Οι αισιόδοξοι, μυθιστόρημα, Βαγγέλης Μπέκας, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013 (κυκλοφορεί τέλη Μαΐου)
Έκλεισα το κινητό και κοίταξα πάλι μέσ’ απ’ την τζαμαρία του καφενείου τους στραβωμένους θαμώνες. Δεν υπήρχε περίπτωση να έκανα λάθος, ήτανε όλοι μπάτσοι. Πάνω στα τραπέζια τους τηγανητοί γάβροι, καλαμάρια και ούζα, στον τοίχο αφίσες με γραφικά νησιά του Αιγαίου και «live your myth in Greece».
Τότε άνοιξε η πόρτα της τουαλέτας και βγήκε ένας απ’ τους κολλητούς του Στεργίου. Είχαμε πιει και μαζί μερικές φορές. Παλιότερα. Είχε μούσια και κάπνιζε στριφτά και έμοιαζε με καπετάνιο, πελώριο καπετάνιο, τουλάχιστον ένα κι ενενήντα πέντε. Φορούσε μπότες, τζιν και μοντγκόμερι, και το βλέμμα του ερευνούσε διαρκώς το χώρο γύρω του, μην του ξεφύγει κάτι.
Πρέπει να ήταν καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερός μου και πολύ πιο γεροδεμένος από μένα, αν και δεν πάω πίσω στις μπουνιές. Οι παλάμες του ήταν τεράστιες, παλάμες ναυτικού που τις έκαψε το αλάτι· μια σφαλιάρα με είχε. Μετά το δεύτερο καραφάκι συνήθιζε να γελά ασταμάτητα. Πρέπει να το είχε ξεπεράσει προ πολλού, γιατί έπεφτε ήδη πολύ γέλιο στην παρέα.
Το όνομά του ήταν Τζόκας. Αστυνόμος Τζόκας. Μπροστά του ο Μπέκας δεν έπιανε μία. Ήταν ένας από τους πλέον άξιους πατριώτες (Αρβανίτης στην καταγωγή) που έβαλε στο Σώμα η μεγάλη δημοκρατική παράταξη μετά το ένδοξο ’81.
Με είδε να μπαίνω και σηκώθηκε όρθιος, αγέρωχος, πελώριος, χαμογέλασε και μου είπε κάτι που δεν άκουσα, γιατί τα σκυλάδικα δεν άφηναν πολλά περιθώρια.
Μαζί του κάθονταν άλλοι δύο καλοξυρισμένοι νεαροί αστυνομικοί· τρέντι μπλουζάκια, ακριβά παπούτσια και γυμνασμένα μπράτσα. Ο ένας είχε τα μαλλιά καρφάκια και φορούσε γυαλιά, ο άλλος κουρεμένα πολύ κοντά και το κουτοπόνηρο βλέμμα του κάπως αλλήθωρο. Καμία σχέση με τον Τζόκα και το μπαρουτοκαπνισμένο πλοίο του. Άγουροι μπάτσοι.
«Να σας γνωρίσω τον μοναδικό δημοσιογράφο της χώρας που είναι αναρχικός», τους είπε ο Τζόκας όταν τους πλησίασα.
«Το γεγονός ότι μένω στα Εξάρχεια δεν με κάνει αναρχικό», αποκρίθηκα θέλοντας να δείξω την ενόχλησή μου.
«Έλα τώρα, μεταξύ μας είμαστε», είπε εκείνος και γέλασε, «αφού είσαι».
«Αναρχικός όχι, τρομοκράτης ναι!» αποκρίθηκα με σοβαρό ύφος, κρατώντας σθεναρή αντίσταση στο χαμόγελο που πίεζε τα χείλη μου. «Δημοσιογράφοι-τρομοκράτες κάθε βράδυ στις ειδήσεις των οκτώ».
Μερικά δεύτερα σιγής, και ο Τζόκας ξέσπασε με τρανταχτά γέλια. Το ούζο είχε κάνει θεσπέσια δουλειά μες στο κεφάλι του. Τσούγκρισε με τους άγουρους μπάτσους που με αγριοκοίταζαν μην μπορώντας να κατανοήσουν το χιούμορ μου και τους ένευσε με έναν τρόπο δικό του, μοναδικό, που τους κάλμαρε.
«Είδατε που σας τα ’λεγα... Ο τύπος είναι περιπτωσάρα!»
Τράβηξε μια καρέκλα απ’ το διπλανό τραπέζι και μου έκανε νόημα να καθίσω κοντά του.
«Θα πιεις κάτι, κύριε δημοσιογράφε;»
«Ένα τσάι θα το έπινα».
«Ακόμα να το κόψεις το γαμημένο, θα σε χαλάσει... Να σου βάλω λίγο Πλωμάρι να ευφρανθεί η καρδία;»
Πήγε να βάλει ούζο σ’ ένα άδειο ποτήρι κι έκλεισα το στόμιο αντανακλαστικά με την παλάμη μου. Ακόμα και τότε που φλέρταρα με τον αλκοολισμό, με το ούζο δεν είχα παρτίδες. Κοιταχτήκαμε, χαμογέλασε με κατανόηση και άφησε κάτω το μπουκάλι.
«Καιρό έχει να περάσει από ’δώ ο Στεργίου».
«Και ίσως κάνει πολύ καιρό να περάσει ακόμα...»
«Γιατί, τι έπαθε;» ρώτησε κάπως ανήσυχα ο Τζόκας.
«Απολύθηκε».
Και ετοιμάζει ληστείες με ψαροντούφεκο, σκέφτηκα, αλλά δεν σκόπευα να το μοιραστώ μαζί τους.
«Μα χτες το πρωί που μιλήσαμε στο τηλέφωνο δεν μου είπε κάτι».
«Ε, αργά το απόγευμα απολύθηκε».
«Τους μαλάκες!» πετάχτηκε όρθιος ο Τζόκας κι αμέσως ξανακάθισε. «Αυτά κάνουν και μετά στέλνουν εμάς να τους μαζέψουμε... Έχει τρελαθεί ο κοσμάκης με το βούρδουλα».
Ήπιε μια γουλιά ούζο και χαλάρωσε. Λίγο. Για λίγο.
«Από τότε που ξεκίνησε η κρίση, μας έχει φύγει ο πάτος, κύριε δημοσιογράφε. Μειώνουν μισθούς και απολύουν και κόβουν δαπάνες και μέτρα, μέτρα, μέτρα...»
«Κανένα μέτρο στα μέτρα», σχολίασα.
Με στραβοκοίταξε, ήπιε άλλη μια γουλιά απ’ το ούζο του και συνέχισε ακάθεκτος.
«Χρόνια τώρα ο κόσμος μέρα παρά μέρα στους δρόμους, και οι μπάτσοι, τα κορόιδα, να τρέχουμε να τους κάνουμε καλά. Για ψίχουλα, έτσι... Δώσε μπόνους για κάθε κλομπιά, κύριε πρωθυπουργέ, μόνο οι μάνατζερ θα παίρνουν μπόνους;»
Γέλασε· κάπως πικρά. Το ούζο πολεμούσε μέσα του με την απόλυση ενός καλού φίλου.
«Μα εσύ είσαι στο Ανθρωποκτονιών», του θύμισα για να τον πικάρω.
«Το βλέπω συλλογικά το ζήτημα», αποκρίθηκε ο Τζόκας και οι άγουροι μπάτσοι επικρότησαν. «Μην ξεχνάς πως είμαι και συνδικαλιστής...»
Δεν έμοιαζε με συνδικαλιστή, πολύ περισσότερο δεν έμοιαζε με μπάτσο. Θύμιζε καπετάνιο, είπαμε, με καπετάνιο παλιάς κοπής, με μούσια και χαρμάνια και ερωμένες τής μιας νύχτας στα λιμάνια της Άπω Ανατολής, που ο ασυρματιστής του έγραφε ποιήματα.
Οι άλλοι δύο έμειναν αμίλητοι την περισσότερη ώρα παρακολουθώντας τον Τζόκα που ήταν κάτι σαν θρύλος στην υποδιεύθυνση Ανθρωποκτονιών. Έγνεφαν διαρκώς πως συμφωνούσαν, τσούγκριζαν τα ποτήρια τους κι έπιναν, να παραβγούν μαζί του, και θα είχανε πάλι άσχημα ξεμπερδέματα.
«Λοιπόν, πώς απ’ τα μέρη μας, κύριε δημοσιογράφε; Σε χρέωσαν με τη δουλειά του Στεργίου;»
«Αν ήταν μόνο η δουλειά του Στεργίου, καλά θα ήταν».
Η ξανθιά μάς πλησίασε, έσκυψε κι έκρυψε τον Τζόκα για να ακουμπήσει το αχνιστό τσάι στο τραπέζι μας.
«Πράσινο;» ρώτησα.
«Πράτσινο!» αποκρίθηκε η ξανθιά.
«Εδώ μόνο πράσινα έχουμε», πετάχτηκε ο Τζόκας λοξοκοιτώντας την ξεθωριασμένη σημαιούλα με τον πράσινο ήλιο στο ανθοδοχείο δίπλα στο νεροχύτη. Σε πόσες και πόσες λαοθάλασσες δεν είχε ταξιδέψει.
«Κυκλοφορεί καμιά πληροφορία για το θέμα του υπουργού;» μου έκανε πάσα η σημαιούλα.
Ο Τζόκας γύρισε και με κάρφωσε, λες και θα προχωρούσε σε ανάκριση υπόπτου.
«Εσείς οι δημοσιογράφοι είστε χειρότεροι κι από μας», είπε τελικά και έστριψε τσιγάρο. «Όλο ερωτήσεις...»
«Αποκλείεται να μην έχεις ακούσει κάτι», επέμεινα.
«Για τον υπουργό στο φέρετρο;» μειδίασε ο Τζόκας και ήπιε μια γερή γουλιά ούζο. «Καλά να πάθει ο καριόλης, κι ας ήταν δικός μας. Βούιξε ο τόπος με τις κομπίνες του... Αλλά μήπως ήταν και ο μόνος; Πλούτισαν τα καθαριστήρια απ’ τα γιαουρτωμένα σακάκια βουλευτών. Και δεν είναι όπως παλιά που αυτά τα έκαναν μόνο τα κουμμούνια, ξέφυγε ο κόσμος, κύριε δημοσιογράφε. Πρώτα ήρθαν τα φάσκελα, μετά οι σφαλιάρες, δεν θα αργούσαν πολύ να φτάσουν και οι σφαίρες».
«Έχουν μαζέψει πολλούς και διάφορους στα Εξάρχεια απ’ το μεσημέρι».
«Οι γνωστές βλακείες της Αντιτρομοκρατικής!» είπε ο Τζόκας και τσούγκρισε με τους υποτακτικούς του, που συμφώνησαν πίνοντας το ουζάκι τους. «Δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο ο δολοφόνος να είναι του χώρου. Τον υπουργό τον φάγανε από μακριά, με διόπτρα και σιγαστήρα, χτύπημα αθόρυβο. Οι αριστεροί τρομοκράτες συνηθίζουν να κάνουν θόρυβο, μην το ξεχνάς, κύριε δημοσιογράφε».
«Κάποιος ακροδεξιός που σκότωσε για τη χαμένη τιμή της πατρίδας;»
«Κοίταξε, κοίταξε... είναι ένα σοβαρό ενδεχόμενο, αλλά καλύτερα να μη βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα. Η έρευνα είναι στα χέρια της Αντιτρομοκρατικής και δεν πρόκειται να μας κάνουν τη χάρη να τη δώσουν στο Ανθρωποκτονιών».
[…]
Έξω απ’ την τζαμαρία πρόσεξα δυο ψηλόλιγνους, κοντοκουρεμένους νεαρούς με αρβύλες και μαύρα μπουφάν να γυροφέρνουν τη μηχανή μου.
«Πρέπει να φύγω», είπα και σηκώθηκα όρθιος.
«Από τώρα;»
Οι τύποι κοίταξαν μες στο καφενείο σαν να γύρευαν κάτι και οι ματιές μας αντάμωσαν.
«Πάω στο νοσοκομείο να δω τρεις Πακιστανούς που οι φασίστες τούς κέρασαν μαχαιριές», είπα λοξοκοιτώντας τους μαντράχαλους.
«Τα συνηθισμένα», σχολίασε ο Τζόκας ατάραχος και τους κάρφωσε με το αυστηρό του βλέμμα.
Εκείνοι άφησαν επιτέλους τη μηχανή μου στην ησυχία της και πέρασαν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ρίχνοντας πίσω τους φευγαλέες ματιές. Ο ένας έβγαλε το κινητό του και τηλεφώνησε κατηφορίζοντας στο πεζοδρόμιο. Χάθηκαν στην πρώτη γωνία.
Έσκυψα κοντά στον αστυνόμο και τον κοίταξα βαθιά μες στα καστανά του μάτια, αναζητώντας τον άνθρωπο Τζόκα.
«Μήπως πήρε τ’ αυτί σου κάτι για το μαχαίρωμα; Έχει να κάνει με την υπηρεσία σου».
«Αν δεν κάνουν καταγγελία, δεν θα προχωρήσει το ζήτημα», αποκρίθηκε εκείνος ψυχρά.
«Είχα την εντύπωση πως αυτές οι διώξεις προχωρούν αυτεπάγγελτα».
«Όπως θα ’χεις καταλάβει, κύριε δημοσιογράφε, όχι σ’ όλες τις περιπτώσεις...»
ΥΓ. Εδώ το link για το Βακχικόν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου