
Στεκόταν μπροστά στην τηλεόραση για ώρες. Μαύρα ρούχα, μαντήλι, πλεξούδες στα μαλλιά. Εκείνη που ανεβοκατέβαινε χωρίς ανάσα απ’ τα βουνά του Σουλίου στον κάμπο του ποταμού Αχέροντα, τώρα βρίσκονταν ανήμπορη στο κρεβάτι, περιμένοντας να δει τον εγγονό στο γυαλί. Τον εγγονό που δούλευε στην TV. Εκείνον που χε το όνομα του άντρα της, τον οποίο έχασε τη δεύτερη φορά που τον έστειλαν εξορία.
Εκείνος, όμως, δεν έλεγε να φανεί. Πως μπορούσε να φανταστεί η γιαγιά, ότι τα τηλεοπτικά κανάλια είναι εργοστάσια νέου τύπου. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι αφανείς, έχουν λογαριασμούς που τρέχουν, φόβο ανεργίας κι ενοχές.
Μεταμοντέρνο Προλεταριάτο...
Λίγους μήνες αργότερα ήταν να παντρευτεί ένα άλλο της αγγόνι. Μια βραδιά πριν απ το χορό του Ησαία, η γιαγιά πήρε μια σημαντική απόφαση. Πολύ σημαντική απόφαση. Αποφάσισε να πάει να βρει τον άντρα της στον άλλο κόσμο.
Η οικογένεια σοκαρίστηκε. Τα χαμόγελα ξεκρεμάστηκαν. Ξημέρωνε γάμος.
Θυμάμαι που πήγα και την είδα στο νεκροτομείο. Έκανε ψύχρα. Φίλησα το παγωμένο της μέτωπο και την κλείσαμε στο ψυγείο. Είχε προτεραιότητα η ζωή...
Στο "γλέντι" δεν χόρεψε κανείς. Το ψητό που βάζαμε στο στόμα μας ήταν θαρρείς παγωμένο απ’ το ίδιο ψυγείο.
Την επομένη του γάμου, έγινε η κηδεία. Οι ίδιοι άνθρωποι που την προηγούμενη πετούσαν ρύζι, σε λίγο θα πέταγαν χώμα για το στερνό «γεια». Όταν έσκυψα μες στην εκκλησία και της φίλησα το μέτωπο, της ψιθύρισα δακρυσμένος: «Το βιβλίο που θα βγάλω, αφιερωμένο»
Κι έτσι κάπως
Για τελείως διαφορετικούς λόγους
Δυο γενιές
Στάθηκαν μαζί στο ίδιο βάθρο
Και σχηματίστηκε ένα μεταμοντέρνο πλεξιγκλάς.
Στη γενιά των 700 €
Και στη γιαγιά Λέξω
Vita Mi Barouak