Δευτέρα, Ιουνίου 06, 2016

Η αρχή από "Τα βατράχια" (Δημήτρης Σίμος)

Δημήτρης Σίμος
Ιδού η αρχή απ’ "Τα βατράχια", το πρώτο μυθιστόρημα του Δημήτρη Σίμου.  Φαινόταν από τα πρώτα του κείμενα. Παθιάζεται, δουλεύει σκληρά, λατρεύει αυτό που κάνει. "Τα βατράχια" σκίζουν. Κι εγώ αισθάνομαι περήφανος ως "δάσκαλος" και φίλος. Την Δευτέρα στις 8.00 μ.μ. τον παρουσιάζουμε παρέα με τον Γ. Αζαριάδη και την Κ. Κρητικού στις εκδόσεις Όστρια (Χέυδεν 3, Πεδίον Άρεως):

Η κόρη μου φοράει λευκό φόρεμα. Φέρνει σε νυφικό. Ξαπλώνει στην άκρη της θάλασσας. Φωνάζει προς το μέρος μου. Δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει. Η παραλία αδειάζει, έξω νυχτώνει. Η φωνή της αντιλαλεί βαθύτερα. Εξακολουθώ να μην ξεχωρίζω τι ζητάει. Τρεις γλάροι πετάνε πάνω από το νερό, φτερουγίζουν κοντά στην ακτή.
Κάνω να περπατήσω προς το μέρος της. Ο αδελφός της Ελένης με πιάνει από το μπράτσο. Με σφίγγει. Του φωνάζω να με αφήσει. Με κοιτάει στα μάτια και γελάει, σφίγγει τη λαβή από το μαχαίρι. Η φωνή της κόρης μου συνεχίζει να ακούγεται, αυτήν τη φορά παραμορφωμένη – μοιάζει να ξεγλιστρά από χαλασμένο ηχείο. Κοιτάζω  τη θάλασσα, δεν μπορώ να τη βρω. Το σκοτάδι είναι πυκνό. Στο μαύρο των ματιών μου αντικατοπτρίζεται η λάμψη της λεπίδας, τραβάω το κεφάλι μου να την αποφύγω. Από το τίναγμα του μαχαιριού ο αέρας κόβεται στα δύο.
Τον σπρώχνω, πέφτουμε κάτω. Παλεύουμε. Οι γλάροι πετάνε δίπλα μου. Τα ράμφη τους ορμούν στο χέρι που κρατά το μαχαίρι. Η κόρη μου ουρλιάζει. Καταφέρνω μια γροθιά στο πηγούνι του. Τρέχω στην ακροθαλασσιά. Χάνω την ανάσα μου. Στηρίζομαι στα γόνατα. Το φόρεμα επιπλέει στην επιφάνεια του νερού. Από εκεί έρχεται η φωνή.
Παίρνω ανάσα, μπαίνω μέσα. Το νερό είναι ζεστό, με βρέχει ως τη μέση. Πλησιάζω το φόρεμα, απλώνω το χέρι και το αρπάζω, είναι άδειο. Η κόρη μου συνεχίζει να φωνάζει βοήθεια, δεν μπορώ να τη δω. Κρατώ το φόρεμα στο χέρι. Κοιτάζω τα δάχτυλά μου. Ένα κόκκινο υγρό καλύπτει τις παλάμες μου. Αίμα. Κόκκινη στάμπα πάνω στο λευκό ξεφτισμένο ύφασμα. Αίμα. Το νερό τώρα φτάνει ως τον λαιμό μου. Αίμα. Κόκκινο παντού. Γυρνάω το κεφάλι στην ακτή. Ο αδελφός της Ελένης με δείχνει με το δάχτυλο, γελάει. Πυροβολισμός.

