Μαθαίνοντας ότι κατάγομαι από ένα ορφανό που έχασε τους γονείς του στη σφαγή των Σουλιωτών στο Ζάλογγο, ήταν αναπόφευκτο κάποια στιγμή να γράψω ένα μυθιστόρημα για το Σούλι. Είναι που ο Καζαντζάκης έγραψε τον Καπετάν Μιχάλη του και είπε λόγια με βάθος στην Αναφορά στον Γκρέκο. Είναι που, αν δε σκάψεις μέσα σου, αν δε βρεις τις ρίζες, ποτέ δε θα μάθεις ποιος στ’ αλήθεια είσαι. Ως άνθρωπος. Και ως γένος. Κι αν δεν ξέρεις ποιος στ’ αλήθεια είσαι, χάνεσαι στη δίνη της εποχής. Όπως και η χώρα.
Όμως το Μαύρο φυλαχτό δεν είναι ιστορικό εγχειρίδιο, ούτε αυτοβιογραφικό κείμενο. Είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Και μόλις διάβασα στο διδακτορικό της Β. Ψιμούλη για τους Σουλιώτες πως όταν κάποιος σκότωνε γυναίκα στο Σούλι, όφειλες για εκδίκηση να σκοτώσεις τέσσερις άντρες από τη φάρα του φονιά, συγκλονίστηκα.
Η συνειδητοποίηση ότι η γυναίκα ήταν κάτι ιερό για τους Σουλιώτες με συντάραξε. Δεν ήταν μόνο το Ζάλογγο και τα πελώρια αγάλματα στην κορυφή του βουνού που από μικρός θαύμαζα. Όταν μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, στα Γιάννενα, τα χαρέμια ήταν γεμάτα σκλαβωμένες χανούμισσες, οι γυναίκες στο Σούλι θεωρούνταν πολύ σημαντικές. Συχνά εκπροσωπούσαν τις φάρες όταν είχαν διαφορές και η ξακουστή Τζαβέλαινα με τις υπόλοιπες γυναίκες του Σουλίου πρωτοστάτησαν στη νίκη των Σουλιωτών τη δεύτερη φορά που τους επιτέθηκε ο Αλή πασάς. Θα έγραφα, λοιπόν, για τις γυναίκες που έγραψαν Ιστορία.
Κι επειδή το κουσούρι της αστυνομικής πλοκής το είχα από τα πρώτα μου μυθιστορήματα –επηρεασμένος όμως πολύ περισσότερο από τον Σοφοκλή και τον Σαίξπηρ απ’ ό,τι από τον αστυνόμο Μπέκα– αμέσως κατάλαβα ότι η ιδιαιτερότητα της σουλιώτικης βεντέτας θα μου έδινε πλούσια πλοκή. Θα έγραφα λοιπόν ένα ιστορικό μυθιστόρημα με αφηγηματικό κορμό θρίλερ μυστηρίου. Ακολουθώντας τον δρόμο του Ουμπέρτο Έκο και του Πάτρικ Ζίσκιντ.
Στην έρευνα που ακολούθησε, έμαθα επίσης ότι εκείνος που έγραψε το βιβλίο από το οποίο αντλούμε τις περισσότερες πληροφορίες για τους Σουλιώτες ήταν ο Χριστόφορος Περραιβός. Ο τελευταίος Έλληνας που είδε ζωντανό τον Ρήγα Φεραίο. Και κάπως έτσι το παζλ έδεσε ολότελα. Οι ιδέες του Ρήγα και οι Σουλιώτες ήταν κοντά· από εκείνους σκόπευε να ξεκινήσει την επανάσταση του γένους.
Βενετοκρατούμενα Επτάνησα και Πάργα και Πρέβεζα, οι Γάλλοι επαναστάτες φτάνουν με νέες ιδέες και ιδανικά, ενώ λίγο πιο κει τα Γιάννενα των Οθωμανών και το ελεύθερο Σούλι. Όχι, δεν ήταν απλώς ο πόλεμος ενός πασά με κάποιους ληστές. Ήταν μια κοσμογονία.
Ο Βοναπάρτης βάζει φωτιά στα φουστάνια των γαλαζοαίματων της Ευρώπης, οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης εφαρμόζονται στην Κέρκυρα, κι εγώ θα έγραφα την ιστορία του Μάρκου. Θα έγραφα για εκείνον, τον αθώο άνθρωπο σε φοβερές εποχές, που η ευστροφία και η μουσική τον γλιτώνουν από τα δεινά, αλλά ως πότε. Που του παίρνει τα μυαλά ο έρωτας για μια όμορφη Κερκυραία και το χρέος της δολοφονημένης αδερφής τον κατατρέχει. Και τότε ξεσπά ο τελευταίος πόλεμος με τον Αλή πασά.
Δέκα χρόνια από τη ζωή του Μάρκου, ντελικάτου εραστή και μουσικάντη. Κάλπικος Σουλιώτης σε ηρωικές εποχές. Τότε που ιδρύθηκε και το πρώτο ελληνικό κρατίδιο έπειτα από αιώνες, η περίφημη Επτάνησος Πολιτεία. Όπου ο Καποδίστριας πρωτοστατεί. Και οργανώνει το πρώτο μεγάλο αντάμωμα των οπλαρχηγών από όλη την Ελλάδα για να προστατέψουν τη Λευκάδα από τον Αλή πασά. Κι ήταν όλο αυτό για μένα ένα όμορφο ταξίδι. Εκεί όπου ξεκίνησαν όλα. Πίσω στον χρόνο. Μέσα μας.
Πρώτη δημοσίευση εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου