
Και τότε ξεκίνησε ο πόλεμος.
Ήρθε ξαφνικά λες κι ο ηχολήπτης είχε μόλις βάλει άγαρμπα το βύσμα στην πρίζα και η συναυλία με διεστραμμένη noise music μόλις ξεκινούσε. Εκατοντάδες μεταλλικά χτυπήματα, σπασίματα, τζαμαρίες να καταρρέουν. Ήμουν στριμωγμένος από τρομαγμένες φάτσες. Δεν μπορούσα να δω καθαρά. Αισθανόμουν ένα σμήνος από εκατοντάδες μαύρες σφήκες να κινείται παράλληλα του κεντρικού ποταμού της πορείας και να επιτίθενται στα πάντα κάνοντας τρομερό θόρυβο.
Οι μπάτσοι άφαντοι, παραμόνευαν κάπου.
Τα χημικά που γέμισαν ξαφνικά την ατμόσφαιρα έκαναν τον τρόμο μέσα μας να θεριέψει. Γύρω μας τζαμαρίες διαλύονταν και παρά το συγχρονισμένο χιουχάρισμα του πλήθους προς τους μπάχαλους, ακολουθούσαν μολότοφ, κτίρια να καίγονται και αναρωτιόσουν αν έστω είχε ξεμείνει μέσα κάποιος από την βραδινή βάρδια... Στη σκέψη μου ήρθαν σκηνές από τις ειδήσεις της επόμενης μέρας, με κορμιά καρβουνιασμένα.
Η συγχορδία των εκκωφαντικών θορύβων και οι φωτιές συνέχιζαν με μεγαλύτερη ένταση. Εκλιπαρούσαμε κάποιον να πατήσει το pause για να αποδράσουμε από τον εφιάλτη. Κάποιος σύντροφος είδε ένα κουκουλοφόρο να σπάει ένα φαρμακείο κι αμέσως μετά να κάνει συλλήψεις.
Ήμασταν στριμωγμένοι, πατούσαμε ο ένας τον άλλο, κρατιόμασταν να μην ποδοπατηθούμε και τότε, τότε μας επιτέθηκαν οι μπάτσοι.
Όχι σε αυτούς που μιμούνταν τον Νέρωνα. Σε αυτούς έδωσαν χέρι βοηθείας...
Σε εμάς επιτέθηκαν. Σε μας που βαδίζαμε ο ένας δίπλα στον άλλο, ρομαντικοί ηλίθιοι μες στο χάος.

Οι επόμενες μέρες ήρθαν με πορείες και καταλήψεις παντού, σε όλη την Ελλάδα και συναυλίες στα προπύλαια και νέα μπάχαλα και άγρια καταστολή, πυροβολισμούς και μουσικές και συνθήματα στους τοίχους, στένσιλ, χρώματα.
Και όταν μπήκα στην κατάληψη της Λυρικής Σκηνής, μύρισα το Μάη...
Ο χρόνος κύλησε, οι παρουσιαστές των ειδήσεων έκαναν τη δουλειά τους, βοήθησε και η συντρόφισσα Αλέκα, και οι σύντροφοι ανανεωτικοί έβαλαν το χεράκι τους όσο έπρεπε.
Κι έτσι κάπως όλο και περισσότεροι τα έβαλαν μαζί μας.
Όχι μόνο με του μπαχαλάκηδες και τους προβοκάτορες. Με όλους όσοι βγήκαν στους δρόμους.
Μέχρι τώρα κάναμε ότι ακριβώς μας έλεγαν σπουδές, γλώσσες, μεταπτυχιακά, υπομονή, κυρίως υπομονή κι οδηγηθήκαμε σε ταπεινωτικό αδιέξοδο.
Και αυτοί σε αντάλλαγμα ποινικοποίησαν το ουρλιαχτό μας.
Οι πορείες των νέων που περικύκλωναν τα αστυνομικά τμήματα έγιναν πορείες ταραξιών κι ας μην συνέβαινε κάτι εκτός νόμου.
Μας διέταξαν λοιπόν να μείνουμε ήσυχοι, στα αυγά μας.
Μπορεί τα πράγματα να μην πήγαινα καλά, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι είχαμε το δικαίωμα να σηκώσουμε κεφάλι.
Για τους μπαχαλάκηδες, όποιοι κι αν είναι αυτοί, τι να πω. Οι ενέργειές τους, βούτυρο στο ψωμί των εξουσιαστών μας.
Η τυφλή βία, δυναμώνει τον εχθρό και γεμίζει το μυαλό του μικροαστού με σκατά.
Όσο για τους άλλους. Που μας έβρισαν. Και μας είπαν αλήτες.
Έχω να πω πως ήμασταν πολλοί.
Δεκάδες χιλιάδες αγανακτισμένοι νέοι.
Μπροστά μας οι μπάχαλοι ήταν ελάχιστοι.
Και οι μπάτσοι ακόμα πιο λίγοι.
Ήμασταν εκεί.
Και δεν ακουμπήσαμε τίποτα.
Μονάχα ουρλιάξαμε.
Και κλάψαμε.
Όχι για μια χαμένη ζωή.
Αλλά για χιλιάδες...


Vita Mi Barouak

6 σχόλια:

  1. Μίλησες με τον πιο αληθινό τρόπο.
    Του ανθρώπου που ήταν (είναι) παρών.

    Η αλήθεια τελικά παίρνει το πρόσωπο του κάθε αφηγητή κι εγώ πιστεύω στη δική σου (σας).

    Καλημέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Βαγγέλη, πώς μπορεί κανείς να ξεχάσει τις μέρες αυτές και το φόβο που ξεπεράσαμε για να κατέβουμε στο δρόμο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @Βάσσια
    Από τη μια έχουμε τους μπάχαλους και από την άλλη έχουμε τους μπάτσους.
    Και οι δύο απειλούν, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, το δικαίωμά μας να διαδηλώσουμε ελευθέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @ Ρενάτα
    Ο φόβος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός. Πρέπει να νικηθεί στις μικρές και στις μεγάλες μάχες της ζωής μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Χωρίς να επικροτώ τη βία και τις αυθαιρεσίες, προσπαθώ να καταλάβω τα κίνητρα των νέων τούτων. Κίνητρα που τους μεταλαμπάδευσε μια άγρια κανιβαλιστική κοινωνία, μια κοινωνία που βιωματικά διδάσκει τη βία και την απάτη. Αυτά τα παιδιά αντιδρούν -ακόμα δε βρήκαν τον τρόπο τους-, χωρίς να ξέρουν πώς. Φταίμε κι εμείς, το αστικό στρες, το κομφορμιστικό, αντιδημιουργικό και στείρο σχολείο μας, οι γονείς και τόσοι ακόμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή