Ήταν μια φορά κι ένα καιρό ένας αξιοπρόσεκτος χασικλής και σεβάσμιος πότης.
Τα χρόνια πέρασαν όμως κι αποφάσισε να βάλει τα ρούχα του αλλιώς, έκοψε μακριά μαλλιά, τσιγάρο, καταχρήσεις και φόρεσε δεκάδες πρέπει. Τώρα πια, φίλοι και γνωστοί τον φωνάζουν λαθροντουμάνια γιατί μπορεί να μην βάζει ούτε βιομηχανικό τσιγάρο στο στόμα του, στο σέρτικο ντουμάνι όμως δεν λέει ποτέ όχι.
Μια φορά στο τόσο τον επισκέπτεται ένα φίλος απ τα παλιά. Εκείνη την μέρα ξεκίνησαν να πίνουν ημίγλυκο στις 9 και στις 11 που τέλειωσαν το ενάμιση λίτρο Μελίρυτο, πετάχτηκαν σε μια κάβα και πήραν ένα μπουκάλι ουίσκι που στις 2 ακριβώς στέρεψε.
Ήταν Σάββατο βράδυ και το μπαράκι της ακολασίας ήταν κοντά. Χρειάζονταν μερικές ακόμα μπύρες και άλλα τόσα θηλυκά βλέμματα, οπότε αποφάσισαν εκστρατεία χωρίς να πάρουν χρησμό απ την πυθία.
Έπειτα από 74 βήματα, άκουσαν ροκ μουσική, έσπρωξαν τη βαριά πόρτα και εισέβαλαν σαν λέοντες απ το κλουβί στην πίστα του τσίρκου. Ο λαθροντουμάνιας άραξε στο μπαρ και θυμήθηκε τα νιάτα του, τότε που ‘ταν φτυστός ο Billy Eliot. Πίσω του ακριβώς μια Λολίτα τριβόταν πάνω στον πισινό του κι εκείνος έσκυβε κάθε τόσο κι ακουμπούσε την υγρή του γλώσσα στο αυτί της, ψιθυρίζοντας της ανοησίες που την έκαναν να χαμογελά.
Κι ενώ το σκηνικό εξελισσόταν κάπως έτσι είδε το φίλο του που φορούσε πύρινο βλέμμα, να αρπάζει ένα-ένα τα πανωφόρια των θαμώνων που ταν ριγμένα πάνω στα σκαμπό και να τα εκτοξεύει στην πίστα με τους ατσούμπαλους χορευτές. Ο λαθροντουμάνιας έμεινε προσωρινά ανέκφραστος και σοκαρισμένος, μόλις όμως τον είδε να αρπάζει και το δικό του πανωφόρι και να το πετά σαν τη Σακοράφα, τρελάθηκε!
Τον πλησίασε, τον ρώτησε με το καλό που χε πετάξει το μπουφάν του αλλά ο φίλος ήταν εκστασιασμένος και δεν έπαιρνε κουβέντα.
«Βρε μαλάκα Λαθροντουμάνια! Μου έκλεψαν το μπουφάν μου!», ούρλιαξε και συνέχιζε να κινείτε σβέλτα και να εκσφενδονίζει οποιοδήποτε μπουφάν έβρισκε στο διάβα του. Προσπάθησε ο λαθροντουμάνιας να τον κάνει καλά αλλά ήταν αδύνατο. Είχε να κάνει με ένα μεθυσμένο ταύρο. Του άρπαξε λοιπόν τα αμελέτητα με όλη του τη δύναμη και του τα σύνθλιψε μες την παλάμη του, προσπαθώντας να τον συνεφέρει, χωρίς να τους πάρει είδηση κανείς, χωρίς να πέσει ξύλο. Μαλακία έκανε! Γιατί ο φίλος απ τα παλιά σήκωσε τα χέρια με τα άκοπα νύχια του, τον άρπαξε απ τον λαιμό και τον ξέσκισε…
Για την ιστορία αναφέρω ότι το μπουφάν, που του χαν «κλέψει» το χε ξεχάσει ένα σκαμπό πιο πέρα…
Την επομένη το πρωί πήγαν βόλτα στην Ακρόπολη, όπου ο Λαθροντουμάνιας τράβηξε το πιο γαμάτο μονοπλάνο της μέχρι τώρα ζωής του κι έπειτα έριξαν άγκυρα σε ένα μεζεδοπωλείο για μεσημεριανό φαγητό.
Ο Λαθροντουμάνιας, ζεστάθηκε, έβγαλε το ζιβάγκο που έκρυβε τον ξεσκισμένο λαιμό του και τότε έσπασε ο διάολος το ποδάρι του κι εμφανίστηκε η κολλητή της!
Ο λαθροντουμάνιας με τις αγιογραφίες στο λαιμό το έπαιξε κύριος με το σεις και το σας κι όταν εκείνη έφυγε, είπε στο φίλο του που εκείνη ην ώρα έμοιαζε με τζάνκυ.
«Από τότε που έγραψα το ποστ, για κείνη, είχα ένα έντονο προαίσθημα ότι θα την πετύχαινα. Τελικά πέτυχα την κολλητή της. Θα της δώσει κανονική αναφορά…»
«Μην ανησυχείς… Θα της πει πως σε ξέσκισε καμιά γκόμενα πάνω στο γαμήσι…», του ‘πε ο φίλος απ τα παλιά και μάλλον είχε δίκιο.
Δυο μέρες αργότερα πέτυχε κι εκείνη σε κάποιο μπαρ κι όταν πλησίασε μια σπιθαμή απ το βλέμμα της αισθάνθηκε σαν μην είχε κάνει έρωτα μαζί της ποτέ!