
«Ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα υπάρχει μόνο μία ασήμαντη φυσική λειτουργία: το ανοιγoκλείσιμο των βλεφάρων.
Με την ονειροπόληση ούτε αυτό είναι αναγκαίο»
JAN SVANKMAJER
Μείον Ένα
Πρώτα, φόρεσε το καλτσόν του. Δυσκολεύτηκε λίγο γιατί σκάλωνε στις τρίχες των ποδιών του (κακή συνήθεια να μην κάνεις χαλάουα). Έπειτα φόρεσε την πιο σέξι φούστα της κοπελιάς του, ξυρίστηκε, βάφτηκε, μονάχα περούκα δεν φόρεσε. Και κάπως έτσι βγήκε απ’ το σπίτι, μπήκε στο σαραβαλάκι του και κατευθύνθηκε στη δουλειά του.
Τον έλεγαν Πέτρο. Το σχέδιο είχε μπει στη δυσκολότερη φάση του. Όλα θα κρίνονταν σε λίγα λεπτά.
Ίσως έφταιγε το master του στις οικονομικές επιστήμες, που κρεμόταν αραχνιασμένο πάνω απ’ τον κουμπαρά γουρουνάκι. Ίσως το γεγονός ότι εκείνος που κάποτε έπαιρνε μόνο «Μπράβο Πέτρο!» στα θρανία, τώρα πλέον γευόταν τη μούντζα της αληθινής ζωής.
Πάρκαρε το σαραβαλάκι του στο πρώτο πεζοδρόμιο που βρήκε φιλόξενο. Το είχε αγοράσει με δόσεις προ μηνός από μια μάντρα. Αμέσως μετά διαολόστειλε κάποιον περαστικό που του σφύριξε κοροϊδευτικά, φασκέλωσε κάποιον άλλο που τον ρώτησε: «Πόσα παίρνεις μωρό μου;» κι έπειτα έσπρωξε τη γυάλινη πόρτα του κτιρίου που στεγαζόταν η εταιρία που δούλευε. Η εταιρία επιχειρηματικών συμβούλων «By pass». Oι καλύτερες οικονομικές εγχειρήσεις της πόλης.
«Η κυρία; Εεεεε ο κύριος; Εεεεε κύριε Πέτρο εσείς;», ρώτησε έντρομος ο θυρωρός.
Ο Πέτρος του έστειλε ένα πεταχτό φιλί και μπήκε βιαστικά στο ασανσέρ. Ο πρώτος που συνάντησε βγαίνοντας στον έκτο ήταν η Τζένη. Προ μηνός είχε αποπειραθεί να την ρίξει στο κρεβάτι του, αλλά η Τζένη (λες και ήξερε τα μελλούμενα) τον είχε φιλοδωρήσει με χυλόπιτα.
Αντικρίζοντάς τον, σοκαρίστηκε και κατάπιε την τσίχλα που μασούσε. «Μα πώς είναι δυνατό;», σκέφτηκε. Ο ανδροπρεπής, γεροδεμένος, Πέτρος ήταν ντυμένος σαν επίδοξο τρανσέξουαλ. Μα γιατί; Τι μπορεί ν’ άλλαξε απ’ τον περασμένο μήνα;
Ο Πέτρος την πλησίασε ατάραχος. Έριξε τη ματιά του στις ψηλοτάκουνες γόβες της, κι έπειτα πάλι στα δικά του τακούνια που είχε δανειστεί από το κορίτσι του.
«Πού τα πήρες καλέ Τζενούλα; Μήπως τα ‘χει σε χρυσαφί να πάρω κι εγώ;», της είπε κι έκανε την Τζένη να αναρωτηθεί, μήπως ο τύπος που τα έπινε χτες βράδυ σε κάποιο μπαρ, της είχε ρίξει ναρκωτικά στο ποτό κι ό,τι ζούσε ήταν παραίσθηση.
Έφτυσε την εικόνα του ερμαφρόδιτου Πέτρου μακριά της, ταξίδεψε με τη φαντασία της στα χωράφια του ορθολογισμού κι αναρωτήθηκε γι’ άλλη μια φορά. Μα γιατί; ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ ο Πέτρος;
Μα γιατί όλα ήταν ένα σχέδιο.
Ο Πέτρος προχώρησε στο διάδρομο χαιρετώντας τους φρικαρισμένους συναδέλφους του σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Έπειτα ακούμπησε τη ροζ τσάντα του στο γραφείο του και κάθισε στην καρέκλα όπως συνήθιζε εδώ και τρία χρόνια. Έβγαλε σλιμ τσιγάρο, άναψε και περίμενε να τον καλέσει ο μεγάλος με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο φορτωμένο με κραγιόν.
...........................................
...................................
ΥΓ. Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος.