(κεφ 4, παρ 3, από την Ιστορία της μαρμΕΛΛΑΔΑΣ)
.

Μια φορά κι ένα καιρό η χώρα μας ήτανε πράσινη.
Κάποιοι βιαστικοί, είπαν ότι το χρώμα της το είχε βάψει ένας πράσινος ήλιος βασιλιάς, μεγάλο ταλέντο στη βούρτσα και το μυστρί(με μεταπτυχιακό στις αφισοκολλήσεις του 81) αλλά ευτυχώς δεν τους πίστεψε κανείς.
Ξέρουν πολλά τέτοια οι πρασινοφρουροί, μέρες που ναι…
Η αλήθεια ήταν πως η χώρα μας ήτανε πράσινη, γιατί το γάλα που η μάνα-γη βγάζει απ’ τα σπλάχνα της για να ταΐσει τα παιδιά της, είναι πράσινο!
Χωρίς αυτό δεν υπάρχει ζωή! Δεν υπάρχει μέλλον…
Κάθε πράσινο βουνό κι ένα στήθος της μάνας γης!
Μεγάλο, μικρό καθένα με τη δικιά του χάρη, μας δίνει το φιλί της ζωής με το οξυγόνο του, το πράσινο γάλα…
Πέρασε όμως ο καιρός, και η δικιά μας αδιαφορία και μαλάκυνση, έθρεψε εκείνους που στη θέση του μητρικού στήθους, είδαν το πορνό, την εκμετάλλευση, το χρήμα! Και αποφάσισαν με πύρινες φλόγες να το ξυρίσουν, για να εκμεταλλευτούν τη γη, να προσφέρουν στην «ανάπτυξη του τόπου»…
Εκείνοι που βάζουν πάνω απ’ όλα το κέρδος!
Αυτοί που κατάντησαν τον πλανήτη μας σ’ αυτό το χάλι…
Και σαν να μην έφτανε η δικιά μας μαλακία, ήμασταν κι άτυχοι γιατί εκείνη την περίοδο, που το πράσινο έγινε μαύρο, κυβερνούσαν οι πιο άχρηστοι των αχρήστων! Μάρτυρας μου η μάνα γη, όσο ζω τέτοια κυβερνητική ανικανότητα δεν έχω ξαναδεί!
«Όχι, όχι εμείς αγαπάμε το πράσινο, κι ας είμαστε γαλάζιοι.», τους άκουγες να ξεφωνίζουν στα παράθυρα αλλά η αλήθεια ήταν, ότι τις προθέσεις τους τις είχαν δείξει, λέγοντας πριν λίγο καιρό πως στοχεύουν να αποκεφαλίσουν το άρθρο 24 του συντάγματος, για την προστασία των δασών.
Αντί λοιπόν να κάνουν αυστηρότερους νόμους για την προστασία των δασών, έστρωσαν το δρόμο των εμπρηστών με ροδοπέταλα.
Κι εμείς οι σοφοί πολίτες, που τώρα κλαίμε με μαύρο δάκρυ, τους αριστερούς και τους οικολόγους που ούρλιαζαν τότε για το άρθρο 24, τους λέγαμε τρελούς, γραφικούς, παράφρονες!
Εκ προμελέτης ή εξ αμελείας δάνεισαν λοιπόν οι γαλάζιοι τον πυρσό τους, στους εμπρηστές, κλείνοντας τους το μάτι εικοσιτέσσερις φορές.
«Βρε γιατί δεν μας πιστεύετε, εμείς οι γαλάζιοι, θα φέρουμε το αδερφάκι μας το νερό, που ‘ναι καταγάλανο, γαλάζιο, μπλε και θα σβήσουμε κάθε εστία!», επέμεναν οι γαλάζιοι.
Όταν όμως ήρθε η κρίσιμη ώρα, έμπλεξαν τα μπούτια τους, δεν μπορούσαν να συντονιστούν. Απόφαση δεν μπορούσαν να πάρουν, γιατί είχαν βαρύνει απ’ την πολύ μάσα, το αίμα τους είχε φύγει απ το κεφάλι και είχε πάει στο στομάχι, για να χωνέψουν τα ομόλογα. Μπερδεύτηκαν λοιπόν μες την μεσημεριανή ντάγκλα, κι όταν τελικά κατάφεραν να συντονιστούν κι έφεραν νερό, το μόνο που μπόρεσαν να σβήσουν ήταν τα κάρβουνα, μην τυχόν και οι οργισμένοι, καψαλισμένοι ανασθενάρηδες δεν τους μαυρίσουν στην κάλπη!