Το ρολόι του τοίχου έδειχνε 04:57. Η λάμπα από το πορτατίφ φώτιζε ό,τι είχε απομείνει από το γυάλινο μπουκάλι στο πάτωμα.
Πάνω στον εφιάλτη μου θα το έσπρωξα.
Πέταξα την κουβέρτα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Απέφυγα τα γυαλιά και με την αναπνοή μου να ασθμαίνει έφτασα το τραπέζι. Χρειαζόμουν νικοτίνη. Έπιασα την ταμπακιέρα από το τραπέζι και την αναποδογύρισα πάνω στην παλάμη μου. Το τελευταίο πουράκι έπεσε στη μέση της. Πήρα την πρώτη τζούρα βαθιά μέσα στα πνευμόνια. Χύθηκα πάνω στην ψάθινη καρέκλα. Τράβηξα μια δεύτερη κοφτή. Μύρισα τον αρωματικό καπνό της βανίλιας. Διάολε. Έτρεμα. Πίστεψα ότι η νικοτίνη θα με ηρεμούσε. Λάθος.
Σχέδιο βήτα. Να μπερδέψω τη μοναξιά  με την τηλεόραση. Όταν η μόνη σου επιλογή για να ακούσεις μια φωνή είναι τα ηχεία, τότε δυο πράγματα έχουν συμβεί. Είτε η ώρα δεν είναι η κατάλληλη για να τηλεφωνήσεις σε κάποιον, είτε δεν υπάρχει κάποιος για να του τηλεφωνήσεις. Άμα συμβαίνουν και τα δυο, είσαι ξοφλημένος. Ήμουν.
Η δημοσιογράφος με το μπλε ταγιέρ ήρθε στην οθόνη. Πρωινό δελτίο. Η φωνή της ήρεμη, σοβαρή. Δυο κοφτές προτάσεις – και το πλάνο έφυγε από την πουδραρισμένη μούρη της. Η κάμερα έδειξε την πρόσοψη μια τριώροφης μονοκατοικίας, αμπαρωμένης με τζαμένια κάγκελα στα μπαλκόνια. Στο πάνω μέρος, ένας παχύς υπέρτιτλος έγραφε με μαύρα γράμματα: «Έγκλημα πάθους στην Κηφισιά». Έτριψα τα μάτια μου, το λευκό φως με ενοχλούσε.
Ο μικροκαμωμένος ρεπόρτερ του αστυνομικού ρεπορτάζ πληροφορούσε με φωνή αγωνίας το κοινό ότι στην έπαυλη πίσω του, κόρη γνωστού επιχειρηματία δολοφόνησε τον Αλβανό κηπουρό.
Φωτογραφίες και των δύο παρατέθηκαν η μια δίπλα στην άλλη. Το ζαρωμένο πρόσωπο της γυναίκας κόντραρε τη φρεσκοξυρισμένη επιδερμίδα του Αλβανού. Ο ρεπόρτερ με ύφος νυφίτσας υποστήριζε ότι: «Σύμφωνα με καλά εξακριβωμένες πηγές της αστυνομίας, οι δυο τους φαίνεται να διατηρούσαν δεσμό από τον περασμένο Μάρτιο».
Η τύχη του Αλβανού τον εγκατέλειψε.
Κοίταξα το ρολόι. 5:03. Στο επόμενο θέμα ένας κουστουμαρισμένος άνδρας έκανε δηλώσεις δημοσιονομικής πολιτικής. Σιχαινόμουν το πολιτικό ρεπορτάζ. Με νύσταζε χωρίς να με κοιμίζει. Επαναλαμβανόμενο βασανιστήριο. Τα μάτια μου εδώ και μέρες ήταν πρησμένα, το κορμί μου εξαντλημένο. Παρ’ όλα τα σημάδια, ήξερα το αποτέλεσμα. Η προσπάθεια να συμπληρώσω τρεις ώρες ύπνου μόλις είχε αποτύχει.


Κι εδώ η περίληψη:

Χαλκίδα 2011
«Κοίταξα την φωτογραφία, ένιωσα σαν να ήμουν εκεί, να έβλεπα το πτώμα από κοντά. Ένα κοριτσάκι με βρεγμένα μαλλιά που δίπλωναν πίσω από δύο πεταχτά αυτιά. Φορούσε μόνο τα εσώρουχα. Οι ώμοι της κατάλευκοι ,σκελετωμένοι. Το φως από το φλας της σήμανσης ,  αντανακλούσε μέσα στα μάτια της».
            Η βροχή αρχίζει. Το ποτάμι φουσκώνει. Τα βατράχια ετοιμάζονται για το τραγούδι τους. Το έγκλημα μια νεαρής μαθήτριας προσφέρει στον αστυνόμο Καπετάνο την μοναδική ευκαιρία που του απομένει. Η εύρεση της σωρού, μέσα στα παγωμένα νερά του Ευβοϊκού,  φέρνει  την επιστροφή  στην δράση. Η σύλληψη του δολοφόνου φαντάζει ως η μοναδική οδός προς την λύτρωση. Τα χέρια του πρέπει να λερωθούν, να ξεφλουδίσουν τον σάπιο φλοιό χρόνιων μυστικών. Η αναζήτηση ξεκινάει. Η παγίδα τον περιμένει, τοποθετημένη στο ίδιο ακριβώς σημείο με την νύχτα του διωγμού του.

Αλιβέρι 1985
Δυο αδέλφια  που  δεν ενώθηκαν με δεσμούς αίματος. Ένας κήπος γεμάτος λάσπη. Απώλειες ζωών που θα χωρίσουν  και θα ενώσουν τις ψυχές τους. Η μετάβαση  μιας οικογένειας από την ευημερία  στην φτώχια. Ένα βιός που χάνεται. Πως το αγροτόσπιτο στο Αλιβέρι θα δώσει την λύση;
Δυο ιστορίες, ένα τέλος. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου